-
1 годичный
ετήσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > годичный
-
2 годовой
ετήσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > годовой
-
3 годовой
годовой ετήσιος, χρονιάτι κος \годовой отчёт о ετήσιος απο λογισμός* * *ετήσιος, χρονιάτικοςгодово́й отчёт — ο ετήσιος απολογισμός
-
4 отчет
ο απολογισμός, η αναφορά, η έκθεσηгодовой - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -ежегодный - η ετήσια έκθεση, ετήσιος -периодический - η περιοδική αναφορά/έκθεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > отчет
-
5 расчёт
1. (подсчёт необходимых данных) о υπολογισμός, ο λογαριασμός- платы за простой - πληρωμής της υπερα-ναμονής, οι επισταλίες2. (определение условий прочности, жёсткости) η ανάλυση, η δοκιμή 3. (конструирование) о υπολογισμός, η μελέτη 4. (оплата) η πληρωμή, η εξόφλησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > расчёт
-
6 годичный
годичный ετήσιος \годичный срок η προθεσμία ενός χρόνου* * *годи́чный срок — η προθεσμία ενός χρόνου
-
7 ежегодный
-
8 годовой
годов||о́йприл ἐτήσιος, χρονιάτικος, τῆς χρονιάς, ἐνιαύσιος:\годовойо́й отчет ὁ ἐτήσιος ἀπολογισμός. -
9 ежегодно
κάθε χρόνο, ετησίως, επί ετήσιας βάσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ежегодно
-
10 процент
1. (сотая доля числа, принимаемого за целое) το ποσοστό επί τοις εκατόν, το εκατοστό 2. (доход, получаемый на каждые сто единиц капитала) о τόκ/ος 3. (плата, получаемая кредитором от должника за отданные в ссуду деньги) о τόκ/οςзанимать под - ы δανείζομαι εντόκως/με - ους- по овердрафту - της επιταγής πληρωμένης από την τράπεζα (όταν το ποσό της είναι μεγαλύτερο από το υπόλοιπο των καταθέσεων)4. (процентная ставка) το επιτόκι/ο5. (вознаграждение, исчисляемое в зависимости от оборота, дохода) το ποσοστόРусско-греческий словарь научных и технических терминов > процент
-
11 среднегодовой
μέσος ετήσιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > среднегодовой
-
12 бюджет
бюджетм ὁ προϋπολογισμός:государственный (годовой) \бюджет ὁ κρατικός (ό ἐτήσιος) προϋπολογισμός. -
13 годичный
годичныйприл ὁ ἐτήσιος, ὁ χρονιάτικος:\годичный срок προθεσμία ἐνός ἔτους. -
14 ежегодный
ежегод||ныйприл χρονιάτικος, ἐτήσιος. -
15 за
запредлог с вин. и твор. под.1. (сзади, позади, вне) πίσω, πέρα, ἀπό, ὀπισθεν / πέραν (по ту сторону):уехать за город φεύγω γιά τήν ἐξοχή· жить за городом μένω στά προάστεια· стать за дерево στέκομαι πίσω ἀπό τό δέντρο·2. (около, возле, вокруг) σέ, είς, κοντά, γύρω ἀπό:садиться за стол κάθομαι στό τραπέζι· сидеть за работой κάθομαι καί δουλεύω, εἶμαι στρωμένος στή δουλειά·3. (на расстоянии) σέ ἀπόσταση:за сто километров от Ленинграда σέ ἀπόσταση ἐκατό χιλιομέτρων ἀπό τό Λένινγκραντ·4. (раньше на какое-л. время) πρίν, πρό:за три дня до праздников τρεις μέρες πρίν ἀπό τίς γιορτές·5. (в течение) στή διάρκεια σέ:заработок за год ὁ ἐτήσιος μισθός· многое сделано нами за неделю μέσα σέ μιά ἐβδομάδα κάναμε πολλή δουλειά·6. (следом) πίσω ἀπό, μετά ἀπό:вслед за кем-л. μετά κάποιον, πίσω ἀπό κάποιον идите за мной ἀκολουθείστε με, ἐλἄτε μαζύ μου· друг за другом ὁ ἔνας πίσω ἀπό τόν ἀλλον гнаться за вором κυνηγῶ τόν κλέφτη·7. (при прикосновении):брать за руку πιάνω ἀπό τό χέρι·8. (при указании цели действия) γιά, ὑπέρ:бороться за мир ἀγωνίζομαι γιά τήν είρήνη·9. (вместо) γιά:работать за двоих ἐργάζομαι γιά δυό·10. (при указании стоимости, цены):купить за двадцать пять рублей ἀγοράζω των είκοσι πέντε ρουβλιών за наличные деньги τοις μετρητοίς·11. (при указании лица, предмета, который нужно достать, привести):идти́ за водой πηγαίνω γιά νερό· посылать за доктором στέλνω νά φέρω γιατρό, φωνάζω τό γιατρό·12. (вследствие) λόγω, ἐνεκα, ἐξ αἰτίας:за недостатком времени ἀπό Ελλειψη χρόνου·13. (по причине) λόγω, ἐξ αίτιας, ἐνεκα:награждать за что-л. βραβεύω γιά κάτι· ◊ приниматься за работу ἀρχίζω τή δουλειά· ей за 50 лет εἶναι πάνω ἀπό 50 χρονών за подписью кого́-л. μέ τήν ὑπογραφή ὁποιουδήποτἐ за Здоровье кого́-л. στήν ὑγεία κάποιου· за ваше здоровье στήν ὑγειά σας· за исключением ἐκτος, ἐξαιρέσει· за и против ὑπέρ καί κατά· ни за что (на свете) γιά τίποτα στον κόσμο, ἐπ' ούδενί τρόπω· за <^ет кого-л. а) γιά λογαριασμό κάποιου, °) σέ βάρος κάποιου (в ущерб кому-л.)· шаг за шагом βήμα προς βήμα· за мой счет μέ δικά μου Ιξοδα. -
16 заработок
заработокм τό ἔσοδο, τό μεροκάματο, ὁ μισθός:месячный \заработок ὁ μισθός, τό μη-νιάτικο· годовой \заработок ὁ ἐτήσιος μισθός· побочный \заработок τό ἔκτακτο ἔσοδο. -
17 имущественный
имущест||венныйприл κτητορικός:\имущественныйиные права τά κτητορικά δικαιώμα-*· \имущественный ценз ὁ ἐτήσιος φόρος, τό τέλος. -
18 однолетний
однолетн||ийприл бот. μονοετής, ἐτήσιος:\однолетнийие растения τά ἐτήσια φυτά. -
19 однолетний
[αντναλιέτνιΤ] εκ ετήσιος -
20 однолетний
[αντναλιέτνιΤ] εκ ετήσιος
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός … Dictionary of Greek
ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)