-
1 ἐπ-εις-πηδάω
ἐπ-εις-πηδάω, noch dazu hineinspringen, εἰς τὰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; absol., Ar. Equ. 363; Dem. 47, 56, ins Haus.
-
2 ἐμ-πίπτω
ἐμ-πίπτω (s. πίπτω), hinein-, darauffallen; τὸ δὲ τρύφος ἔμπεσε πόντῳ Od. 4, 508; πῦρ ἔμπεσε νηυσίν, Feuer fiel in die Schiffe, wie ὕλῃ Il. 11, 155; στέγῃ, ins Haus, Soph. O. R. 1262; ὁ πύργος ἐμπέσοι γέ σοι Ar. Plut. 180; εἰς ἀλλήλας Nubb. 378; εἰς τὸ πῦρ Plat. Tim. 79 e; εἰς τάφρους Xen. Cyr. 3, 3, 64; εἰς φρέατά τε καὶ πᾶσαν ἀπορίαν Plat. Theaet. 174 c; so oft übertr., in Etwas gerathen, bes. ins Unglück od. in unangenehme Lage, u. unvermuthet; εἰς ἄτας Soph. Tr. 1243; ἐς άνάγκης ζεύγματα Eur. I. A. 443; εἰς φαῦλον σκέμμα Plat. Rep. IV, 435 c; εἰς ϑαυμαστὸν λόγον Legg. X, 888 d; εἰς φλυαρίαν Parm. 130 d; εἰς δικαστήριον Rep. VIII, 553 b; εἰς δίνην, λαβύρινϑον, in einen Strudel gerathen, Crat. 439 c Euthyd. 291 b; εἰς ἔριν, in Streit ge »rathen, Eur. I. A. 377. Auch ἐν ἀπορίᾳ ἐμπεπτωκέναι, in eine Verlegenheit gerathen sein, Plat. Euthyd. 292 c; ἐν τοιούτῳ χωρίῳ (auch hier das perf.) Xen. Hell. 4, 5, 5; ἐπὶ συμφορήν Her. 7, 88; εἰς ἔρωτα Antiphan. Ath. II, 38 b; πρὸς ἔρωτά τινος, in Liebe zu Etwas verfallen, Luc.; εἰς ἐλπίδα Philem. inc. 69. – Auch umgekehrt, κἂν περὶ ἀνδρῶν γ' ἐμπέσῃ λόγος τις, wenn die Rede darauf kommen sollte, Ar. Lys. 858, wie Plat. Legg. VII, 799 d; Plut. Anton. 28. – Von Krankheiten, befallen, z. B. von der Pest, εἰς τὴν πόλιν ἐξαπιναίως ἐνέπεσε Thuc. 2, 48; νόσημα εἰς τὴν Ἑλλάδα Dem. 19, 259; aber εἰς νόσον ἐμπ., in eine Krankheit verfallen, Antiph. 1, 20; λοιμῶν ἐμπιπτόντων Plat. Legg. IV, 709 a; ähnl. ὕπνος ἐμπίπτει Tim. 45 e. Uebertr. auf Affecte, ἐπεὶ χόλος ἔμπεσε ϑυμῷ Il. 9, 436, Zorn ergriff sein Gentüth; δέος 17, 625; ἔρως στρατῷ Aesch. Ag. 332; φόβος, ταραγμός, Eur. Hipp. 1218 Hec. 857; φόβος εἰς τὸν νοῠν Philem. Stob. fl. 99, 5; vgl. Thuc. 2, 91. 4, 34; οἶκτος ἐμοὶ ἐμπέπτωκε Soph. Phil. 953; ζῆλος O. C. 946; ἔλεος ἐμπέπτωκέ τίς μοι Philippid. Ath. VI, 230 a; ἀσέβειαι Plat. Legg. X, 890 a; ἔρως φιλοσοφίας Rep. VI, 499 c; – ἃ εἰς τὴν αἴσϑησιν ἐμπίπτει, was in die Sinne fällt, Plat. Rep. VII, 524 d; – εἰς δεσμωτήριον Din. 2, 9 Dem. 25, 60 u. A., ins Gefängniß geworfen werden; εἰς ζητρεῖον ἐμπεσών Eupol. bei E. M. 411, 35; – einfallen, einstürmen; ὑσμίνῃ Il. 11, 297; προμάχοισιν Od. 24, 526; αὐχένι ἔμπεσεν ἰός, der Pfeil drang in den Nacken. Vom Sturme, Hes. O. 509; τοῖς πολεμίοις Xen. u. A.; ohne Casus, blindlings hineinstürmen, Her. 3, 81; εἴς τινα, über Einen herfallen, Luc. u. a. Sp. – Bei Sp. oft vom plötzlichen Eintreten eines neuen Zustandes, Paus. 7, 8, 3. Vgl. ἐμπίτνω.
