-
1 любезный
επ., βρ: -зен, -зна, -зно1. φιλόφρονος, -νητικός, πρόσχαρος• κοπλιμεντόζικος•-ое обращение φιλόφρονη συμπεριφορά•
любезный поклон φιλόφρονη υπόκλιση•
любезный жест φιλόφρονη χειρονομία.
2. αγαπητός• αγαπημένος•любезный читатель! αγαπητέ αναγνώστη!•
любезный сын мой αγαπημένο μου παιδί•
слушай, любезный άκουσε, αγαπητέ•
-ые слова φιλοφρονητικά λόγια.
3. παλ. ερωμένος, -η, αγαπημένος, -η.εκφρ.будь -зен; будьте -зны – ευαρεστήσου ευαρεστηθήτε, έχε(τε) την καλοσύνη, την ευχαρίστηση. -
2 то-то
μόριο1. αυτό είναι το βασικό, το σοβαρό, η ουσία• το ουσιώδες• ακριβώς. || επιτακτικό μόριο• πρόσεξε, κοίταξε, έχε το νου σου•то-то помни βάλ το καλά στο νου σου (μην το ξεχάσεις).
2. (εκφράζει ικανοποίηση, συμφωνία ή υπακοή)• ναι, μάλιστα (ως απάντηση).3. να γιατί• γι αυτό.4. (εκφράζει κάτι το ανώτερο)• να τι• να ποιο.εκφρ.(вот) то-то и оно; (вот) то-то и есть – (να) αυτό είναι ακριβώς, πραγματικά, ουσιαστικά. -
3 Forbear
v. intrans.Refrain from bad words: P. and V. εὐφήμει, pl. εὐφημεῖτε.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Forbear
-
4 Hold
v. trans.Occupy: P. and V. ἔχειν, κατέχειν.Contain, keep in: P. and V. στέγειν.Have room for: P. and V. χωρεῖν (acc.) (Eur., Hipp. 941).The city can't hold him ( isn't big enough for him): P. ἡ πόλις αὐτὸν οὐ χωρεῖ (Dem. 579).Maintain, preserve: P. and V. φυλάσσειν, σώζειν.Stop, check: P. and V. κατέχειν, ἐπέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρύκειν, ἐξερύκειν, ἐρητύειν.Grasp: P. and V. λαμβάνειν, λαμβάνεσθαι (gen.), ἐπιλαμβάνεσθαι (gen.), ἀντιλαμβάνεσθαι (gen.); see grasp.Hold fast: see cling to.Be held fast: V. προσέχεσθαι (pass.) (Eur., Med. 1213).Consider, deem: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, ἄγειν, V. νέμειν.Be held: P. and V. δοκεῖν.Hold a meeting: P. and V. σύλλογον ποιεῖν (or mid.).Hold an office: Ar. and P. ἄρχειν ἀρχήν, or ἄρχειν alone.V. intrans. Remain firm: P. and V. μένειν.All that they put upon their shoulders held there without fastenings: V. ὅποσα δʼ ἐπʼ ὤμοις ἔθεσαν οὐ δεσμῶν ὕπο προσείχετο (Eur., Bacch. 755).Maintain an opinion: P. and V. νομίζειν, ἡγεῖσθαι, οἴεσθαι, P. ἰσχυρίζεσθαι, διισχυρίζεσθαι.Hold good: P. and V. μένειν, ἐμμένειν.Hold back: see Restrain.Hold by, abide by: P. and V. ἐμμένειν (dat.).Hold down. — They held me down by the hair: V. κόμης κατεῖχον (Eur., Hec. 1166).Hold forth: see Offer.Make a speech: Ar. and P. δημηγορεῖν.Hold out, stretch forth: P. and V. προτείνειν (acc.), ἐκτείνειν (acc.), ὀρέγειν (Plat.).Hold out ( as a threat): P. ἀνατείνεσθαι.Hold out ( as an excuse): P. and V. σκήπτειν (mid. in P.), προβάλλειν (mid. also P.), προὔχεσθαι, προΐστασθαι (Eur., Cycl. 