Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

εχε

  • 1 любезный

    επ., βρ: -зен, -зна, -зно
    1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•

    -ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•

    любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•

    любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.

    2. αγαπητός• αγαπημένος•

    любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•

    любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•

    слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•

    -ые слова φιλοφρονητικά λόγια.

    3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.
    εκφρ.
    будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση.

    Большой русско-греческий словарь > любезный

  • 2 то-то

    μόριο
    1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•

    то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).

    2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).
    3. να γιατί• γι αυτό.
    4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.
    εκφρ.
    (вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά.

    Большой русско-греческий словарь > то-то

  • 3 Forbear

    v. intrans.
    P. and V. πέχεσθαι, φίστασθαι.
    Forbear, interj.: P. and V. ἐπίσχες, παῦε, P. ἔχε. V. ἴσχε, σχές, παῦσαι; see also Refrain.
    Refrain from bad words: P. and V. εὐφήμει, pl. εὐφημεῖτε.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forbear

  • 4 Hold

    v. trans.
    Have: P. and V. ἔχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.).
    Occupy: P. and V. ἔχειν, κατέχειν.
    Contain, keep in: P. and V. στέγειν.
    Have room for: P. and V. χωρεῖν (acc.) (Eur., Hipp. 941).
    The city can't hold him ( isn't big enough for him): P. ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ (Dem. 579).
    Maintain, preserve: P. and V. φυλάσσειν, σώζειν.
    Stop, check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρκειν, ἐξερκειν, ἐρητειν.
    Grasp: P. and V. λαμβνειν, λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see grasp.
    Hold fast: see cling to.
    Be held fast: V. προσέχεσθαι (pass.) (Eur., Med. 1213).
    Consider, deem: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, γειν, V. νέμειν.
    Be held: P. and V. δοκεῖν.
    Hold (a feast, sacrifice, etc.): P. and V. γειν, ποιεῖν, τιθέναι.
    Hold a meeting: P. and V. σύλλογον ποιεῖν (or mid.).
    Hold an office: Ar. and P. ἄρχειν ἀρχήν, or ἄρχειν alone.
    Hold one's peace: P. and V. σιγᾶν, σιωπᾶν; see keep silence, under Silence.
    V. intrans. Remain firm: P. and V. μένειν.
    All that they put upon their shoulders held there without fastenings: V. ὅποσα δʼ ἐπʼ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετο (Eur., Bacch. 755).
    Maintain an opinion: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.
    Hold good: P. and V. μένειν, ἐμμένειν.
    Hold back: see Restrain.
    Hold by, abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).
    Hold down. — They held me down by the hair: V. κόμης κατεῖχον (Eur., Hec. 1166).
    Hold forth: see Offer.
    Make a speech: Ar. and P. δημηγορεῖν.
    Hold out, stretch forth: P. and V. προτείνειν (acc.), ἐκτείνειν (acc.), ὀρέγειν (Plat.).
    Hold out (hopes, etc.): P. and V. ποτείνειν (acc.), P. παριστάναι (acc.).
    Hold out ( as a threat): P. ἀνατείνεσθαι.
    Hold out ( as an excuse): P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319.), V. προτείνειν, P. προφασίζεσθαι.
    Hold out, not to yield: P. and V. ἀντέχειν, καρτερεῖν, φίστασθαι.
    Last: P. and V. ἀντέχειν, Ar. and P. ἀνταρκεῖν, P. διαρκεῖν.
    Hold out against: P. and V. ἀντέχειν (dat.), φίστασθαι (acc.), V. καρτερεῖν (acc.).
    Hold over: Ar. περέχειν (τί τινος).
    As threat: P. ἀνατείνεσθαί (τί τινι).
    Hold together, v. trans.: P. and V. συνέχειν; v. intrans.: P. συμμένειν.
    For a little while the alliance held together: P. ὀλίγον μὲν χρόνον συνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία (Thuc. 1, 18)
    Hold up: P. and V. νέχειν, Ar. and P. νατείνειν (Xen.); see Lift.
    Hold up ( as example): P. παράδειγμα ποιεῖσθαι (acc.).
    ——————
    interj.
    Stop: P. and V. ἐπίσχες, παῦε, Ar. and P. ἔχε, V. ἴσχε, σχές, παῦσαι (all 2nd pers. sing. of the imperative).
    ——————
    subs.
    Thing to hold by: P. ἀντιλαβή, ἡ.
    Get a hold or grip: P. ἀντιλαβὴν ἔχειν.
    Support: P. and V. ἔρεισμα, τό (Plat.).
    met., handle: ἀντιλαβή, ἡ, P. and V. λαβή, ἡ; see Handle, Influence.
    Custody: P. and V. φυλακή, ἡ.
    Lay hold of: P. and V. λαμβνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβνεσθαι (gen.); see Grasp.
    Hold ( of a ship): Ar. and V. ἀντλία, ἡ, P. ναῦς κοίλη (Dem. 883).

