Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ευκρινής

  • 21 отчётливый

    [ατσιότλιβυΤ] εκ. καθαρός, ευκρινής

    Русско-греческий новый словарь > отчётливый

  • 22 четкий

    [τσιότκιΐ] επ. ακριβής, ευκρινής

    Русско-греческий новый словарь > четкий

  • 23 явственный

    [γιάβστβιννυϊ] εκ. ευκρινής

    Русско-греческий новый словарь > явственный

  • 24 ясный

    [γιάσνυΐ] εκ. ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος

    Русско-греческий новый словарь > ясный

  • 25 внятный

    [βνγιάτνυϊ] επ ευκρινής

    Русско-эллинский словарь > внятный

  • 26 внятный

    [βνγιάτνυϊ] επ ευκρινής

    Русско-эллинский словарь > внятный

  • 27 общепонятный

    [οπστσυιανγιά· τνυϊ] επ ευκρινής κατανοητός

    Русско-эллинский словарь > общепонятный

  • 28 отчётливый

    [ατσιότλιβυΤ] επ καθαρός, ευκρινής

    Русско-эллинский словарь > отчётливый

  • 29 четкий

    [τσιότκιϊ] επ ακριβής, ευκρινής

    Русско-эллинский словарь > четкий

  • 30 явственный

    [γιάβστβιννυϊ] επ ευκρινής

    Русско-эллинский словарь > явственный

  • 31 ясный

    [γιάσνυϊ] επ ευκρινής, γαλήνιος, αίθριος

    Русско-эллинский словарь > ясный

  • 32 внятный

    επ. -тен, -тна, -тно.
    1. διαυγής, καθαρός, σαφής, ευκρινής, εναργής, λαγαρός.
    2. νοητός, καταληπτός.

    Большой русско-греческий словарь > внятный

  • 33 нечленораздельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    άναρθρος, ασύναρθρος, μη ευκρινής• ακατάληπτος.

    Большой русско-греческий словарь > нечленораздельный

  • 34 определённый

    επ. από μτχ.
    1. ορισμένος, καθορισμένος•

    встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).
    3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•

    он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.

    4. ορισμένος κάποιος•

    в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•

    в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•

    это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.

    5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.
    εκφρ.
    определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).

    Большой русско-греческий словарь > определённый

  • 35 отчётливый

    επ., βρ: -лив, -а, -о
    σαφής, διαυγής, εναργής, ευκρινής, ευδιάκριτος, καθαρός, λαγαρός•

    -об произношение καθαρή προφορά•

    отчётливый почерк ευανάγνωστος γραφικός χαρακτήρας•

    -ая мысль λαγαρή σκέψη•

    -ые оттиски ευκρινή αποτυπώματα•

    -ое изображение σαφής παράσταση (απεικόνιση).

    Большой русско-греческий словарь > отчётливый

  • 36 чёткий

    επ., βρ: чток, четка, чтко; чтче.
    1. ευκρινής, ευδιάκριτος• διαυγής• σαφής, καθαρός, εναργής. || (για γραφικό χαρακτήρα) ευανάγνωστος•

    -ая надпись ευανάγνωστη επιγραφή.

    2. ακριβής•

    -ое распределение ακριβής καταμερισμός.

    Большой русско-греческий словарь > чёткий

  • 37 чистый

    επ., βρ: чист, чиста, чисто; чище.
    1. καθαρός, παστρικός (αλέρωτος)•

    -ое помещение καθαρός χώρος•

    чистый воздух καθαρός αέρας•

    -ая рубашка καθαρό πουκάμισο•

    -ые руки καθαρά χέρια.

    2. γιορτινός, επίσημος.
    3. που δε λερώνει•

    -ая работа καθαρή δουλειά.

    4. παλ. της ανώτερης κοινωνίας, σοϊλής, σοϊλίδικος.
    5. καλοφτιαγμένος, επιμελημένος•

    -ая работа επιμελημένη εργασία.

    || τελειωμένος ολοκληρωτικά.• -ая гайка ολοκληρωμένο περικόχλιο. || καθαρογραμμένος.
    6. ελεύθερος, απαλλαγμένος απο. || ασύννεφος, ασυνέφιαστος•

    чистый горизонт καθαρός ορίζοντας.

