Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ετήσιος

См. также в других словарях:

  • ἐτήσιος — lasting a year masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ετήσιος — α, ο (ΑΜ ἐτήσιος, ον, Α ιων. τ. ἐτήσιος, ία ( ίη), ον) [έτος] 1. αυτός που διαρκεί ένα έτος («πένθος ἐτήσιον», Ευρ.) 2. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο (α. «ετήσιες εξετάσεις» β. «ἐτησίους θυσίας», Θουκ.) νεοελλ. (για μισθό, εισοδήματα κ.λπ.) ο ενός …   Dictionary of Greek

  • ετήσιος — α, ο 1. αυτός που γίνεται με τη συμπλήρωση έτους: Ετήσιο μνημόσυνο. 2. που διαρκεί ένα έτος: Η θητεία των μελών του συμβουλίου είναι ετήσια. 3. αυτός που γίνεται κάθε χρόνο: Ετήσιες εξετάσεις. 4. αυτός που παρέχεται για όλο το χρόνο, που… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐτησίως — ἐτήσιος lasting a year adverbial ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτήσιον — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc sg ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίοις — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίου — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίους — ἐτήσιος lasting a year masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίων — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτησίῳ — ἐτήσιος lasting a year masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτήσια — ἐτήσιος lasting a year neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»