-
1 επιδοσις
- εως ἥ1) добровольное приношение, пожертвование, дар Polyb., Plut.ἐπίδοσιν παρέχειν τι Dem. — принести что-л. в дар
2) (при)рост, увеличение(ταχυτῆτος Arst.; λίμνης Plut.)
3) развитиеἤθους τὸ ὄνομα ἀπ΄ ἔθους ἔχει τέν ἐπίδοσιν Arst. — слово ἤθος ( нрав) происходит от слова ἔθος ( привычка)
4) преуспеяние, успех(τεχνῶν Arst.)
εἰς πᾶν ἐπίδοσιν ἔχειν Plat. — преуспевать во всем;μεγίστην ἐπίδοσιν λαμβάνειν Isocr. — достигать высшего расцвета;ἐπίδοσιν λαβεῖν πρὸς τρυφήν Plut. — впасть в роскошь
См. также в других словарях:
SERICA Vestis — bombycum opus, in omni Anni tempore, usum habet. In astu magno, ob levitatem, accommodatissima rafetata: in minori, ormesina. Hieme conducunt felpa et velutum: quorum utrumque pondere suô et villis calefacit. Vere et Autumnô laudatur rasa, quae… … Hofmann J. Lexicon universale
επιδίδω — (AM ἐπιδίδωμι, Μ και ἐπιδίδω) 1. ασχολούμαι, καταγίνομαι («επιδόθηκε σε νέες μεθόδους», «ἐπιδίδωμι ἐμαυτὸν εἰς τρυφήν») 2. εγχειρίζω, δίνω στο χέρι κάποιου (συνήθως εμπιστευτικό ή επίσημο έγγραφο) («δικαστικός κλητήρας να επιδώσει τις κλήσεις»,… … Dictionary of Greek
пища — ПИЩ|А (724), Ѣ (А) с. 1.Пища, еда: аште бо насытилъсѧ ѥси пиштею накърми альчьнааго. Изб 1076, 19 об.; пищю въ мѣрѹ приимаше. (τροφῇ) ЖФСт к. XII, 41; да имѣють слѹгѹ ѥдиного… и таковыи слѹга на принесениѥ пища. УСт к. XII, 243; имѹще же пищю и… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
περιουσία — Στο ιδιωτικό δίκαιο ο όρος έχει σημασία διαφορετική από εκείνη που αποδίδεται συνήθως σ’ αυτόν: δηλώνει το σύνολο των υποκειμένων σε οικονομική αξιολόγηση σχέσεων, που αναφέρονται σε ένα υποκείμενο της νομικής τάξης. Με την έννοια αυτή, κάθε… … Dictionary of Greek