-
1 ευημερία
εὐημερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc /acc dualεὐημερίᾱ, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc sg (attic doric aeolic)——————εὐημερίαι, εὐημερίαfine weather: fem nom /voc plεὐημερίᾱͅ, εὐημερίαfine weather: fem dat sg (attic doric aeolic) -
2 ευημερια
дор. εὐᾱμερία ἥ1) погожий день, ясная погодаεὐημερίας οὔσης Xen. или γενομένης Arst. — при хорошей погоде
2) счастливое время, благоденствие, процветание Pind., Eur., Plut.εὐ. ἐν τῷ ζῆν Arst. — жизнерадостность
3) цветущее состояние(τοῦ σώματος Arst.)
4) счастье, успех, удача(τέν εὐημερίαν διδόναι τινί Polyb.)
-
3 εὐημερία
Βλ. λ. ευημερία -
4 εὐημερίᾳ
Βλ. λ. ευημερία -
5 ευημερία
η процветание; благосостояние, благополучие; полная обеспеченность; благоденствие (уст.) -
6 ευημερία
[эвимэриа] ουσ. 0. процветание, благоденствие.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ευημερία
-
7 εὐημερία
-ας ἡ N 1 0-0-0-0-5=5 2 Mc 5,6; 8,8; 10,28; 14,14; 3 Mc 3,11prosperity, health and wealth -
8 ευημερία
[эвимэриа] ουσ θ процветание, благоденствие. -
9 εὐημερία
II prosperity, health and wealth, E.El. 197 (lyr.); ἡ ἐκτὸς εὐ. Arist.EN 1178b33; happiness, Pherecr.213; joy of living, ἐνούσης τινὸς εὐ. ἐν [τῷ ζῆν] Arist.Pol. 1278b29; personified, Εὐ. Alex.161, Schwyzer 462 A6 (Tanagra, iii B.C.); - ίας ἡμέραν ἐπιτελεῖν to keep a day of rejoicing, Alciphr.1.21; good living, Phld.Acad.Ind.p.59 M., al.: pl., ἁδραὶ εὐ. PRyl. 233.16 (ii A.D.).2 thriving condition, healthiness,τοῦ σώματος Arist.HA 543b26
; πρὸς εὐ. καὶ πρὸς ὑγίειαν with a view to.., Id.Oec. 1345a26.3 honour and glory, Pi.I.1.40; piece of good luck, Cic.Att.9.13.1, Plu.2.498c; military success, Plb.7.9.10; εὐ. ἐμπορικαί success in trade, Hippod. ap. Stob.4.1.94; of virtuosi, ἡ παρὰ τοῖς θεάτροις εὐ. Ath.14.631f.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > εὐημερία
-
10 εὐημερία
εὐ-ημερία, ἡ, (1) ein schöner, heiterer Tag, εὐημερίας οὔσης, an einem heitern Tage; εὐημερίαι, heiteres Wetter. (2) guter, glücklicher Tag, glücklicher Erfolg; geradezu Sieg; ἡ ἐν τοῖς ϑεάτροις, glücklicher Erfolg eines Stückes; εὐαμερίαι ἐμπορικαί, Glück im Handel; εὐημερίας ἡμέρα, ein Glückstag -
11 ευημερία
refah, mutluluk, gönenç -
12 ευημερία
prospérité -
13 ευημερία
1) dobrobyt (m) rzecz.2) pomyślność (f) rzecz.3) powodzenie (n) rzecz. -
14 ευημερία
1) blahobyt2) prosperita3) zdar -
15 ευημερία
prosperityΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > ευημερία
-
16 gönence
ευημερία -
17 prospérité
ευημερία -
18 blahobyt
ευημερία -
19 prosperita
ευημερία -
20 prosperity
ευημερία
См. также в других словарях:
εὐημερία — εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc/acc dual εὐημερίᾱ , εὐημερία fine weather fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίᾳ — εὐημερίαι , εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευημερία — η (ΑΜ εὐημερία, Α και δωρ. τ. εὐαμερία) [ευήμερος] αφθονία αγαθών, ευπορία (α. «ἕξεις εὐημερίαν βίου», Ευρ. β. «οικονομική ευημερία») μσν. αρχ. στρατιωτική επιτυχία («ἕως ἄν ἡμῑν καὶ ὑμῑν οἱ θεοὶ διδῶσιν τὴν εὐημερίαν», Πολ.) μσν. 1. εύνοια 2.… … Dictionary of Greek
ευημερία — η οικονομική άνεση, καλοπέραση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εὐημερίας — εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem acc pl εὐημερίᾱς , εὐημερία fine weather fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαι — εὐημερία fine weather fem nom/voc pl εὐημερίᾱͅ , εὐημερία fine weather fem dat sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαν — εὐημερίᾱν , εὐημερία fine weather fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημεριῶν — εὐημερία fine weather fem gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐημερίαις — εὐημερία fine weather fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι … Dictionary of Greek