319.), V. προτείνειν, P. προφασίζεσθαι.Hold out, not to yield: P. and V. ἀντέχειν, καρτερεῖν, ὑφίστασθαι.Hold out against: P. and V. ἀντέχειν (dat.), ὑφίστασθαι (acc.), V. καρτερεῖν (acc.).Hold over: Ar. ὑπερέχειν (τί τινος).As threat: P. ἀνατείνεσθαί (τί τινι).For a little while the alliance held together: P. ὀλίγον μὲν χρόνον συνέμεινεν ἡ ὁμαιχμία (Thuc. 1, 18)Hold up ( as example): P. παράδειγμα ποιεῖσθαι (acc.).——————interj.Stop: P. and V. ἐπίσχες, παῦε, Ar. and P. ἔχε, V. ἴσχε, σχές, παῦσαι (all 2nd pers. sing. of the imperative).——————subs.Thing to hold by: P. ἀντιλαβή, ἡ.Get a hold or grip: P. ἀντιλαβὴν ἔχειν.Support: P. and V. ἔρεισμα, τό (Plat.).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Hold
-
5 Pause
v. intrans.Cease: P. and V. παύεσθαι, λήγειν (Plat.).——————interj.——————subs.Breathing space: P. and V. ἀναπνοή, ἡ, V. ἀμπνοή, ἡ.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Pause
-
6 Reserve
v. trans.Set apart: P. χωρὶς τίθεσθαι, ἐξαίρετον ποιεῖσθαι.Be reserved: P. ἀποκεῖσθαι.Keep not the good reserving it for yourself alone: V. μὴ μόνος τὸ χρηστὸν ἀπολαβὼν ἔχε (Eur., Or. 451).——————subs.Resource: P. ἀφορμή, ἡ.Troops in reserve: P. οἱ ἐπιτακτοι.Place in reserve, v.: P. ἐπιτάσσεσθαι (Thuc. 6, 67).Modesty: P. and V. αἰδώς, ἡ..Caution: P. and V. εὐλάβεια, ἡ.Reservation: see Reservation.If I must speak the truth without reserve: P. εἰ μηδὲν εὐλαβηθέντα τἀληθὲς εἰπεῖν δέοι (Dem. 280).Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Reserve
-
7 Stay
subs.Support, prop: P. and V. ἔρεισμα, τό.met., V. ἔρεισμα, τό, στῦλος, ὁ; see also Bulwark.Well, this too is a pleasant stay against hunger: V. ἀλλʼ ἡδὺ λιμοῦ καὶ τόδε σχετήριον (Eur., Cycl. 135).Rope, forestay: V. πρότονος, ὁ.Sojourn: P. ἐπιδημία, ἡ.Spending one's time: P. and V. μονή, ἡ, διατριβή, ἡ.Hindrance: P. κώλυμα, τό, ἐμπόδισμα, τό; see Hindrance.——————v. trans.Halt: P. and V. ἱστάναι.V. intrans.Halt: P. and V. ἵστασθαι.Sojourn: Ar. and P. ἐπιδημεῖν.Remain: P. and V. μένειν, παραμένειν, ἀναμένειν, περιμένειν, Ar. and P. καταμένειν, P. διαμένειν, ὑπομένειν, V. μίμνειν, προσμένειν, ἀμμένειν.——————interj.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stay
-
8 Stop
v. trans.Prevent: P. and V. κωλύειν, ἐπικωλύειν, εἴργειν, ἀπείργειν, ἐξείργειν, Ar. and P. κατακωλύειν, διακωλύειν, P. ἀποκωλύειν, V. κατείργειν.Check: P. and V. ἐπέχειν, κατέχειν, Ar. and V. ἴσχειν (rare P.), V. ἐπίσχειν (rare P.), ἐρύκειν, ἐξερύκειν, ἐρητύειν.Interrupt: Ar. and P. διαλύειν; interrupt.Stop the clock: P. ἐπίλαβε τὸ ὕδωρ (Lys. 166).V. intrans.Cease: P. and V. παύεσθαι, ἀναπαύεσθαι, λήγειν (Plat.), ἐπέχειν (Dem. 1108), ἐκλείπειν, V. ἐκλιμπάνειν, ἐκλήγειν, P. ἀπολήγειν (Plat.); see Cease.Halt: P. ἐφίστασθαι, P. and V. ἵστασθαι.Block up: P. and V. φράσσειν, κλῄειν, συγκλῄειν, ἀποκλῄειν, P. ἐμφράσσειν, ἀποφράσσειν, Ar. and P. κατακλῄειν.