Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εἰς+αὐτὸν+κ

  • 1 Blame

    subs.
    P. and V. μέμψις, ἡ, ψόγος, ὁ, αἰτία, ἡ, P. ἐπιτίμησις, ἡ, Ar. and V. μομφή, ἡ.
    Lay blame on: P. and V. αἰτίαν ναφέρειν (dat. or εἰς, acc.), P. ψόγον ἐπιφέρειν (dat.); see lay on, under Lay.
    Loxias will take the blame upon himself: Λοξίας γὰρ αἰτίαν εἰς αὑτὸν οἴσει (Eur., El. 1226).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. μέμφεσθαι (acc. or dat.), ψέγειν, ἐπαιτιᾶσθαι, αἰτιᾶσθαι, P. ἐπιτιμᾶν, (dat. of person, acc. of thing, or sometimes dat., vid. Dem. 246, 1231), κακίζειν, διʼ αἰτίας ἔχειν, καταμέμφεσθαι, Ar. and V. μωμᾶσθαι.
    Chide: V. ἐνίπτειν (Æsch., Ag. 590).
    Be blamed: P. and V. ψόγον ἔχειν, μέμψιν ἔχειν.
    Blame for a thing: P. and V. μέμφεσθαί (τί τινι, V. also τινός τινι), ἐπιπλήσσειν (τί τινι).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Blame

  • 2 Assume

    v. trans.
    Put on clothes, etc.: P. and V. ἐνδεσθαι, περιβάλλειν, Ar. and P. ἀμφιεννναι (or mid.), V. ἀμφιβάλλεσθαι, ἀμφιδεσθαι, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι (or mid.), ἀμπίσχειν (or mid.).
    Take on oneself: P. and V. ναιρεῖσθαι, προστθεσθαι, φίστασθαι, P. ἀναλαμβάνειν; see Undertake.
    Assuming the trouble of your rearing: V. (γῆ) πανδοκοῦσα παιδείας ὄτλον (Æsch., Theb. 18).
    He assumes and takes upon himself all these men's iniquities: P. πάντα ἀναδεχόμενος καὶ εἰς αὑτόν ποιούμενος τὰ τούτων ἁμαρτήματά ἐστι (Dem. 352).
    Pretend: P. and V. πλάσσειν, Ar. and P. προσποιεῖσθαι.
    A man might assume a fictitious character: P. δύναιτʼ ἄν τις πλάσασθαι τὸν τρόπον τον αὑτοῦ (Lys. 157).
    Infer: P. and V. εἰκάζειν, τεκμαίρεσθαι, τοπάζειν; see Infer.
    Assume ( hypothetically): P. τιθέναι (or mid.).
    I will assume it to be so: P. θήσω γὰρ οὕτω (Dem. 648).
    Assume as a principle: P. ὑπολαμβάνειν, ὑποτίθεσθαι.
    Be assumed: P. ὑπάρχειν, ὑποκεῖσθαι.
    This being assumed: V. πόντος τοῦδε (Eur., El. 1036).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Assume

  • 3 у

    у 1
    επιφ. κραυγής• ου!
    у 2
    επιφ.
    1. αγανάκτησης• ουφ!
    2. φόβου• ου!
    3. θαυμασμού, αγαλλίασης• ω! αχ!
    4. πρόθ. με γεν. πολύ σιμά, εγγύτατα• πλησίον, κοντά, εγγύς, παρά•

    стоять у стены στέκομαι, κοντά στον τοίχο•

    отдыхать у моря αναπαύομαι κοντά στη θάλασσα•

    поле у реки χωράφι• κοντά στο ποτάμι•

    сидеть у очага κάθομαι κοντά στο τζάκι.

    || στον, στην, στο•

    сидеть у руля κάθομαι στο τιμόνι (χειρίζομαι το τιμόνι)•

    мыть руки у крана πλύνω τα χέρια στη βρύση (στον κρουνό)•

    работать у станка δουλεύω στην εργατομηχανή•

    быть у власти είμαι εξουσία•

    у каждого свой подход ο καθάνας έχει το δικό του τρόπο.

    || у меня, у тебя, у него, у неё, у нас, у них κ.τ.τ. σε μένα, σε σένα, σ αυτόν, σ αυτήν, σε μας, σ αυτούς•

    у меня всё есть (σε μένα υπάρχουν όλα) εγώ έχω απ όλα•

    || μου, σου, του, μας, σας κ.τ.τ.

    у меня голова болит (σε μένα πονεί το κεφάλι) μου πονεί το κεφάλι•

    у него дрожат руки (σ αυτόν τρέμουν τα χέρια) του τρέμουν τα χέρια.

    || απο, εκ•

    взять книгу у друга παίρνω βιβλίο από το φίλο.

    || σε, εις•

    смотри у меня κοίτα σε μένα.

