-
81 τίλσις
-
82 τήρησις
-
83 τῆξις
τῆξις, εως, ἡ, das Schmelzen, Auflösen, Plut. Symp. 3, 10, 2; die Erschöpfung, Zerstörung, Sp.; Hesych. erkl. φϑίσις, νόσος.
-
84 τῆλις
-
85 φως-φόρος
-
86 φιαρός
φιαρός, ion. φιερός, leuchtend, glänzend, hell; nach Galen λαμπρὸς ὑπὸ ὑγρότητος; Nic. φιαρὴν δὲ ποτοῠ ἀποαίνυσο γρῆ ϋν Al. 91, von der Fetthaut auf der stehenden Milch, Schol. τὸν πεπηγότα ἀφρὸν τοῠ γάλακτος; vgl. Philostr. imagg. 1, 31 und Theocr. bei Ath. VI, 284 a; übh. fett, ὄρνις Nic. Al. 387; auch, wie λιπαρός, von der glänzenden Oberfläche des Leibes od. einzelner Glieder, die in frischer Gesundheit u. jugendlicher Fülle strotzen. φιαρωτέρα ὄμφακος ὠμῆς Theocr. 11, 21, von einem jungen Mädchen gesagt. – Schon die Alten leiteten es von φάος ab, schwerlich richtig, obgleich im E. M. aus Callim. φιαρὴ τῆμος ἀνέσχεν ἕως angeführt wird, Andere von πῖαρ, πιαρός. – Buttmann nimmt zwei Grundbedeutungen an, die eine von φῶς, wie μνιαρός von μνοῠς gebildet, die andere von φύω, wie ϑίασος von ϑύω, compact, fest.
-
87 φάτις
φάτις, εως, ion. ιος, ἡ, Sage, Rede, Gerücht, Od. 21, 323; φάτις μνηστήρων, das Gerücht von den Freiern, 23, 262; Pind. ἐχϑρὰ Φάλαριν κατέχει φάτις, P. 1, 96, u. öfter; wie Her., ἡ φάτις ἔχει μιν, die Sage geht von ihnen, 7, 3. 8, 94; κατὰ φάτιν 2, 102; auch ἔχει τινὰ φάτιν ἀνὴρ Ἑφέσιος 9, 84; vgl. Eur. Hel. 251; πολύστονος Aesch. Eum. 358; φάτιν φέρειν, ein Gerücht verbreiten, Ag. 9, wie Soph. El. 56 Ai. 813; νεάγγελτος Aesch. Ch. 725; φάτιν κλύειν Soph. Ai. 857, vgl. O. R. 715 Ai. 954; φάτις ἕρπεται Ant. 696, vgl. Ai. 173. 186; auch die Sprache selbst, Ἕλλην' ἐπίσταμαι φάτιν Aesch. Ag. 1227; vgl. φάτιν βαρεῖαν εἰπεῖν Soph. Phil. 1034; – Nachrede, Ruf, ἐσϑλή Od. 6, 29, ἀστῶν βαρεῖα Aesch. Ag. 444. – Vom Orakel, ἀπὸ ϑεσφάτων Aesch. Ag. 1103; Soph. O. R. auch ἀπ' οἰωνῶν φάτις, 310; Eur. Phoen. 23. – Pind. P. 3, 112 Νέστορα καὶ Σαρπηδόν', ἀνϑρώπων φάτις, die von den Menschen gerühmt werden; u. so bei Soph. Trach. 690, δέρκομαι φάτιν ἄφραστον ἀξύμβλητον ἀνϑρώπῳ μαϑεῖν, die Sache selbst, von der gesprochen wird.
-
88 φώρᾱσις
φώρᾱσις, εως, ἡ, das Ausspüren od. Entdecken eines Diebes, übh. einer verborgenen Sache, das Ertappen auf der That (?).
-
89 φώνησις
φώνησις, εως, ἡ, das Tönen, Reden, Rufen.
-
90 φώλευσις
φώλευσις, εως, ἡ, = φωλεία, Ael. H. A. 16, 15.
-
91 φῶς
φῶς, τό, gen. φωτός, zsgz. aus φάος, τὰ φῶτα hat Strab., u. E. M. auch dat. sing. φῷ für φωτί, – das Licht; das Tageslicht, das Lebenslicht, εἰς φῶς ἔρχεσϑαι, an's Licht, an's Licht der Welt kommen, εἰς φῶς ἄγειν, an's Licht bringen; πέμψατ' ἔνερϑεν ψυχὴν ἐς φῶς Aesch. Pers. 622; vgl. Soph. πεισϑήσομαι γὰρ κἀξ Ἅιδου ϑανὼν πρὸς φῶς ἀνελϑεῖν, Phil. 621; u. in anderer Uebertragung, δεῖ δ' αὐτὸν λέγειν εἰς φῶς ὃ λέξει 577 (s. φάος); φῶς γίγνεται, es wird Tag, Plat. Prot. 311 a; Aesch. Ag. 270; Soph. O. R. 1183; ἕως ἔτι φῶς ἐστιν Plat. Phaed. 89 c; ἐκ φωτὸς εἰς σκότος μεϑισταμένων Rep. VIII 518 a; ὡς φῶς οὐ δέον ὁρᾶν αὐτά Phil. 66 a; φῶς ποιεῖν Xen. Hell. 6, 2,17; κατὰ φῶς, bei Tage, Cyr. 3, 3,25.
