-
21 опрятный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноκαθαρός, καθάριος, παστρικός• καλοπεριποιημένος ευχάριστός. -
22 отрадный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноευχάριστος, χαροποιός, ευφραντικός, ευφρόσυνος• τερπνός. -
23 располагающий
επ. από μτχ.συμπαθητικός, ελκυστικός, ευχάριστος, αρεστός. || ευνοϊκός. -
24 рокот
-а α.ήχος ευχάριστος•рокот струн ήχος χορδών•
рокот соловойный το κελάδημα του αηδονιού.
|| βαθιά ή χαμηλή φωνή. || βρυχηθμός, μούγκρισμα• ούρλιασμα. || μεγάλος θόρυβος• ορυμαγδός, πάταγος. -
25 сахарный
επ.της ζάχαρης•сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•
-ое производство παραγωγή ζάχαρης•
-ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•
сахарный песок ψιλή ζάχαρη•
-ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.
|| ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.εκφρ.- ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης. -
26 светлый
επ., βρ: -тел, -тла, -тло.1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•-ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•
светлый зал φωτεινή αίθουσα•
день φωτόλουστη μέρα.
|| λαμπερός, γυαλιστερός•-ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.
2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•-ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.
3. διαυγής, πολύ καθαρός•-ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•
-ая вода διαυγές νερό.
|| (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•-ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.
6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•-ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.
7. μτφ. καθαρός, διαυγής•светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.
8. πασχαλινός, λαμπριάτικος. -
27 сладкий
επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.1. γλυκός•сладкий чай γλυκό τσάι•
плод γλυκός καρπός•
-ое вино γλυκό κρασί.
2. ουσ. ουδ-ое το γλύκισμα•обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.
3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•-ая жизнь απολαυστική ζωή•
-ие грзы όνειρα γλυκά•
сладкий сон γλυκός ύπνος•
сладкий звук γλυκός ήχος.
4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•-ие слова γλυκόλογα.
5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•
-ое масло βούτυρο ανάλατο.
-
28 сладостный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. γλυκός, ευχάριστος•-ая дремота γλυκιά νύστα•
-ые мечты γλυκά όνειρα.
|| (για ήχο, φωνή)• γοητευτικός.2. φιλόφρονας, αβρός με το παραπάνω. -
29 тёплый
επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•тёплый воздух ζεστός αέρας•
-ая погода ζεστός καιρός•
тплые страны οι θερμές χώρες•
тёплый климат θερμό κλίμα•
тёплый день ζεστή μέρα•
-ые носки ζεστές κάλτσες.
2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•тёплый прим θερμή υποδοχή•
спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•
-ая дружба εγκάρδια φιλία.
3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).εκφρ.- ые воды – θερμά ιαματικά νερά•- ая компания – στενή παρέα•сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον. -
30 усладительный
επ., βρ: -лен, -льна, -льноπαλ. γλυκός• αγαλλιαστικός • ευχάριστος• ηδονικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… … Dictionary of Greek
ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)