    Большой русско-греческий словарь > у

  • 4 Throw

    v. trans.
    P. and V. βάλλειν, ῥίπτειν, ἀφιέναι, μεθιέναι (rare P.), Ar. and V. έναι, V. δικεῖν ( 2nd aor.), ἰάπτειν.
    Throw in wrestling: Ar. and P. καταπαλαίειν (the passage in Eur., I. A. 1013, is doubtful), P. and V. καταβάλλειν.
    Trip up: P. ὑποσκελίζειν.
    Throw ( a rider): P. and V. ναχαιτίζειν, Ar. and P. ποσείεσθαι (Xen.), P. ἀναβάλλειν (Xen.).
    Throw the javelin: P. and V. κοντίζειν.
    Throw about: Ar. and P. διαρριπτεῖν (Xen.).
    Throw around: P. and V. περιβάλλειν, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι, V. ἀμφιβάλλειν.
    Throw aside: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν, πορρίπτειν, μεθιέναι, φιέναι, V. ἐκρίπτειν.
    Lose wilfully: P. and V. ποβάλλειν, P. προΐεσθαι.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.), διωθεῖσθαι; see Reject.
    Throw away: P. and V. ποβάλλειν, πορρίπτειν; see throw aside.
    Throw back the head: P. and V. νακύπτειν (Eur., Cycl. 212, also Ar.).
    His head is thrown back. V. κάρα... ὑπτιάζεται (Soph.., Phil. 822).
    Throw down: P. and V. καταβάλλειν, V. καταρρίπτειν.
    Throw down one's arms: P. and V. ὅπλα. φιέναι.
    Throw down upon: V. ἐγκατασκήπτειν (τί τινι)., ἐπεμβάλλειν (τι).
    Bring low: P. and V. καθαιρεῖν; see also Upset.
    Be thrown from a chariot: V. ἐκκυλίνδεσθαι (gen.) (Soph., O. R. 812).
    Throw in or into: P. and V. εἰσβάλλειν, ἐμβάλλειν; see also Insert.
    Throw fire into: P. and V. πῦρ ἐνιέναι εἰς (acc.).
    Throw oneself into: P. and V. εἰσπίπτειν (P. εἰς, V. dat. alone); see rush into.
    Throw in one's lot with: P. συνίστασθαι (dat.), P. and V. ἵστασθαι μετ (gen.).
    Throw into ( a state of feeling): P. and V. καθιστναι εἰς (acc.).
    Throw into confusion: P. and V. συγχεῖν, ταράσσειν, συνταράσσειν; see Confound.
    Throw in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Throw off ( clothes): P. and V. ἐκδύεσθαι, Ar. and P. ποδεσθαι.
    Throw away: P. and V. ποβάλλειν, ἐκβάλλειν.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.); see Reject.
    met., throw off a feeling, etc.: P. and V. φιέναι, μεθιέναι.
    Shake off, met.: Ar. and P. ποσείεσθαι (Plat., Gorg. 484A).
    Throw off the yoke of: use P. and V. φίστασθαι (gen.) (lit., revolt from), or use be rid of, see Rid.
    Throw on: P. and V. ἐπιβάλλειν (τί τινι).
    Throw blame on: P. αἰτίαν ἀνατιθέναι (dat.); see Impute.
    Throw oneself on (another's mercy, etc.): P. παρέχειν ἑαυτόν (lit., yield oneself up).
    Throw out: P. and V. ἐκβάλλειν, ποβάλλειν; see cast out.
    Be thrown out: P. and V. ἐκπίπτειν, V. ἐκπίτνειν.
    Reject: P. and V. πωθεῖν (or mid.), παρωθεῖν (or mid.).
    Throw out a proposal, vote against it: Ar. and P. ποχειροτονεῖν.
    Throw out ( words): P. and V. ἐκβάλλειν, V. ῥίπτειν, ἐκρίπτειν, πορρίπτειν.
    Throw over, throw round: P. and V. περιβάλλειν, V ἀμφιβάλλειν.
    met., betray: P. and V. προδιδόναι.
    Fling away: P. προΐεσθαι; see Resign.
    Throw round: P. and V. περιβάλλειν, V. ἀμφιβάλλειν, Ar. and V. ἀμφιτιθέναι.
    As a defence: P. προσπεριβάλλειν.
    Throw up: P. and V. ναδιδόναι (Eur., frag.), νιέναι.
    Cast ashore: P. and V. ἐκφέρειν, V. ἐκβάλλειν; see under Ashore.
    Cast up in one's teeth: P. and V. ὀνειδίζειν (τί τινι).
    Throw up earth: P. ἀναβάλλειν χοῦν (Thuc., 4, 90), P. and V. χοῦν.
    They proceeded to throw up an embankment against the city: P. χῶμα ἔχουν πρὸς τὴν πόλιν (Thuc. 2, 75).
    These are the defences I threw up to protest Attica: P. ταῦτα προὐβαλόμην πρὸ τῆς Ἀττικῆς (Dem. 325).
    met., throw up (a post, etc.): P. and V. ἐξίστασθαι (gen.), φίστασθαι (gen.); see Resign.
    Throw upon: see throw on, throw down upon.
    Throw oneself upon: attack.
    ——————
    subs.
    P. ῥῖψις, ἡ.
    Range: P. and V. βολή, ἡ.
    Of the dice: V. βολή, ἡ, βλῆμα, τό.
    Day by day you make your throw adventuring war against the Argives: V. ἡμέραν ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη (Eur., Rhes. 445).
    I trust that it ( the people) will yet throw a different cast of the dice: V. ἔτʼ αὐτὸν ἄλλα βλήματʼ ἐν κύβοις βαλεῖν πέποιθα (Eur., Supp. 330).
    Of a quoit: V. δίσκημα, τό (Soph., frag.).
    In wrestling: P. and V. πλαισμα, τό.
    If you be matched and receive a fatal throw: V. εἰ παλαισθεὶς πτῶμα θανάσιμον πεσεῖ (Eur., El. 686).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Throw

