Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ευρύς

  • 1 широкий

    1. (большой по ширине) φαρδύς, ευρύς
    πλατύς
    2. (охватывающий всё/ всех, распространяющийся на все{}всех{}) ευρύς· - круг вопросов - κύκλος των ζητημάτων

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > широкий

  • 2 обширный

    обширный ευρύς,, εκτεταμένος
    * * *
    ευρύς, εκτεταμένος

    Русско-греческий словарь > обширный

  • 3 широкий

    широк||ий
    прил
    1. прям., перен πλατύς, φαρδύς/ εὐρύς (о пространстве, тж. перен):
    \широкийие окна τά φαρδειά παράθυρα· \широкийая юбка ἡ φαρδειά φούστα· \широкийая у́ли-ца ὁ πλατύς δρόμος· \широкийие массы οἱ πλατειές μάζες· в \широкийом смысле (слова) μέ τήν πλατειά σημασία·
    2. перен (большой) μεγάλος, εὐρύς:
    в \широкийом масштабе σέ εὐρεΐα κλίμακα· \широкийие планы τά μεγάλα σχέδιά \широкийие горизонты οἱ εὐρείς ὀρίζοντες· ◊ \широкий шаг τό μεγάλο βήμα· жить на \широкийую но́гу ζῶ πολυτελέστατα· \широкий экран τό σινεμασκόπ.

    Русско-новогреческий словарь > широкий

  • 4 широкий

    επ., βρ: -рок, -рока, -роко κ. -роко, πλθ. -роки κ. -роки; шире; широчайший.
    1. ευρύς, πλατύς, φαρδύς•

    -ая дорога πλατύς δρόμος•

    -ие брюки φαρδύ παντελόνι.

    || μεγάλος•

    широкий шаг μεγάλο βήμα•

    она перекрестилась -им крестом αυτή έκανε μεγάλο σταυρό.

    || εκτεταμένος•

    широкий военный фронт εκτεταμένο πολεμικό μέτωπο.

    2. μτφ. μεγάλου αριθμού ή διαστάσεων, έκτασης•

    -ое совещание πλατιάσύσκεψη•

    -ие массы οι πλατιές μάζες•

    в -их маштабах σε μεγάλη (ευρεία) κλίμακα•

    в -их размерах σε ευρείες διαστάσεις•

    -ие планы μεγάλα πλάνα•

    -ая популярность μεγάλη δημοτικότητα•

    широкий круг вопросов ευρύς κύκλος ζητημάτων•

    -ая поддержка πλατιά υποστήριξη.

    || πολυάριθμος•

    широкий читатель πολυάριθμοι αναγνώστες•

    широкий зритель πολυάρ ιθμοι θεατές.

    εκφρ.
    широкий экран – το σινεμασκόπ, ευρεία οθόνη•
    широкий звук (.γλωσ.) ανοιχτός ήχος (φθόγγος)•
    - им фронтом – παντού, σε πλατύ μέτωπο•
    на -ую руку ή ногуκ. παλ. -ой рукой πλούσια, πλουσιοπάροχα, αρχοντικά•
    сделать широкий жест – κάνω ευγενική χειρονομία, αξιέπαινη πράξη.

    Большой русско-греческий словарь > широкий

  • 5 глобальный

    1. (всесторонний, всеобщий) ευρύς, γενικός, σε μεγάλη/ευρεία κλίμακα 2. (всемирный) παγκόσμιος, παγκόσμιας κλίμακας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > глобальный

  • 6 вместительный

    вмести́||тельный
    прил εὐρύς. εὐρύχωρος, ἀπλόχωρος (о помещении и т. п.)/ περιεκτικός (о сосуде).

    Русско-новогреческий словарь > вместительный

  • 7 раздолье

    раздолье
    с
    1. (простор) ὁ εὐρύς χώρος, ἡ ἀπλοχωριά·
    2. перен ἡ ἐλευθερία

    Русско-новогреческий словарь > раздолье

  • 8 расширенный

    расширенн||ый
    1. прич. от расширять·
    2. прил εὐρύς, πλατύς, ἐκτεταμένος:
    \расширенныйая программа τό ἐκτεταμένο πρόγραμμα· \расширенныйое заседание ἡ εὐρεία συνεδρίαση· \расширенныйое воспроизводство эк. ἡ πλατειά (или ἡ εὐρεία) ἀναπαραγωγή.

    Русско-новогреческий словарь > расширенный

  • 9 обширный

    [απσυρνυΐ] εκ. ευρύς

    Русско-греческий новый словарь > обширный

  • 10 расширенный

    [ρασσυριννυϊ] εκ. ευρύς

    Русско-греческий новый словарь > расширенный

  • 11 обширный

    [απσυρνυϊ] επ ευρύς

    Русско-эллинский словарь > обширный

  • 12 расширенный

    [ρασσυριννυϊ] επ ευρύς

    Русско-эллинский словарь > расширенный

  • 13 незащищённый

    επ.
    απροστάτευτος, ανυπεράσπιστος, απροφΰλακτος•

    незащищённый от ветра απροστάτευτος από τον άνεμο (ανεμόδαρτος).

    (για τόπους)• αναπεπταμένος, ανοιχτός, ευρύς, διάπλατος.

    Большой русско-греческий словарь > незащищённый

  • 14 обширный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно (κυρλξ. κ. μτφ.) εκτεταμένος, ευρύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος• μεγάλος•

    обширный кабинет μεγάλο γραφείο•

    -ые знания ευρείες γνώσεις.

