Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ευχάριστος

  • 21 опрятный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    καθαρός, καθάριος, παστρικός• καλοπεριποιημένος ευχάριστός.

    Большой русско-греческий словарь > опрятный

  • 22 отрадный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    ευχάριστος, χαροποιός, ευφραντικός, ευφρόσυνος• τερπνός.

    Большой русско-греческий словарь > отрадный

  • 23 располагающий

    επ. από μτχ.
    συμπαθητικός, ελκυστικός, ευχάριστος, αρεστός. || ευνοϊκός.

    Большой русско-греческий словарь > располагающий

  • 24 рокот

    α.
    ήχος ευχάριστος•

    рокот струн ήχος χορδών•

    рокот соловойный το κελάδημα του αηδονιού.

    || βαθιά ή χαμηλή φωνή. || βρυχηθμός, μούγκρισμα• ούρλιασμα. || μεγάλος θόρυβος• ορυμαγδός, πάταγος.

    Большой русско-греческий словарь > рокот

  • 25 сахарный

    επ.
    της ζάχαρης•

    сахарный завод εργοστάσιο ζάχαρης•

    -ое производство παραγωγή ζάχαρης•

    -ая голова μεγάλο κομμάτι ζάχαρης (σχήματος σφαιρικού ή κωνοειδές)•

    сахарный песок ψιλή ζάχαρη•

    -ая пудра ζαχαρόσκονη άχνη.

    || ζαχαρένιος. || μτφ. γλυκός, ηδονικός. || μτφ. ευχάριστος• ικανοποιητικός.
    εκφρ.
    - ая болезнь – ο ζαχαροδιαβήτης.

    Большой русско-греческий словарь > сахарный

  • 26 светлый

    επ., βρ: -тел, -тла, -тло.
    1. φωτεινός, φωτερός, φαεινός•

    -ая лампочка φωτεινή λαμπίτσα•

    светлый зал φωτεινή αίθουσα•

    день φωτόλουστη μέρα.

    || λαμπερός, γυαλιστερός•

    -ые пуговицы γυαλιστερά κουμπιά.

    2. ανοιχτόχρωμος, ξανθόχρωμος•

    -ое пальто ανοιχτόχρωμο πανωφόρι.

    3. διαυγής, πολύ καθαρός•

    -ое стекло πολύ καθαρό γυαλί•

    -ая вода διαυγές νερό.

    || (για φωνή) καθαρός• υψηλός• μεταλλικός.
    4. ευφρόσυνος, ευχάριστος, χαρωπός• τερπνός•

    -ые воспоминания ευχάριστες αναμνήσεις.

    6. μτφ. καλός, αγαθός, ωραίος• θετικός•

    -ые и тмные стороны жизни οι καλές και οι κακές πλευρές της ζωής ή οι θετικές και οι αρνητικές πλευρές της ζωής.

    7. μτφ. καθαρός, διαυγής•

    светлый ум φωτεινός νους ή φωτεινό μυαλό.

    8. πασχαλινός, λαμπριάτικος.

    Большой русско-греческий словарь > светлый

  • 27 сладкий

    επ., βρ: -док, -дка, -дко, слаще; сладчайший.
    1. γλυκός•

    сладкий чай γλυκό τσάι•

    плод γλυκός καρπός•

    -ое вино γλυκό κρασί.

    2. ουσ. ουδ
    -ое το γλύκισμα•

    обед без -ого γεύμα χωρίς γλύκισμα.

    3. μτφ. καλός, ευχάριστος• απολαυστικός•

    -ая жизнь απολαυστική ζωή•

    -ие грзы όνειρα γλυκά•

    сладкий сон γλυκός ύπνος•

    сладкий звук γλυκός ήχος.

    4. μτφ. παρατραβηγμένος, υπέρ το δέον•

    -ие слова γλυκόλογα.

    5. γλυκός (μη αρμυρός, μη καυτερός κ.τ.τ.)• сладкий сыр γλυκό κασέρι (μη αρμυρό)•

    сладкий перец πιπέρι μη καυτερό•

    -ое масло βούτυρο ανάλατο.

    Большой русско-греческий словарь > сладкий

  • 28 сладостный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. γλυκός, ευχάριστος•

    -ая дремота γλυκιά νύστα•

    -ые мечты γλυκά όνειρα.

    || (για ήχο, φωνή)• γοητευτικός.
    2. φιλόφρονας, αβρός με το παραπάνω.

    Большой русско-греческий словарь > сладостный

  • 29 тёплый

    επ., βρ: тпел, тепла, тепло πλθ. теплы κ. теплы.
    1. ζεστός, θερμός. тёплый чай ζεστό τσάι•

    тёплый воздух ζεστός αέρας•

    -ая погода ζεστός καιρός•

    тплые страны οι θερμές χώρες•

    тёплый климат θερμό κλίμα•

    тёплый день ζεστή μέρα•

    -ые носки ζεστές κάλτσες.

    2. εγκάρδιος, φιλόφρονας, καλός•

    тёплый прим θερμή υποδοχή•

    спосибо вам за -ые слова σας ευχαριστώ για τα καλά σας λόγια•

    -ая дружба εγκάρδια φιλία.

    3. μτφ. ευχάριστος, ευάρεστος (για χρώμα, ήχο, μυρουδιά).
    εκφρ.
    - ые воды – θερμά ιαματικά νερά•
    - ая компания – στενή παρέα•
    сказать пару -ых слов – (απλ.) λέγω δυο λόγια τσουχτερά• μαλώνω κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > тёплый

  • 30 усладительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    παλ. γλυκός• αγαλλιαστικός • ευχάριστος• ηδονικός.

    Большой русско-греческий словарь > усладительный

См. также в других словарях:

  • Εὐχάριστος — agreeable masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριστος — agreeable masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευχάριστος — η, ο (ΑΜ εὐχάριστος, ον) (για πρόσ., πράξεις, καταστάσεις, πράγματα) 1. αυτός που είναι γεμάτος χάρη, ο θελκτικός 2. αυτός που παρέχει ευχαρίστηση, ευφροσύνη, τέρψη («οὐχ ὅμοια προαιρεῑται ὁ εὐχάριστος καὶ ὁ γελωτοποιῶν, ἀλλ ὁ μὲν εὐφραίνειν, ὁ… …   Dictionary of Greek

  • ευχάριστος — η, ο επίρρ. ευχάριστα και ευχαρίστως αυτός που δίνει, που προκαλεί ευχαρίστηση, χαρούμενος, αρεστός: Πολύ ευχάριστος τόπος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐχαριστότατα — εὐχάριστος agreeable adverbial superl εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστότατον — εὐχάριστος agreeable masc acc superl sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστως — εὐχάριστος agreeable adverbial εὐχάριστος agreeable masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχάριστον — εὐχάριστος agreeable masc/fem acc sg εὐχάριστος agreeable neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαριστότατοι — εὐχάριστος agreeable masc nom/voc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Εὐχαρίστοις — Εὐχάριστος agreeable masc dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐχαρίστοις — εὐχάριστος agreeable masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»