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hold

  • 5 Pause

    v. intrans.
    Cease: P. and V. παύεσθαι, λήγειν (Plat.).
    Delay: P. and V. μέλλειν, ἐπέχειν, ἐπίσχειν, βραδνειν; see Delay.
    ——————
    interj.
    P. and V. παῦε, ἐπίσχες, Ar. and P. ἔχε, V. ἴσχε, σχές, παῦσαι.
    ——————
    subs.
    P. and V. παῦλα, ἡ, νπαυλα, ἡ, P. ἀνάπαυσις, ἡ.
    Breathing space: P. and V. ναπνοή, ἡ, V. ἀμπνοή, ἡ.
    Delay: P. and V. διατριβή, ἡ, τριβή, ἡ; see Delay.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pause

  • 6 Reserve

    v. trans.
    Set apart: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἐξαίρετον ποιεῖσθαι.
    Defer: P. and V. εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Keep back: Ar. and P. ποτθεσθαι.
    Be reserved: P. ἀποκεῖσθαι.
    Keep not the good reserving it for yourself alone: V. μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε (Eur., Or. 451).
    ——————
    subs.
    Resource: P. ἀφορμή, ἡ.
    Be in reserve ( of resources): P. and V. πάρχειν, πεῖναι.
    Troops in reserve: P. οἱ ἐπιτακτοι.
    Place in reserve, v.: P. ἐπιτάσσεσθαι (Thuc. 6, 67).
    Modesty: P. and V. αἰδώς, ἡ..
    Caution: P. and V. εὐλβεια, ἡ.
    With reserve; ( accept) with reserve: P. and V. σχολῇ.
    Reservation: see Reservation.
    If I must speak the truth without reserve: P. εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι (Dem. 280).
    Quiet disposition: Ar. and P. ἀπραγμοσνη, ἡ, ἡσυχία, ἡ, V. τὸ ἡσυχαῖον.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reserve

  • 7 Stay

    subs.
    Support, prop: P. and V. ἔρεισμα, τό.
    met., V. ἔρεισμα, τό, στῦλος, ὁ; see also Bulwark.
    Well, this too is a pleasant stay against hunger: V. ἀλλʼ ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον (Eur., Cycl. 135).
    Rope, forestay: V. πρότονος, ὁ.
    Sojourn: P. ἐπιδημία, ἡ.
    Spending one's time: P. and V. μονή, ἡ, διατριβή, ἡ.
    Putting off: P. and V. ναβολή, ἡ, V. ἀμβολή, ἡ; see Delay.
    Hindrance: P. κώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό; see Hindrance.
    ——————
    v. trans.
    Halt: P. and V. ἱστναι.
    Hinder: P. and V. κωλειν, ἐμποδίζειν, ἐπικωλειν; see Hinder.
    Check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.); see Check.
    Put an end to: P. and V. παύειν, περαίνειν; see End.
    Postpone: P. and V. ναβάλλεσθαι, εἰς αὖθις ποτθεσθαι.
    Stay one's hand: P. and V. πέχεσθαι, φίστασθαι.
    V. intrans.
    Halt: P. and V. ἵστασθαι.
    Wait: P. and V. ἐπέχειν; see also Delay.
    Sojourn: Ar. and P. ἐπιδημεῖν.
    Dwell: P. and V. οἰκεῖν, κατοικεῖν; see Dwell.
    Lodge: Ar. and P. καταλειν, P. κατάγεσθαι.
    Remain: P. and V. μένειν, παραμένειν, ναμένειν, περιμένειν, Ar. and P. καταμένειν, P. διαμένειν, ὑπομένειν, V. μίμνειν, προσμένειν, ἀμμένειν.
    ——————
    interj.
    P. and V. παῦε, ἐπίσχες, Ar. and P. ἔχε, V. παῦσαι, ἴσχε, σχές.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stay