    7. αμιγής, γνήσιος•

    -ое золото καθαρό χρυσάφι•

    чистый спирт καθαρό οινόπνευμα•

    -ая шерсть καθαρό μαλλί, ολομάλλινος.

    || διαφανής• διαυγής•

    -ая вода καθαρό (λαγαρό) νερό.

    || (για ζώα) καθαρόαιμος•

    -ая порода καθαρή ράτσα•

    8. σαφής, ευκρινής, ευδιάκριτος•

    чистый голос καθαρή φωνή.

    || ευκατάληπτος, εύληπτος•

    -ое произношение καθαρή προφορά.

    9. μτφ. αγνός, τίμιος, άσπιλος•

    -ая душа καθαρή ψυχή•

    -ая любовь αγνή αγάπη.

    || παρθενικός, αθώος•

    -ая девочка αγνό κορίτσι.

    10. θεμιτός, έντιμος•чистыйые средства θεμιτά μέσα•

    -ым путм με την έντιμη οδό.

    || νέτος• καθαρός•

    чистый вес καθαρό βάρος•

    -ая прибыль καθαρό κέρδος•

    чистый доход καθαρό έσοδο.

    || ανυπόχρεος, μη χρεωμένος•чистыйое имение αχρέωτο κτήμα. || στερημένος παντελώς(περ ιουσίας)•

    теперь он чист τώρα πιαδεν έχει καθόλου περιουσία.

    11. πλήρης, παντελής•

    чистый вздор καθαρή ανοησία.

    12. πραγματικός, αληθινός, σωστός. || ίδιος, πανομοιότυπος•

    его лошади были белые как снег, -ые лебеди τα άλογα του ήταν άσπρα σαν το χιόνι, ίδιοι κύκνοι.

    13. αφηρεμένος, χωρίς πρακτική εφαρμογή•

    -ая наука καθαρή επιστήμη•

    εκφρ.
    - ое искусство – καθαρή Τέχνη (χωρίς περιεχόμενο), η Τέχνη για την Τέχνη•
    - ая отставкаπαλ. τελειωτική (οριστική) παραίτηση•
    чистый понедельник – η Καθαρή Δευτέρα•
    за -ые деньги ή за -ыми деньгами – σε μετρητά•
    на -ом воздухе – στον καθαρό αέρα.

    Большой русско-греческий словарь > чистый

  • 38 членораздельный

    επ., βρ: -лен, -льна, -о
    έναρθρος, ευκρινής, εναργής, καθαρός, λαγαρός, ξεκάθαρος, εύληπτος (για ήχο, λόγο κλπ).

    Большой русско-греческий словарь > членораздельный

  • 39 явный

    επ., βρ: явен явна, явно.
    1. φανερός, εμφανής•

    явный враг φανερός εχθρός.

    2. ολοφάνερος, καταφανής, πρόδηλος, εξόφθαλμος • σαφής, ευκρινής, καθαρός•

    -ая ложь ολοφάνερο ψέμμα•

    -ое недоразумение καθαρή παραξήγηση•

    -ое противоречие ολοφάνερη αντίθεση ή αντ ίφαση.

    Большой русско-греческий словарь > явный

  • 40 явственный

    επ., βρ: -вен κ.-венен, -венна, -венно
    σαφής, ευκρινής, διαυγής, εναργής, ευδιάκριτος, καθαρός, Εεκαθαρος•

    -ые звуки καθαροί (εύληπτοι) ήχοι.

    Большой русско-греческий словарь > явственный

См. также в других словарях:

  • εὐκρινής — well separated masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ευκρινής — ές (ΑΜ εὐκρινής, ές) 1. σαφής, φανερός, καθαρός, διαυγής (α. «η άποψή σου έγινε πολύ ευκρινής» β. «τῆμος δ εὐκρινέες τ αὖραι καὶ πόντος ἀπήμων» όταν οι άνεμοι είναι σταθεροί και όχι συγκεχυμένοι, Ησίοδ. γ. «οὐκ εὐκρινές ἐστι πρὸς τὴν ἀκοήν» δεν… …   Dictionary of Greek

  • ευκρινής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που διακρίνεται εύκολα, ο σαφής, ο καθαρός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εὐκρινῆ — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) εὐκρινής well separated masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέστερον — εὐκρινής well separated adverbial comp εὐκρινής well separated masc acc comp sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέα — εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc pl (epic ionic) εὐκρινής well separated masc/fem acc sg (epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινές — εὐκρινής well separated masc/fem voc sg εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινέστατα — εὐκρινής well separated adverbial superl εὐκρινής well separated neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινεστάτη — εὐκρινής well separated fem nom/voc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινεστάτην — εὐκρινής well separated fem acc superl sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εὐκρινοῦς — εὐκρινής well separated masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»