  • 5 Centre in

    v.
    Depend on: P. ἀρτᾶσθαι ἐκ (gen.); see depend on.
    All evils centre in a long old age: V. πάντʼ ἐμπέφυκε τῷ μακρῷ γήρᾳ κακά (Soph., frag.).
    Much wisdom is centred in short speech: V. βραχεῖ λόγῳ δὲ πολλὰ πρόσκειται σοφά (Soph., frag.).
    All that I spoke of is centred in this.: V. ἐνταῦθα γάρ μοι κεῖνα συγκομίζεται (Soph., O.C. 585).
    Your pain centres in one only and in him alone: V. τὸ μὲν γὰρ ὑμῶν ἄλγος εἰς ἕνʼ ἔρχεται μόνον καθʼ αὑτόν (Soph., O.R. 62).
    Be centred in oneself: P. εἰς ἑαυτὸν συλλέγεσθαι καὶ ἀθροίζεσθαι (Plat., Phaedo, 83A).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Centre in

  • 6 Get

    v. trans.
    P. and V. κτᾶσθαι, κατακτᾶσθαι, λαμβνειν, Ar. and V. πεπᾶσθαι (perf. infin. of πάεσθαι) (also Xen. but rare P.); see also P. and V. φέρεσθαι, ἐκφέρεσθαι, κομίζεσθαι, εὑρίσκεσθαι, Ar. and V. φέρειν (also Plat. but rare P.), εὑρίσκειν, V. ἄρνυσθαι (also Plat. but rare P.), ντεσθαι, κομίζειν.
    Fetch: P. and V. φέρειν, κομίζειν, γειν, V. πορεύειν.
    Attain to, reach, obtain: P. and V. τυγχνειν (gen.), Ar. and V. κυρεῖν (gen.).
    Get in addition: P. and V. ἐπικτᾶσθαι, προσλαμβνειν, P. προσκτᾶσθαι.
    Get in return: P. ἀντιτυγχάνειν (gen.).
    Help to get: P. συγκτᾶσθαι (τινί), συγκατακτᾶσθαί (τινί τι).
    Get a person to do a thing: P. and V. πείθειν τινα ποιεῖν τι or ὥστε ποιεῖν τι.
    Get a thing done: P. and V. πράσσειν ὅπως τι γενήσεται.
    V. intrans. Become: P. and V. γίγνεσθαι.
    Get at, reach, v. trans.: P. and V. ἐξικνεῖσθαι (gen. or acc.); see reach, met., intrigue with: P. κατασκευάζειν (acc.).
    Get back, recover: P. and V. νακτᾶσθαι, κομίζεσθαι, ναλαμβνειν, P. ἀνακομίζεσθαι, V. κομίζειν; see Recover.
    Get on with, have dealings with: P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.); see have dealings with, under Dealings.
    Difficult to get on with: V. συναλλάσσειν βαρύς.
    Get off, be acquitted: P. and V. φεύγειν, σώζεσθαι, Ar. and P. ποφεύγειν.
    Fare ( after any enterprise): P. and V. παλλάσσειν, πέρχεσθαι, V. ἐξαπαλλάσσεσθαι.
    Do you think after cheating us that you should get off scot free: Ar. μῶν ἀξιοῖς φενακίσας ἡμᾶς ἀπαλλαγῆναι ἀζήμιος (Pl. 271).
    Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).
    What troubles I've got myself into: Ar. εἰς οἷʼ ἐμαυτὸν εἰσεκύλισα πράγματα (Thesm. 651).
    Get out of: see Quit, Escape.
    Get out of what one has said: P. ἐξαπαλλάσσεσθαι τῶν εἰρημένων (Thuc. 4, 28), ἐξαναχωρεῖν τὰ εἰρημένα (Thuc. 4, 28).
    Get round, cheat: Ar. περιέρχεσθαι (acc.).
    Get over: see under Over.
    Get the better of: P. πλεονεκτεῖν (gen.), πλέον ἔχειν (gen.), πλέον φέρεσθαι (gen.); see Conquer.
    Get the worst of it: P. and V. ἡσσᾶσθαι, P. ἔλασσον ἔχειν, ἐλασσοῦσθαι.
    Get to: see Reach.
    Get together, v. trans.: P. συνιστάναι; see Collect.
    Get up, contrive fraudulently: P. κατασκευάζειν; see trump up.
    Prepare: P. and V. παρασκευάζειν; see Prepare.
    I got you up ( dressed you up) as Hercules in fun: Ar. σὲ παίζων... Ἡρακλέαʼ ʼνεσκευασα (Ran. 523).
    V. intrans. Rise up: P. and V. νίστασθαι, ἐξανίστασθαι, V. ὀρθοῦσθαι.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Get