См. также в других словарях:
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
κρήτη — I Νησί (8.331 τ. χλμ., 601.131 κάτ.) της νοτιοανατολικής Μεσογείου, σε απόσταση περίπου 100 χλμ. ΝΑ της Πελοποννήσου. Πρόκειται για το μεγαλύτερο σε έκταση νησί της Ελλάδας (δεύτερο είναι η Εύβοια με έκταση 3.658 τ. χλμ.), το πέμπτο της Μεσογείου … Dictionary of Greek
Περού — Κράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον Iσημερινό (Eκουαδόρ), και την Kολομβία, στα Α με τη Bραζιλία, και τη Bολιβία και στα Ν με τη Xιλή. Στα Δ, το Περού βρέχεται από τον Eιρηνικό Ωκεανό.To όνομα Περού, που προέρχεται από την… … Dictionary of Greek
επεισπηδώ — ἐπεισπηδῶ, άω (A) [εισπηδώ] 1. πηδώ μέσα ορμητικά (α. «τοὺς εἰς τὰς τάφρους ἐμπίπτοντας ἐπεισπηδῶντες ἐφόνευον» σκότωναν αυτούς που πηδούσαν ορμητικά μέσα στις τάφρους, Ξεν. β. ἐγὼ δ ἐπεισπηδῶν γε τὴν βουλὴν βίᾳ κυκήσω» κι εγώ πηδώντας,… … Dictionary of Greek
κοιλάδα — Επιμήκης ύφεση της γήινης επιφάνειας μεταξύ δύο πλαγιών, μέσα στην οποία αποτίθενται συνήθως προσχώσεις ποικίλου πάχους. Στο βύθισμα αυτό, που μπορεί να έχει γραμμική διάταξη ή να είναι μια επίπεδη λωρίδα ευρύτερη ή στενότερη, ρέει συνήθως ένα… … Dictionary of Greek
συγχώννυμι — και συγχωννύω ΜΑ [χώννυμι /χωννύω] (κυριολ. και μτφ.) χώνω κάτι σε βάθος, κατακαλύπτω («τὴν συγχωσθεῑσαν τοῑς πάθεσι καὶ τῇ ἁμαρτίᾳ εἰκόνα», Μηναί.) μσν. στηρίζω, υποστηρίζω, υποστυλώνω («ὧ ῥινὸς ἐκτύπωμα συγκεχωσμένης τοῑς τῶν παρειῶν σαρκικοῑς… … Dictionary of Greek
υπεραίρω — ὑπεραίρω ΝΜΑ, και ποιητ. τ. ὑπεραείρω ΜΑ [αἴρω / ἀείρω] 1. σηκώνω, υψώνω κάτι πάνω από κάτι άλλο 2. μέσ. υπεραίρομαι και ὑπεραίρομαι υπερηφανεύομαι, αλαζονεύομαι νεοελλ. μτφ. υπερεξυψώνω, υπερεπαινώ μσν. αρχ. υπερβαίνω κάτι στο ύψος (α.… … Dictionary of Greek
χιλή — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Χιλής Συντομευμένη Ονομασία: Χιλή Εκταση: 756.950 τ.χλμ. Πληθυσμός: 15.498.930 (Ιούλιος 2002) Πρωτεύουσα: ΣαντιάγοΚράτος της Νότιας Αμερικής. Συνορεύει στα Β και ΒΑ με το Περού και τη Βολιβία αντίστοιχα και στα Α… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek