Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

ευγενικός

  • 21 kind

    I noun
    (a sort or type: What kind of car is it?; He is not the kind of man who would be cruel to children.) είδος
    II 1. adjective
    (ready or anxious to do good to others; friendly: He's such a kind man; It was very kind of you to look after the children yesterday.) καλός, ευγενικός
    2. adjective
    (having or showing a gentle and friendly nature: a kindly smile; a kindly old lady.) καλοσυνάτος, φιλικός
    - kindness
    - kind-hearted

    English-Greek dictionary > kind

  • 22 nice

    1) (pleasant; agreeable: nice weather; a nice person.) ευχάριστος,συμπαθητικός,ευγενικός
    2) (used jokingly: We're in a nice mess now.) ωραίος
    3) (exact; precise: a nice sense of timing.) ακριβής
    - nicety
    - to a nicety

    English-Greek dictionary > nice

  • 23 polite

    (having or showing good manners; courteous: a polite child; a polite apology.) ευγενικός
    - politeness

    English-Greek dictionary > polite

  • 24 thoughtful

    1) ((appearing to be) thinking deeply: You look thoughtful; a thoughtful mood.) σκεφτικός, συλλογισμένος
    2) (thinking of other people; consideration: It was very thoughtful of you to do that.) στοχαστικός, ευγενικός

    English-Greek dictionary > thoughtful

  • 25 well-behaved

    adjective (behaving correctly: well-behaved children.) ευγενικός, με καλούς τρόπους

    English-Greek dictionary > well-behaved

  • 26 well-mannered

    adjective (polite.) ευγενικός

    English-Greek dictionary > well-mannered

  • 27 благородный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно
    1. ευγενής (την καταγωγή)•

    пансион -ых девиц πανσιόν ευγενών νεανίδων.

    2. ευγενικός, γενναιόφρονας•

    благородный поступок ευγενική πράξη.

    ουσ. ευγενής.
    εκφρ.
    - ые металлы – ευγενή μέταλλα.

    Большой русско-греческий словарь > благородный

  • 28 внимательный

    επ., βρ: -лен, -льна, -льно
    1. προσεχτικός•

    внимательный наблюдатель προσεχτικός παρατηρητής•

    внимательный ученик προσεχτικός μαθητής.

    2. (για τρόπους) ευγενής, αβρός, λεπτός•

    хозяин был -лен ко всем ο νοικοκύρης ήταν ευγενικός σ’ όλους.

    Большой русско-греческий словарь > внимательный

  • 29 дворянский

    επ.
    ευγενής, ευγενικός,τής ευγένειας•

    -ое сословие το κοινωνικό στρωμάτων ευγενών•

    -ая усадьба αρχοντική έπαυλη•

    -ое собрание σύνοδος ευγενών επαρχίας ή νομού•

    -банк τράπεζα των ευγενών•

    -ое происхождение ευγενική καταγωγή•

    дворянский род το γένος των ευγενών•

    дворянский титул ο τίτλος ευγενειας.

    Большой русско-греческий словарь > дворянский

  • 30 личность

    θ.
    1. προσωπικότητα• πρόσωπο, άνθρωπος, άτομο•

    роль -и в истории ο ρόλος της προσωπικότητας στην ιστορία•

    уважение к чужой -и σεβασμός σε ξένο (άγνωστο) πρόσωπο•

    литературная личность λογοτεχνική προσωπικότητα•

    благородная личность ευγενικός άνθρωπος.

    2. πλθ.παλ. τα προσωπικά, διενέξεις, προστριβές.
    3. πρόσωπο•

    бледная личность (απλ.) χλωμό πρόσωπο.

    Большой русско-греческий словарь > личность

  • 31 порядочный

    επ., βρ: -чен, -чна, -чно.
    1. έντιμος, τίμιος, χρηστός αξιοπρεπής. || παλ. ευγενής, ευγενικός.
    2. ικανοποιητικός, αρκετά καλός.
    3. αρκετά μεγάλος σημαντικός•

    -ое состояние αρκετά μεγάλη περιουσία.

    || πολύ μεγάλος•

    порядочный бездельник τεμπέλαρος, -λχανάς.