  • 7 о

    о I
    (об, обо) предлог Α. с вин. п.
    1. (для обозначения соприкосновения) είς, μέ:
    опираться о край стола ἀκουμπῶ στήν ἄκρη τοῦ τραπεζιοῦ· биться головой о стену χτυπώ τό κεφάλι μου στον τοίχο·
    2. (при повторении существительного означает «рядом-»):
    рука о́б руку χέρι μέ χέρι· бороться бок ὁ бок ἀγωνίζομαι μαζί, ἀγωνίζομαι πλαΐ πλάι· В. с предл. ἡ. ί. (относительно) γιά, περί:
    говорить о чем-л. (ό)μιλῶ γιά κάτι· она не думает о нас (αυτή) δέν μᾶς σκέπτεται· лекция о греческой литературе διάλεξη γιά τήν ἐλληνική λογοτεχνία·
    2. (в смысле «имеющий») уст. μέ:
    о двух головах μέ δυό κεφάλια, δικέφαλος· стол о трех но́жках τραπέζι μέ τρία πόδια· ◊ об эту пору αὐτόν τόν καιρό.
    о II
    межд
    1. (при обращении и при восклицательных словах) &\:
    о, позор I & τί ντροπή!, ῶ τί ρεζιλίκι!·
    2. (для выражения удивления, восхищения) ῶ!:
    о, как хорошо́! ὦ, τί καλά!·
    3. (для выражения неприятных чувств) ῶχ!

    Русско-новогреческий словарь > о

  • 8 палец

    пал||ец
    м τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:
    большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ.

    Русско-новогреческий словарь > палец

  • 9 на

    на 1
    πρόθ. με αιτ. και, προθτ.
    1. επάνω, επί, στον, στην, στο κ.τ.τ. положить книгу на стол βάζω το βιβλίο πάνω στο τραπέζι.• на землю, на земле (πάνω) στη γη•

    наклеить марку на конверт κολλώ γραμματόσημο στο φάκελλο•

    на полу, на пол στο πάτωμα•

    на улицу, на улице στο δρόμο•

    на сущу, на суще στην ξηρά.

    2. μέσα, εντός, εις, στον, στην, στο κ.τ.τ. первый работник на селе ο πρωτοπόρος της δουλειάς στο χωριό•

    тоска на сердце θλίψη στην καρδιά•

    служить на флоте υπηρετώ στο στόλο•

    идти на свадьбу πηγαίνω στο γάμο•

    идти на завод πηγαίνω στο εργοστάσιο•

    пришли на память прошлогодние события ήρθαν στη μνήμη τα περσινά γεγονότα ή θυμήθηκα τα περσινά γεγονότα.

    3. (κατεύθυνση) προς, κατά•

    окна на восток παράθυρα κατά την ανατολή•

    дверь на улицу πόρτα κατά το δρόμο•

    посмотреть на него κοιτάζω προς αυτόν.

    4. (επαφή σύγκρουση) επί, επάνω στον, στην, στο κ.τ.τ. наскочить на забор προσκρούω στον περίβολο•

    наткуться на камень σκοντάφτω στην πέτρα.

    5. (ομοιότητα)• προς, με• σαν•

    беспокойство похожее на страх ταραχή που μοιάζει με φόβο.

    6. (χρόνος)• τον, την, το• στον, στην, στο κ.τ.τ. на 15 июля назначен митинг την (στις) 15 Ιούλη καθορίστηκε συλλαλητήριο•

    на той неделе την ερχόμενη εβδομάδα•

    на следующий день την επόμενη (μέρα)•

    на другое утро το άλλο πρωί•

    на каникулах (σ)τις διακοπές.

    || προς•

    в ночь с 24 на 25 декабря тц νύχτα της 24 προς την 25 Δεκέμβρη.

    || σε•

    со дня на день από μέρα σε μέρα•

    с часу на час από ώρα σε ώρα.

    7. κατά, ως προς•

    мягкий на ощупь μαλακός (κατά) την αφή.

    8. (σκοπός• αφορμή) ως, για, δια•

    подарить на память δωρίζω για ενθύμιο•

    подарок на день рождения δώρο για τα γενέθλια•

    на всякий случай για κάθε ενδεχόμενο•

    деньги на ремонт χρήματα για επισκευή.

    9. (ειδικότητα, επάγγελμα) για•

    буду учиться на лётчика θα μάθω (σπουδάσω) για αεροπόρος.

    10. (αιτία) για, δια•

    спосибо на добром слове ευχαριστώ για τα καλά λόγια.

    11. χάρη, για, προς•

    на славу για δόξα•

    на страх για φόβο•

    родиться на горе γεννιέμαι για πίκρες.

    12. (τρόπο) με, κατά•

    на старинный образец κατά τον παλαιό τύπο (υπόδειγμα)•

    на скаку με καλπασμό, καλπάζοντας κατά τον καλπασμό•

    на бегу τρέχοντας• κατά το τρέξιμο•

    на лету πετώντας, στο πέταγμα, στον αέρα•

    на ходу πηγαίνοντας, βαδίζοντας, κινούμενος.

    || (επί βαθμολογίας) για•

    сдать экзамен на отлично δίνω εξετάσεις (για) άριστα.

    13. (συνθήκες, κατάσταση)• με•

    на пустой ή на голодный желудок με αδειανό το στομάχι.

    || από, εκ•

    на память από μνήμης;

    14. με•

    дверь закрыта на замок η πόρτα είναι κλεισμένη με κλείδωνιά•

    она одета на меху αυτή είναι ντυμένη με γούνα•

    ходить на костылях βαδίζω με τα δεκανίκια•

    жарить на масле τηγανίζω με λάδι•

    мы поедем на пароходе θα ταξιδέψομε με το πλοίο•

    играть на деньги παίζω με χρήματα.

    15. (αύξηση, μείωση, διαίρεση κλπ.) περί, κατά•

    продвинуться на 200 метров προωθούμαι κατά 200 μέτρα•

    на 10 лет моложе брата κατά δέκα χρόνια μικρότερος από τον αδερφό.

    || (για ποσοτική διαφορά) κατά, για•

    я опоздал на 10 минут εγώ άργησα κατά 10 λεπτά•

    отступить на два шага υποχωρώ κατά δυο βήματα.

    16. εναντίον, κατά•

    жаловаться на директора παραπονούμαι κατά του διευθυντή.

    || μπροστά, εμπρός•

    это про-изходило на моих глазах αυτό γινόταν μπροστά στα μάτια μου.

    17. (αφθονία, πλήθος) επί, επάνω•

    ухаб на ухабе πλήθος λακκούβες, η μιά κοντά στην άλλη•

    дыра на дыре τρύπα στην τρύπα (η μια κοντά στην άλλη).

    на 2
    (μόριο με σημ. κατηγ.) να (πάρε, πιάσε)•, возьми να, πάρε•, лови να, πιάσε•, это тебе να, αυτό είναι για σένα.
    εκφρ.
    вот (тебе и) наκ. (απλ.) вот те на (για κάτι απροσδόκητο, παράξενο) να λοιπόν, νάτα μας, αυτό μας έλειπε ακόμα•
    на-ка (-поди); (да и) на-поди – (απλ.) (για αγανάκτηση)1 ωρίστε μας.

    Большой русско-греческий словарь > на

  • 10 о

    о 1, об, обо
    πρόθεση με αιτ. κ. προθτ. πτ.
    1. (με αιτ.) εις, σε και άρθρο: στον, στην, στο, στους, στις, στα•

    удариться о камень χτυπώ στην πέτρα•

    испачкаться ос стену λερώνομαι στον τοίχο•

    опереться о перила στηρίζομαι στα κάγκελα•

    сломить палку о колено σπάζω το παλούκι στο γόνατο.

    2. με επανάλειψη του ουσ. σχηματίζει επιρρημαρικούς συνδυασμούς: πολύ κοντά, δίπλα, έγγιστα, πλάι-πλάι, κολλητά με•

    плечо о плечо πλάτη με πλάτη•

    рука об руку χέρι με χέρι•

    бок о бок πλάι-πλάι.

    3. (για χρόνο) σε, κατά•

    об эту пору σ αυτόν τον καιρό (εποχή)•

    вчера о полдень χτες κατά το μεσημέρι.

    4. (με προθτ.) περί, για, ως προς•

    плакать о погибших κλαίω (για) τους πεσόντες•

    говорить о событиях μιλώ για τα γεγονότα•

    она думает обо мне αυτή σκέφτεται (για) εμένα•

    напишу твоему отцу обо всем θα τά γράψω όλα στον πατέρα σου•

    переговоры о мире διαπραγματεύσεις για την ειρήνη.

    5. παλ. για αριθμητική ποσότητα με•

    каменный дом о пяти комнатах λιθόκτιστο σπίτι με πέντε δωμάτια•

    дом о трёх этажах σπίτι τριώροφο.

    6. περί, κατά•

    о заре κατά την αυγή•

    о празднике κατά τη γιορτή.

    о 2
    επιφ.
    1. (για κλήση, αναφώνηση, θαυμασμό), ω! τι!•

    о позор! τι ντροπή!•

    о, муза! ω, μούσα!

    2. (για αισθήματα πόνου, απελπισίας κ.τ.τ.) ω, όι•

    о-о! больно όι-όι! Πονά.

    3. (με επιτακτική σημ.) ω•

    о да! ω ναι!, ω μάλιστα!•

    о нет! α όχι!