  • 8 Stop

    v. trans.
    Put an end to: P. and V. παύειν, ναπαύειν, ποπαύειν (Plat. but rare P.), Ar. and P. καταπαύειν.
    Prevent: P. and V. κωλειν, ἐπικωλειν, εἴργειν, πείργειν, ἐξείργειν, Ar. and P. κατακωλύειν, διακωλύειν, P. ἀποκωλύειν, V. κατείργειν.
    Check: P. and V. ἐπέχειν, κατέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρύκειν, ἐξερύκειν, ἐρητειν.
    Interrupt: Ar. and P. διαλύειν; interrupt.
    Cease from: P. and V. παύεσθαι (gen.), ναπαύεσθαι (gen.), νιέναι (acc. or gen.); see cease from.
    Delay: P. and V. ναβάλλεσθαι; see Delay.
    Stop the clock: P. ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ (Lys. 166).
    Stop ( a person's) mouth: P. ἐμφράσσειν στόμα, Ar. ἐπιβειν στόμα; see Close.
    V. intrans.
    Cease: P. and V. παύεσθαι, ναπαύεσθαι, λήγειν (Plat.), ἐπέχειν (Dem. 1108), ἐκλείπειν, V. ἐκλιμπνειν, ἐκλήγειν, P. ἀπολήγειν (Plat.); see Cease.
    Halt: P. ἐφίστασθαι, P. and V. ἵστασθαι.
    Rest, remain: P. and V. μένειν; see Remain.
    Take rest: P. and V. ναπαύεσθαι, P. διαπαύεσθαι (Plat.).
    Lodge: Ar. and P. καταλειν, P. κατγεσθαι.
    Stop up ( a hole): Ar. βειν, ἐμβύειν, ἐπιβειν, πακτοῦν.
    Block up: P. and V. φράσσειν, κλῄειν, συγκλῄειν, ποκλῄειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν, Ar. and P. κατακλῄειν.
    ——————
    interj.
    P. and V. παῦε, ἐπίσχες, Ar. and P. ἔχε, V. παῦσαι, ἴσχε, σχές.
    ——————
    subs.
    Cessation: P. and V. παῦλα, ἡ, νπαυλα, ἡ, διλυσις, ἡ, P. ἀνάπαυσις, ἡ.
    Delay: P. and V. μονή, ἡ, τριβή, ἡ, διατριβή, ἡ, P. ἐπιμονή, ἡ; see Delay.
    Halt: P. ἐπίστασις, ἡ (Xen.), ἐπίσχεσις, ἡ.
    Obstacle: P. κώλυμα, τό; see Obstacle.
    Put a stop to: use stop, v.

    Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stop

  • 9 elveda

    (για πάντα) αντίο, έχε γεια

    Türkçe-Yunanca Sözlük > elveda

  • 10 have

    1) έχε
    2) έχετε
    3) έχουμε
    4) έχω

    English-Greek new dictionary > have

См. также в других словарях:

  • εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… …   Dictionary of Greek

  • ἔχε — ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • 'χε — ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχεν — ἔχε̄ν , ἔχω check pres inf act (epic doric) ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἔχες — ἔχε̄ς , ἔχω check pres ind act 2nd sg (doric) ἔχω check imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης …   Dictionary of Greek

  • Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… …   Wikipedia

  • εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… …   Dictionary of Greek

  • εχεδημία — ἐχεδημία, ἡ (Α) αρχαία ονομασία τής Ακαδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όνομα Εχέ δημος (< εχε * < έχω Ι + δήμος)] …   Dictionary of Greek

  • θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… …   Dictionary of Greek

  • ἔχ' — ἔχι , ἔχις viper masc voc sg ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐκά , ἐκάς fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»