    Большой русско-греческий словарь > порядочный

  • 32 affable

    1) ευγενικός
    2) προσηνής

    Dictionnaire Français-Grec > affable

  • 33 aimable

    1) αξιαγάπητος
    2) φιλικός
    3) ευγενικός

    Dictionnaire Français-Grec > aimable

  • 34 gentil

    1) αβρός
    2) ευγενικός

    Dictionnaire Français-Grec > gentil

  • 35 hodný

    1) ευγενικός
    2) καλός
    3) ωραίος

    Česká-řecký slovník > hodný

  • 36 laskavý

    1) αξιαγάπητος
    2) ευγενικός
    3) ευμενής
    4) καλός
    5) προσηνής
    6) στοργικός
    7) φιλικός

    Česká-řecký slovník > laskavý

  • 37 milý

    1) αγάπη
    2) έρωτας
    3) ευγενικός
    4) ευχάριστος
    5) καλός
    6) ωραίος

    Česká-řecký slovník > milý

  • 38 vlídný

    1) αξιαγάπητος
    2) ευγενικός
    3) προσηνής
    4) φιλικός

    Česká-řecký slovník > vlídný

  • 39 gentle

    1) απαλός
    2) ευγενικός
    3) ήπιος
    4) πράος

    English-Greek new dictionary > gentle

  • 40 kind

    1) είδος
    2) ευγενικός
    3) καλός

    English-Greek new dictionary > kind

См. также в других словарях:

  • ευγενικός — και βγενικός, ή και ιά, ό (Μ εὐγενικός, ή, όν) 1. αυτός που κατάγεται από ευγενείς, από αρχοντική γενιά 2. εκείνος που έχει ευγενικά αισθήματα, ευγενές ήθος 3. αυτός που έχει πολιτισμένους τρόπους, που συμπεριφέρεται με ευγένεια νεοελλ. 1.… …   Dictionary of Greek

  • ευγενικός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ευγενή. 2. αυτός που έχει καλούς τρόπους: Ευγενικό παιδί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ευγενικός, Ιωάννης — (Κωνσταντινούπολη 1400; – ;). Θεολόγος, νεότερος αδελφός του Μάρκου Ευγενικού (βλ. λ.). Σπούδασε κοντά στον Πλήθωνα και έζησε για πολλά χρόνια στον Μιστρά. Το 1431 εγκαταστάθηκε στην Κωνσταντινούπολη. Έλαβε μέρος στη Σύνοδο της Φλωρεντίας (1438… …   Dictionary of Greek

  • Ευγενικός, Μάρκος — (Κωνσταντινούπολη 1393 – 1445). Μητροπολίτης Εφέσου (1437 45). Μετά τις σπουδές του δίπλα σε επιφανείς δασκάλους (Γεώργιο Γεμιστό, Ιωάννη Χορτασμένο κ.ά.) έγινε μοναχός στη μονή του Αγίου Γεωργίου των Μαγγάνων και επιδόθηκε σε θεολογικές μελέτες …   Dictionary of Greek

  • Иоанн Евгеник — (Εύγενικός) из Трапезунда византийский писатель, жил в половине XV века, в подражание Филострату написал ряд художественных описаний ландшафтов (έκφράσεις): Έκφρασις Τραπεξοΰντος , описание о ва Имбра, и г. Коринфа. Кроме того от И. сохранились… …   Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона

  • ευγενής — ές (ΑΜ εὐγενής, ές, Α εὐηγενής, ὲς και ἠϋγενής, ές) 1. αυτός που κατάγεται από καλή, αρχοντική γενιά 2. (για ζώα) αυτός που προέρχεται από καλή ράτσα («εὐγενὴς λέων», Αισχύλ.) 3. (για φυτά) εκλεκτής ποιότητας («εὐγενεῑς κλάδοι», Αιλ.) 4. φρ.… …   Dictionary of Greek

  • Марк Эфесский — В Википедии есть статьи о других людях с именем Марк (имя). Марк Эфесский греч. Μάρκος Ευγενικός …   Википедия

  • Мануил Евгеник — Марк Эфесский оригинальное имя Μάρκος Ευγενικός имя в миру Мануил Евгеник родился …   Википедия

  • έκφραση — Ο τρόπος με τον οποίο εκφράζεται κάτι· η παράσταση νοημάτων ή ψυχικών τάσεων, διαθέσεων, με σημεία αισθητά, λέξεις, σχήματα, ήχους, μορφασμούς· γραμματειακό είδος κατά το οποίο περιγράφονται αρχιτεκτονικά ή καλλιτεχνικά μνημεία, γεωγραφικά ή… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»