-
1 ειδοποιηθείσαν
-
2 εἰδοποιηθεῖσαν
См. также в других словарях:
εἰδοποιηθεῖσαν — εἰδοποιέω endue with form aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
1 ειδοποιηθείσαν
2 εἰδοποιηθεῖσαν
εἰδοποιηθεῖσαν — εἰδοποιέω endue with form aor part pass fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)