    Большой русско-греческий словарь > о

  • 11 About

    prep.
    of time or place. P. and V. περ (acc.), V. ἀμφ (acc.) (rare P.). Of time, also P. and V. κατ (acc.).
    About this very time: P. ὑπʼ αὐτὸν τὸν χρόνον.
    Near: P. and V. πρός (dat.), ἐπ (dat.)
    About one's knees: V. ἀμφ γούνασι (Eur., Alc. 947).
    Concerning: P. and V. περ (acc. or gen.), V. ἀμφ (gen. or dat.).
    After verbs expressing anxiety, fear, etc.: P. and V. περ (dat.), ἀμφ (dat.), πέρ (gen.).
    For the sake of: P. and V. ἕνεκα (gen.), δι (acc.), χριν (gen.) (Plat.), πέρ (gen.), Ar. and V. οὕνεκα (gen.), ἕκατι (gen.), V. εἵνεκα (gen.).
    ——————
    adv.
    Round about, around: P. and V. πέριξ (rare P.), κύκλῳ.
    Nearly: P. and V. σχεδόν, σχεδόν τι.
    With numbers: P. μάλιστα, ὡς, or use prep., P. ἀμφί (acc.), περί (acc.), P. and V. εἰς (acc.).
    What are you about? P. and V. τί πάσχεις;
    Be about to: P. and V. μέλλειν (infin.).
    Bring it about that: see Effect.
    Come about: see Happen.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > About

  • 12 Confer

    v. trans.
    P. and V. προστιθέναι, προσφέρειν, P. ἀπονέμειν; see Give.
    A foolish favour did Adrastus confer on you: V. ἀμαθεῖς Ἄδραστος χάριτας ἔς σʼ ἀνήψατο (Eur. Phoen. 569).
    Confer ( with), have conference ( with): P. and V. συγγίγνεσθαι (dat.), συνέρχεσθαι (dat.), συμμιγνύναι (dat.), Ar. and P. διαλέγεσθαι (dat.), P. κοινολογεῖσθαι (dat.), V. εἰς λόγους ἔρχεσθαι (dat.), (cf. Ar. Nub. 470), δι λόγων ἀφικνεῖσθαι (dat.).
    I would confer with him touching my own and state affairs: V. οἰκεῖα καὶ κοινὰ χθονὸς θέλω πρὸς αὐτὸν συμβαλεῖν βουλεύματα (Eur. Phoen. 692).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Confer

  • 13 Open

    adj.
    Sincere, frank: P. and V. ἁπλοῦς, ἐλεύθερος, P. ἐλευθέριος.
    Of things, free, open to all: P. and V. κοινός.
    Open to all-comers: V. πάγξενος (Soph., frag.).
    As opposed to secret: P. and V. ἐμφανής, φανερός. P. προφανής; see Manifest.
    Confessed: P, ὁμολογούμενος.
    Of country, treeless: P. ψιλός.
    Flat: P, ὁμαλός.
    Of a door, gate, etc.: P. and V. νεωγμένος (Eur., Hipp. 56), V. νασπαστός (Soph., Ant. 1186).
    Unlocked: P. and V. ἄκλῃστος.
    Unfenced: P. ἄερκτος (Lys.).
    Of space, as opposed to shut in: P. and V. καθαρός.
    In the open air: use adj., P. and V. παίθριος, V. αἴθριος (Soph., frag.), also P. ἐν ὑπαίθρῳ.
    Live in the open: P. θυραυλεῖν, ἐν καθαρῷ οἰκεῖν.
    Open boat: P. πλοῖον ἀστέγαστον.
    Open order, march in open order: P. ὄρθιοι πορεύεσθαι (Xen.).
    The open sea, subs.: P. and V. πέλαγος, τό.
    In the open sea: use adj., P. and V. πελγιος, P. μετέωρος.
    Keep in the open sea, v.:P. μετεωρίζεσθαι.
    Open space, subs.: P. εὐρυχωρία, ἡ.
    Wishing to attack in the open: P. βουλόμενος ἐν τῇ εὐρυχωρίᾳ ἐπιθέσθαι (Thuc. 2. 83).
    Exposed: P. and V. γυμνός; see Exposed.
    Undecided: P. ἄκριτος.
    It is an open question, v.:P. ἀμφισβητεῖται.
    Open to, liable to: P. ἔνοχος (dat.).
    We say you will lay yourself open to these charges: P. ταύταις φαμέν σε ταῖς αἰτίαις ἐνέξεσθαι (Plat., Crito, 52A).
    Be open to, admit of v.:P. and V. ἔχειν (acc.), P. ἐνδέχεσθαι (acc.).
    Be open to a charge of: P. and V. ὀφλισκνειν (acc.).
    Open to ( conviction): use P. and V. ῥᾴδιος (πείθειν).
    Open to doubt: P. ἀμφισβητήσιμος; see Doubtful.
    It is open to, ( allowable to), v.: P. and V. ἔξεστι (dat.), ἔνεστι (dat.), πρεστι (dat.), πρα (dat.), παρέχει (dat.), Ar. and P. ἐκγίγνεται (dat.), ἐγγίγνεται (dat.), P. ἐγχωρεῖ (dat.).
    Get oneself into trouble with one's eyes open: P. εἰς προὖπτον κακὸν αὑτὸν ἐμβαλεῖν (Dem. 32).
    ——————
    v. trans.
    P. and V. νοιγνναι, νοίγειν, διοιγνύναι, διοίγειν, V. οἰγνύναι, οἴγειν, ναπτύσσειν.
    Keys opened the gates without mortal hand: V. κλῇδες δʼ ἀνῆκαν θύρετρʼ ἄνευ θνητῆς χερός (Eur., Bacch. 448).
    Open a little way: Ar. and V. παροιγνύναι, παροίγειν.
    Unfasten: P. and V. λειν. Ar. and V. χαλᾶν (rare P.).
    Open ( eyes or mouth): P. and V. λειν, V. οἴγειν, ἐκλειν.
    He said no word in protest nor even opened his lips: P. οὐκ ἀντεῖπεν οὐδὲ διῆρε τὸ στόμα (Dem. 375 and 405).
    Open ( a letter): P. and V. λειν (Thuc. 1, 132).
    Open ( a letter) secretly: P. ὑπανοίγειν.
    Open old sores: P. ἑλκοποιεῖν (absol.).
    Open ( a vein): P. σχάζειν (Xen.).
    Begin, start: P. and V. ἄρχειν (gen.); see Begin.
    Open a case ( in law): P. and V. εἰσγειν δκην.
    Disclose: P. and V. ποκαλύπτειν, V. διαπτύσσειν (Plat. also but rare P.), ναπτύσσειν, νοίγειν, Ar. and V. ἐκκαλύπτειν; see Disclose.
    If I shall open my heart to my present husband: V. εἰ... πρὸς τὸν παρόντα πόσιν ἀναπτύξω φρένα. (Eur., Tro. 657).
    V. intrans. P. and V. νοίγνυσθαι, νοίγεσθαι, διοίγνυσθαι, διοίγεσθαι.
    Begin: P. and V. ἄρχεσθαι.
    A room having its entrance opening to the light: P. οἴκησις... ἀναπεπταμένην πρὸς τὸ φῶς τὴν εἴσοδον ἔχουσα (Plat., Rep. 514A).
    Open up ( a country): P. and V. ἡμεροῦν; see Clear.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Open

