-
21 отчётливый
[ατσιότλιβυΤ] εκ. καθαρός, ευκρινής -
22 четкий
[τσιότκιΐ] επ. ακριβής, ευκρινής -
23 явственный
[γιάβστβιννυϊ] εκ. ευκρινής -
24 ясный
[γιάσνυΐ] εκ. ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος -
25 внятный
[βνγιάτνυϊ] επ ευκρινής -
26 внятный
[βνγιάτνυϊ] επ ευκρινής -
27 общепонятный
[οπστσυιανγιά· τνυϊ] επ ευκρινής κατανοητός -
28 отчётливый
[ατσιότλιβυΤ] επ καθαρός, ευκρινής -
29 четкий
[τσιότκιϊ] επ ακριβής, ευκρινής -
30 явственный
[γιάβστβιννυϊ] επ ευκρινής -
31 ясный
[γιάσνυϊ] επ ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος -
32 внятный
επ. -тен, -тна, -тно.1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.2. νοητός, καταληπτός. -
33 нечленораздельный
επ., βρ: -лен, -льна, -оάναρθρος, ασύναρθρος, μη ευκρινής• ακατάληπτος. -
34 определённый
επ. από μτχ.1. ορισμένος, καθορισμένος•встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.
2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.
4. ορισμένος κάποιος•в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•
в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•
это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.
5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.εκφρ.определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το). -
35 отчётливый
επ., βρ: -лив, -а, -оσαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, καθαρός, λαγαρός•-об произношение καθαρή προφορά•
отчётливый почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•
-ая мысль λαγαρή σκέψη•
-ые оттиски ευκρινή αποτυπώματα•
-ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση).
-
36 чёткий
επ., βρ: чток, четка, чтко; чтче.1. ευκρινής, ευδιάκριτος• διαυγής• σαφής, καθαρός, εναργής. || (για γραφικό χαρακτήρα) ευανάγνωστος•-ая надпись ευανάγνωστη επιγραφή.
2. ακριβής•-ое распределение ακριβής καταμερισμός.
-
37 чистый
επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•-ое помещение καθαρός χώρος•
чистый воздух καθαρός αέρας•
-ая рубашка καθαρό πουκάμισο•
-ые руки καθαρά χέρια.
2. γιορτινός, επίσημος.3. που δε λερώνει•-ая работа καθαρή δουλειά.
4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•-ая работа επιμελημένη εργασία.
|| τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.
7. αμιγής, γνήσιος•-ое золото καθαρό χρυσάφι•
чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•
-ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.
|| διαφανής• διαυγής•-ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.
|| (για ζώα) καθαρόαιμος•-ая порода καθαρή ράτσα•
8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•чистый голос καθαρή φωνή.
|| ευκατάληπτος, εύληπτος•-ое произношение καθαρή προφορά.
9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•-ая душа καθαρή ψυχή•
-ая любовь αγνή αγάπη.
|| παρθενικός, αθώος•-ая девочка αγνό κορίτσι.
10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•-ым путм με την έντιμη οδό.
|| νέτος• καθαρός•чистый вес καθαρό βάρος•
-ая прибыль καθαρό κέρδος•
чистый доход καθαρό έσοδο.
|| ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.
11. πλήρης, παντελής•чистый вздор καθαρή ανοησία.
12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.
13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•-ая наука καθαρή επιστήμη•
εκφρ.- ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•- ая отставка – παλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα. -
38 членораздельный
επ., βρ: -лен, -льна, -оέναρθρος, ευκρινής, εναργής, καθαρός, λαγαρός, ξεκάθαρος, εύληπτος (για ήχο, λόγο κλπ). -
39 явный
επ., βρ: явен явна, явно.1. φανερός, εμφανής•явный враг φανερός εχθρός.
2. ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος • σαφής, ευκρινής, καθαρός•-ая ложь ολοφάνερο ψέμμα•
-ое недоразумение καθαρή παραξήγηση•
-ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση.
-
40 явственный
επ., βρ: -вен κ.-венен, -венна, -венноσαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, Εεκαθαρος•-ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι.
См. также в других словарях:
εὐκρινής — well separated masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… … Dictionary of Greek
ευκρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο σαφής, ο καθαρός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐκρινῆ — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐκρινής well separated masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινέστερον — εὐκρινής well separated adverbial comp εὐκρινής well separated masc acc comp sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινέα — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινές — εὐκρινής well separated masc/fem voc sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινέστατα — εὐκρινής well separated adverbial superl εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινεστάτη — εὐκρινής well separated fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινεστάτην — εὐκρινής well separated fem acc superl sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐκρινοῦς — εὐκρινής well separated masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)