——————interj.——————subs.Halt: P. ἐπίστασις, ἡ (Xen.), ἐπίσχεσις, ἡ.Obstacle: P. κώλυμα, τό; see Obstacle.Put a stop to: use stop, v.Woodhouse English-Greek dictionary. A vocabulary of the Attic language > Stop
-
9 elveda
(για πάντα) αντίο, έχε γεια -
10 have
1) έχε2) έχετε3) έχουμε4) έχω
См. также в других словарях:
εχε- — (ΑΜ ἐχε ). [ΕΤΥΜΟΛ. Τα σύνθ. με α συνθετικό εχε ανήκουν στη γενικότερη κατηγορία τών συνθέτων με ρηματικό θ. ενεστ. ή αορ. ως α συνθετικό, παρ όλο που αναπτύχθηκαν πολλές απόψεις για την ερμηνεία τού σχηματισμού τους πρβλ. αρχέ κακος, εχέ θυμος,… … Dictionary of Greek
ἔχε — ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
'χε — ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχεν — ἔχε̄ν , ἔχω check pres inf act (epic doric) ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔχες — ἔχε̄ς , ἔχω check pres ind act 2nd sg (doric) ἔχω check imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έχω — (I) (ΑΜ ἔχω) 1. κρατώ κάτι στα χέρια μου, είμαι ο κάτοχος (κύριος, ιδιοκτήτης) ενός πράγματος («έχει σπίτια και κτήματα») 2. (για προσωπική κράτηση) κρατώ, φυλάω («τόν έχουν μέσα» ή «τόν έχουν στη φυλακή») 3. (για δήλωση συγγενικού δεσμού ή άλλης … Dictionary of Greek
Dance of Zalongo — The term Dance of Zalongo refers to an event in Greek history involving a mass suicide of women from Souli and their children during the Souliote war of 1803, near the village of Zalongo in Epirus. The name also refers to popular dance song… … Wikipedia
εχέτλη — ἐχέτλη, ἡ (Α) η λαβή τού αρότρου («ἄκρον ἐχέτλης χειρὶ λαβών», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < *εχέ θλη, με ανομοίωση τών δασέων < θ. εχε * τού έχω (I) (για το επίθημα πρβλ. γενέ θλη). Συνδέεται με ουαλ. haeddel, μσν. βρετ. haezl, που έχουν την ίδια… … Dictionary of Greek
εχεδημία — ἐχεδημία, ἡ (Α) αρχαία ονομασία τής Ακαδημίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κύριο όνομα Εχέ δημος (< εχε * < έχω Ι + δήμος)] … Dictionary of Greek
θαρρώ — (Α θαρσῶ, νεώτ. αττ. τ. θαρρῶ, έω, Μ θαρρῶ και θαρσῶ) 1. έχω θάρρος, τόλμη, ψυχικό σθένος 2. εμπιστεύομαι, έχω εμπιστοσύνη, έχω πεποίθηση σε κάποιον, στηρίζομαι σε κάποιον νεοελλ. νομίζω, υποθέτω, πιστεύω, έχω την πεποίθηση (α. «θαρρώ πως θα… … Dictionary of Greek
ἔχ' — ἔχι , ἔχις viper masc voc sg ἔχε , ἔχω check pres imperat act 2nd sg ἔχε , ἔχω check imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) ἐκά , ἐκάς fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)