  • 14 Publicly

    adv.
    P. δημοσίᾳ.
    In sight of all: P. προδήλως.
    He must speak publicly what he would say: V. δεῖ δʼ αὐτὸν λέγειν εἰς φῶς ὃ λέξει (Soph., Phil. 580).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Publicly

  • 15 Singly

    adj.
    One by one: P. καθʼ ἕνα.
    Each separately: P. καθʼ ἕκαστον.
    By oneself: P. and V. αὐτός, καθʼ αὑτόν.
    Unaided, alone: use adj.: P. and V. μόνος, εἷς, V. μοῦνος.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Singly

  • 16 Trouble

    subs.
    Anxiety: P. and V. φροντς, ἡ, Ar. and V. μέριμνα, ἡ, V. σύννοια, ἡ, μέλημα, τό, ὄτλος, ὁ.
    Distress: P. and V. λύπη, ἡ, ἀχθηδών, ἡ, να, ἡ.
    Sorrow: P. ταλαιπωρία, ἡ, Ar. and V. πόνος, ὁ, χος, τό, V. πῆμα, τό, ἆθλος, ὁ, πημονή, ἡ, δύη, ἡ, οἰζς, ἡ.
    Bother: P. and V. ὄχλος, ὁ, δυσχέρεια, ἡ, Ar. and P. πράγματα, τά.
    Free from trouble, adj.: V. πήμων, πενθής.
    You would have been free from all subsequent troubles: P. πάντων τῶν μετὰ ταῦτʼ ἂν ἦτε ἀπηλλαγμένοι πραγμάτων (Dem. 11).
    Labour, effort: P. and V. πόνος, ὁ, Ar. and V. μόχθος, ὁ, V. ἆθλος, ὁ, κματος, ὁ.
    Without trouble: P. ἀκονιτί, ἀπόνως, V. μοχθ, P. and V. ἀπραγμόνως (Eur., frag.).
    With little trouble: V. βραχεῖ σὺν ὄγκῳ.
    Take trouble, v.: P. and V. σπουδάζειν; see take pains, under Pains (Pain).
    Difficulty doubt: P. and V. πορία, ἡ.
    met., of sickness: P. πόνος, ὁ (Thuc. 2, 49), or use P. and V. τὸ κακόν.
    Cause trouble, v.: Ar. and P. πράγματα παρέχειν, P. παραλυπεῖν; see trouble, v.
    Be in trouble: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.), P. κακοπαθεῖν.
    Be troubled: P. and V. πονεῖν, κάμνειν.
    Get oneself into trouble: P. εἰς κακὸν αὑτὸν ἐμβάλλειν (Dem. 32).
    Zeal, energy: P. and V. σπουδή, ἡ.
    Troubles, difficulties: P. and V. κακ, τά, πθη, παθήματα, τά, P. τὰ δυσχερῆ, τὰ ἄπορα, V. τἀμήχανον, τὰ δύσφορα, τὰ δυσφόρως ἔχοντα, μοχθήματα, τά, παθαί, αἱ, Ar. and V. πόνοι, οἱ.
    Disturbance: P. ταραχή, ἡ, V. ταραγμός, ὁ, τραγμα, τό.
    ——————
    v. trans.
    Disturb: P. and V. ταράσσειν, θράσσειν (Plat. but rare P.), ὄχλον παρέχειν (dat.), Ar. and P. ἐνοχλεῖν (acc. or dat.), πράγματα παρέχειν (dat.), V. ὀχλεῖν, Ar. and V. στροβεῖν, κλονεῖν, P. διοχλεῖν.
    Distress: P. and V. λυπεῖν, νιᾶν, Ar. and P. ποκναίειν; see Distress.
    I do not trouble: P. and V. οὔ μοι μέλει.
    Trouble about: P. and V. σπουδάζειν περ or πέρ (gen.), φροντίζειν (gen.), P. περὶ πολλοῦ ποιεῖσθαι, V. σπουδὴν ἔχειν (gen.).
    Not to trouble about: use disregard.
    Be troubled, be in doubt: P. and V. πορεῖν, μηχανεῖν (rare P.).
    Be distressed: P. and V. κάμνειν, βαρύνεσθαι, πονεῖν; see under Distress.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Trouble

