-
1 широкий
1. (большой по ширине) φαρδύς, ευρύςπλατύς2. (охватывающий всё/ всех, распространяющийся на все{}всех{}) ευρύς· - круг вопросов - κύκλος των ζητημάτωνРусско-греческий словарь научных и технических терминов > широкий
-
2 обширный
-
3 широкий
широк||ийприл1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):\широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ. -
4 широкий
επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•-ая дорога πλατύς δρόμος•
-ие брюки φαρδύ παντελόνι.
|| μεγάλος•широкий шаг μεγάλο βήμα•
она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.
|| εκτεταμένος•широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.
2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•-ое совещание πλατιάσύσκεψη•
-ие массы οι πλατιές μάζες•
в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•
в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•
-ие планы μεγάλα πλάνα•
-ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•
широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•
-ая поддержка πλατιά υποστήριξη.
|| πολυάριθμος•широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•
широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.
εκφρ.широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•широкий звук (. – γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•- им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•на -ую руку ή ногу – κ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη. -
5 глобальный
1. (всесторонний, всеобщий) ευρύς, γενικός, σε μεγάλη/ευρεία κλίμακα 2. (всемирный) παγκόσμιος, παγκόσμιας κλίμακας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глобальный
-
6 вместительный
вмести́||тельныйприл εὐρύς. εὐρύχωρος, ἀπλόχωρος (о помещении и т. п.)/ περιεκτικός (о сосуде). -
7 раздолье
раздольес1. (простор) ὁ εὐρύς χώρος, ἡ ἀπλοχωριά·2. перен ἡ ἐλευθερία -
8 расширенный
расширенн||ый1. прич. от расширять·2. прил εὐρύς, πλατύς, ἐκτεταμένος:\расширенныйая программа τό ἐκτεταμένο πρόγραμμα· \расширенныйое заседание ἡ εὐρεία συνεδρίαση· \расширенныйое воспроизводство эк. ἡ πλατειά (или ἡ εὐρεία) ἀναπαραγωγή. -
9 обширный
[απσυρνυΐ] εκ. ευρύς -
10 расширенный
[ρασσυριννυϊ] εκ. ευρύς -
11 обширный
[απσυρνυϊ] επ ευρύς -
12 расширенный
[ρασσυριννυϊ] επ ευρύς -
13 незащищённый
επ.απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος, απροφΰλακτος•незащищённый от ветра απροστάτευτος από τον άνεμο (ανεμόδαρτος).
(για τόπους)• αναπεπταμένος, ανοιχτός, ευρύς, διάπλατος. -
14 обширный
επ., βρ: -рен, -рна, -рно (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος• μεγάλος•обширный кабинет μεγάλο γραφείο•
-ые знания ευρείες γνώσεις.
-
15 просторный
επ., βρ: -рен, -рна, -рноεκτεταμένος, ευρύς• ευρύχωρος• άνετος. -
16 пространный
επ., βρ: -ранен, -ранна, -о1. (γραπ. λόγος) ευρύς, πλατύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος, απλόχωρος• εκτεταμένος.2. μτφ. εκτενής, λεπτομερής, -ιακός, μακροσκελής•-ое письмо μακροσκελής επιστολή.
-
17 распространительный
επ.εκτεταμένος, μακρύς, ευρύς• μακροσκελής. -
18 растянутый
επ. από μτχ.1. εκτεταμένος, μακρύς.2. τεντωμένος (από τη χρήση), φαρδύς, ευρύς.3. μτφ. παρατραβηγμένος, υπερβολικά μεγάλος. -
19 расширенный
επ. από μτχ.1. πλατύς, ευρύς•-ое заседание πλατιά συνεδρίαση (με περισσότερα μέλη)•
расширенный пленум πλατιά ολομέλεια•
-ая программа πλατύ (μεγάλο) πρόγραμμα.
2. μτφ. ελαστικός•-ое толкование закона πλατιά ερμηνεία του νόμου.
-
20 ум
-а α.νους, μυαλό, διάνοια•острый ум η οξύνοια•
тонкий ум λεπτό πνεύμα•
светлый ум φωτεινό μυαλό•
склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•
человек большого -а μεγάλος νους•
проницательный ум διεισδυτικός νους•
обширный ум ευρύς νους•
лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.
εκφρ.без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•ум за разум зашл – παραλόγιασε•- а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•- у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•от большого -а ή с большого -а (сделать) – ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εὐρύς — wide masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… … Dictionary of Greek
ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐρέα — εὐρύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐρέᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύ — εὐρύς wide neut acc sg εὐρύς wide masc voc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτάτων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρυτέρως — εὐρύς wide adverbial εὐρύς wide masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύτατον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐρύτερον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… … Dictionary of Greek