-
92 χαράκωσις
-
93 χελῑδονιδεύς
χελῑδονιδεύς, έως, ὁ, junge Schwalbe, Sp.
-
94 χείρωσις
χείρωσις, εως, ἡ, das Ueberwältigen, Bezwingen, Plat. Ep. VII, 332 a u. Sp. wie D. Cass.
-
95 χαλίνωσις
χαλίνωσις, εως, ἡ, das Zäumen od. Aufzäumen, Xen. equ. 3, 11.
-
96 χηνιδεύς
χηνιδεύς, έως, ὁ, die junge Gans, Ael. H. A. 7, 47.
-
97 χηνιδής
χηνιδής, έως, ὁ, = Vorigem (?), vgl. Bast epist. crit. p. 57.
-
98 χλίανσις
χλίανσις, εως, ἡ, das Erwärmen, Erweichen (?).
-
99 χάλασις
χάλασις, εως, ἡ, das Nachlassen, Loslassen, καὶ ἄνεσις Plat. Rep. IX, 590 b; – dah. das Abspannen, Erschlaffen, Schlaffwerden; ἄρϑρων, Verrenkung, Diosc.; – Erweiterung einer zusammengezogenen Oeffnung, id.
-
100 χήρωσις
χήρωσις, εως, ἡ, Beraubung, Verwaisung, Schol. Soph. El. 308.
См. также в других словарях:
ἕως — indeclform (conj) ἠώς dawn fem acc pl (attic) ἠώς dawn fem nom/voc pl (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem gen sg (attic doric aeolic) ἠώς dawn fem nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έως — Γένος πτηνών της οικογένειας των ψιττακιδών. Πρόκειται για μικρούς παπαγάλους με χρώμα πορτοκαλί ή ανοιχτό κόκκινο. Το ράμφος τους είναι γαμψό και μυτερό και το πάνω σαγόνι τους κινητό. Στα πόδια τους έχουν δύο δάχτυλα εμπρός και δύο πίσω και για … Dictionary of Greek
έως — πρόθ., ίσαμε, ως … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐῷς — ἐάω suffer pres opt act 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑώς — ἑός his masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πήχυς — εως, ο / πῆχυς, εως και εος, ΝΜΑ, και πήχη, η, ΝΜ, και πήχης, ο, και πήχυ ή πήχι, ιού, το, Ν, αιολ. τ. πᾱχυς, ὁ, Α το αντιβράχιο, το τμήμα τού χεριού που περιλαμβάνεται από τον αγκώνα έως τον καρπό, έως την πηχεοκαρπική άρθρωση νεοελλ. αρχ. ο… … Dictionary of Greek
στόμις — εως, ὁ, Α (για ίππο) ατίθασος, σκληρόστομος, αυτός που δεν δέχεται το χαλινάρι. [ΕΤΥΜΟΛ. < στόμα + επίθημα ις, εως (πρβλ. γάστρ ις, εως)] … Dictionary of Greek
Φωκαιεύς — έως, ο, ΝΑ, και αττ. τ. Φωκαεύς, έως, Α ο κάτοικος τής Φώκαιας, πόλης τής Μικράς Ασίας αρχ. (με σημ. επιθ.) αυτός που προέρχεται από την παραπάνω πόλη, φωκαϊκός («λαβὼν τριακόσιους στατῆρας Φωκαεῑς», Δημοσθ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < Φώκαια + κατάλ. εύς*] … Dictionary of Greek
μάλις — εως και μάλη, η (AM μᾱλις, ιος) λοιμώδης μεταδοτική νόσος που προσβάλλει κυρίως τα ιπποειδή, αλλά μπορεί να μεταδοθεί και στον άνθρωπο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Παρά τον τ. μάλις, εως μαρτυρείται και τ. μᾱλίς / μηλίς*, ίδος. Και τα δύο δηλώνουν… … Dictionary of Greek
Αιολεύς — ( έως), ο (Α Αἰολεύς) 1. ο κάτοικος τής Αιολίδος 2. ο κάτοικος τής Αιόλης 3. αυτός που ανήκει στην αιολική φυλή. [ΕΤΥΜΟΛ. βλ. αἰόλος. ΠΑΡ. αρχ. αἰολίζω ΙΙ, αἰολικὸς Ι] … Dictionary of Greek
Πολιεύς — έως και ῶς, ὁ, Α (επίκληση τού Διός και άλλων θεών) προστάτης τής πόλης, πολιούχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλις + κατάλ. εύς (πρβλ. ιππ εύς)] … Dictionary of Greek