См. также в других словарях:

  • ГРИГОРИЙ БОГОСЛОВ — [Назианзин; греч. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὁ Ναζιανζηνός] (325 330, поместье Арианз (ныне Сиврихисар, Турция) близ Карвали (ныне Гюзельюрт), к югу от г. Назианза, Каппадокия 389 390, там же), свт. (пам. 25 янв., 30 янв. в Соборе Трех святителей; пам …   Православная энциклопедия

  • Hermanos de Jesús — Los hermanos de Jesús de Nazaret son mencionados en algunos pasajes del Nuevo Testamento, y, especialmente, en los evangelios canónicos (en concreto, 2 veces en el Evangelio de Mateo, 2 en el Evangelio de Marcos, 1 en el Evangelio de Lucas y 2 en …   Wikipedia Español

  • Geflügelte Worte (Antike) — Alpha und Omega, Anfang und Ende, kombiniert zu einem Buchstaben Diese Liste ist eine Sammlung alt und neugriechischer Phrasen, Sprichwörter und Redewendungen. Sie beschreibt ihren Gebrauch und gibt, wo möglich, die Quellen an. Graeca non… …   Deutsch Wikipedia

  • ЕПИФАНИЙ КИПРСКИЙ — [греч. ᾿Επιφάνιος ὁ τῆς Κύπρου; лат. Epiphanius Constantiensis in Cypro], свт. (пам. 12 мая) (ок. 315, сел. Бесандука, Палестина 12 мая 403), еп. г. Констанции (древний Саламин, ныне пригород Фамагусты, Кипр), отец и учитель Церкви, богослов… …   Православная энциклопедия

  • Papyrus 6 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 6 …   Deutsch Wikipedia

  • Minuscule 482 (Gregory-Aland) — New Testament manuscripts papyri • uncials • minuscules • lectionaries Minuscule 482 John Evangelist folio 226 verso …   Wikipedia

  • ЕВАНГЕЛИЕ. ЧАСТЬ I — [греч. εὐαγγέλιον], весть о наступлении Царства Божия и спасении человеческого рода от греха и смерти, возвещенная Иисусом Христом и апостолами, ставшая основным содержанием проповеди христ. Церкви; книга, излагающая эту весть в форме… …   Православная энциклопедия

  • Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία — (ή απλώς Καθολική ή Δυτική). Η χριστιανική Εκκλησία που υπάγεται στον πάπα της Ρώμης. Στην Ελλάδα παλιότερα χρησιμοποιούνταν ο όρος Δυτική ή Παπική Εκκλησία· ο όρος Δυτική όμως δεν είναι ορθός, γιατί στη Δύση υπάρχουν και άλλες Εκκλησίες, όπως οι …   Dictionary of Greek

  • έρωτας — Έλξη ενός προσώπου προς το άλλο. Ενώ οι περισσότεροι από τους φιλόσοφους της ελληνορωμαϊκής αρχαιότητας έβλεπαν τον έ. κυρίως από τη φυσική του πλευρά, ο Σωκράτης, ο Πλάτων, ο Αριστοτέλης, οι στωικοί, και ο Πλούταρχος είδαν τον έ. από πιο… …   Dictionary of Greek

  • Liste griechischer Phrasen/Kappa — Kappa Inhaltsverzeichnis 1 Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· …   Deutsch Wikipedia

  • παριστάνω — και παρασταίνω / παριστάνω και παρίστημι και παριστῶ, άω, ΝΜΑ νεοελλ. 1. εικονίζω, εμφανίζω παράσταση, ζωγραφίζω, απεικονίζω (α. «η εικόνα παριστάνει τη Γέννηση τού Χριστού» β. «ανάγλυφον παριστών την Αθηνά») 2. (για ηθοποιούς) υποδύομαι έναν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»