Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εχθρός

См. также в других словарях:

  • εχθρός — εχθρός, ο και οχτρός, ο 1. αυτός που μας μισεί και τον μισούμε. 2. πολέμιος, αντίπαλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐχθρός — hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εχθρός — ά, ό, αρσ. και εχτρός και οχτρός (ΑΜ ἐχθρός, ά, όν, Μ αρσ. και ὀχθρός και ὀχτρός) 1. αυτός εναντίον τού οποίου αισθάνεται κάποιος έχθρα, μίσος, απέχθεια, αποστροφή («ἐχθρὸς γάρ μοι κεῑνος ὅμως Ἀΐδαο πύλῃσιν», Ομ. Ιλ.) 2. (συν. το αρσ. και θηλ. ως …   Dictionary of Greek

  • ἐχθρά — ἐχθρός hated neut nom/voc/acc pl ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc/acc dual ἐχθρά̱ , ἐχθρός hated fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότερον — ἐχθρός hated adverbial comp ἐχθρός hated masc acc comp sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • οὑχθρός — ἐχθρός , ἐχθρός hated masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροτάτων — ἐχθρός hated fem gen superl pl ἐχθρός hated masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθροτέρως — ἐχθρός hated adverbial comp ἐχθρός hated masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρόν — ἐχθρός hated masc acc sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότατα — ἐχθρός hated adverbial superl ἐχθρός hated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐχθρότατον — ἐχθρός hated masc acc superl sg ἐχθρός hated neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»