    Большой русско-греческий словарь > обширный

  • 15 просторный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    εκτεταμένος, ευρύς• ευρύχωρος• άνετος.

    Большой русско-греческий словарь > просторный

  • 16 пространный

    επ., βρ: -ранен, -ранна, -о
    1. (γραπ. λόγος) ευρύς, πλατύς, ευρύχωρος, πλατύχωρος, απλόχωρος• εκτεταμένος.
    2. μτφ. εκτενής, λεπτομερής, -ιακός, μακροσκελής•

    -ое письмо μακροσκελής επιστολή.

    Большой русско-греческий словарь > пространный

  • 17 распространительный

    επ.
    εκτεταμένος, μακρύς, ευρύς• μακροσκελής.

    Большой русско-греческий словарь > распространительный

  • 18 растянутый

    επ. από μτχ.
    1. εκτεταμένος, μακρύς.
    2. τεντωμένος (από τη χρήση), φαρδύς, ευρύς.
    3. μτφ. παρατραβηγμένος, υπερβολικά μεγάλος.

    Большой русско-греческий словарь > растянутый

  • 19 расширенный

    επ. από μτχ.
    1. πλατύς, ευρύς•

    -ое заседание πλατιά συνεδρίαση (με περισσότερα μέλη)•

    расширенный пленум πλατιά ολομέλεια•

    -ая программа πλατύ (μεγάλο) πρόγραμμα.

    2. μτφ. ελαστικός•

    -ое толкование закона πλατιά ερμηνεία του νόμου.

    Большой русско-греческий словарь > расширенный

  • 20 ум

    α.
    νους, μυαλό, διάνοια•

    острый ум η οξύνοια•

    тонкий ум λεπτό πνεύμα•

    светлый ум φωτεινό μυαλό•

    склад -а κατάρτιση ή διανοητική κατάσταση• νοοτροπία•

    человек большого -а μεγάλος νους•

    проницательный ум διεισδυτικός νους•

    обширный ум ευρύς νους•

    лучшие -ы человечества οι μεγαλύτερες διάνοιες της ανθρωπότητας.

    εκφρ.
    без -а (быть) от кого-чего – ξετρελλαίνομαι (από χαρά, ενθουσιασμό κ.τ.τ.)•
    α) στα λογικά, στα καλά• в -е ли ты? – είσαι στα λογικά σου•
    β) νοερώς, με το νου (όχι γραπτά)•
    три пишу, один в -е – γράφω τρία και ένα το κρατούμενο•
    ум за разум зашл – παραλόγιασε•
    - а не приложу – δεν καταλαβαίνω, δεν το χωράει το μυαλό (ο νους), δεν ξέρω•
    - у-разуму учить – σώφρωνίζω, συμμορφώνω, συνετίζω, βάζω μυαλό, γνώση•
    лишиться или решиться -а – τρελλαίνομαι•
    лгобить без -а – ξετρελλαίνομαι απο αγάπη (έρωτα)•
    помешаться или повредиться в -е – σαλεύει ο νους μου, μου στρίβει, λαβώνομαι, χρωστώ της Μιχαλούς•
    взяться ή схватиться за ум – ωριμάζω διανοητικά,λογικεύομαι, σωφρωνίζομαι•
    прийти ή взбрести на ум – έρχομαι στο νου, στο μυαλό•
    ему пришла на ум страшная мысль – του ήρθε στο μυαλό μια φοβερή σκέψη•
    свести с -а – α) ξετρελλαίνω, κάνω έξω φρενών, β) καταγοητεύω, παίρνω τα μυαλά•
    сойти (спятить, свихнуть) с -а – α) παραλογιάζω, ξετρελλαίνομαι. β) ενεργώ, πράττωασυλόγιστα• λέγω ανοησίες•
    в своём (ή здравом) - – έ όντας στα λογικά μου•
    и в -е нет (не было) – ούτε κατά διάνοια δεν υπάρχει(δενυπήρχε)•
    на -е ή в -е быть – υπάρχει στο νου, στη σκέψη•
    он не в своём - – αυτός δεν είναιστα λογικά του ή στα καλά του•
    не моего ума дело – δεν καταλαβαίνω τίποτε απ αυτό, δε με αφορά, δε με ενδιαφέρει, δε με νοιάζει•
    от большого -а ή с большого -а (сделать)ειρν. από το πολύ μυαλό την παθαίνω.

    Большой русско-греческий словарь > ум

См. также в других словарях:

  • εὐρύς — wide masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • ευρύς, -εία, -ύ — πλατύς, φαρδύς, εκτεταμένος, απλωμένος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐρέα — εὐρύς wide fem nom/voc sg (epic ionic) εὐρύς wide neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐρέᾱ , εὐρύς wide fem nom/voc/acc dual (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύ — εὐρύς wide neut acc sg εὐρύς wide masc voc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτάτων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρων — εὐρύς wide fem gen pl εὐρύς wide masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρυτέρως — εὐρύς wide adverbial εὐρύς wide masc acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτατον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐρύτερον — εὐρύς wide masc acc sg εὐρύς wide neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λιπαντικά — Ευρύς όρος που περιλαμβάνει όλες τις ουσίες που είναι κατάλληλες για λίπανση (βλ. λ.). Κατάταξη των λ. Η κατάταξη των λ. μπορεί να γίνει σύμφωνα με διάφορα κριτήρια, όπως είναι η φυσική κατάσταση, η προέλευση, οι ειδικές χρήσεις τους κ.ά. Μία… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»