-
21 распорядок
распоряд||окм ἡ τάξη [-ις], ἡ διάτα-ξη [-ις]:\распорядок дня ἡ ἡμερησία διάταξη· правила вну́треннего \распорядокка ὁ ἐσωτερικός κανονισμός. -
22 внутренний
[βνούτρτννιΐ] εκ. εσωτερικός -
23 ординатор
[αρντινάταρ] ουσ. α εσωτερικός ιατρός -
24 ординатор
[αρντινάταρ] ουσ. α εσωτερικός ιατρός -
25 internal least squares
French\ \ moindres carrés internes (Hartley)German\ \ innere kleinste Quadrate (nach Hartley)Dutch\ \ interne kleinste kwadratenmethode; interne kleinste kwadratenmethode volgens HartleyItalian\ \ minimi quadrati interni (Hartley)Spanish\ \ mínimos cuadrados internosCatalan\ \ mínims quadrats internsPortuguese\ \ mínimos quadrados internosRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ εσωτερικός λιγότεροι - τετράγωναFinnish\ \ pienimmän neliösumman menetelmä epälineaarisessa regressiossaHungarian\ \ belsõ legkisebb négyzetekTurkish\ \ içsel en küçük karelerEstonian\ \ sise-vähimruududLithuanian\ \ vidiniai mažiausieji kvadrataiSlovenian\ \ -Polish\ \ wewnętrzna metoda najmniejszych kwadratówUkrainian\ \ -Serbian\ \ интерни најмањи квадратиIcelandic\ \ innri kosti ferningaEuskara\ \ barneko karratuFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ کمترین توانهای دوم درونیArabic\ \ المربعات الصغرى الداخليةAfrikaans\ \ interne kleinste kwadrate (Hartley)Chinese\ \ 内 部 最 小 平 方 法Korean\ \ 내적 최소 제곱 -
26 внутренний
[βνούτρτννιϊ] επ εσωτερικός -
27 ординатор
[αρντινάταρ] ουσ α εσωτερικός ιατρός -
28 ординатор
[αρντινάταρ] ουσ α εσωτερικός ιατρός -
29 врезной
επ.εσωτερικός, με εσωτερική υποδοχή, κοιλότητα•врезной замок εσωτερική (χωνευτή) κλειδαριά.
-
30 исподний
-яя, -ееεπ. (παλ. κ. διαλκ.) εσωτερικός (για ένδυμα), φορεμένος κάτω από άλλο ένδυμα•-яя рубашка εσωτερικό πουκάμισο.
|| ως ουσ. ουδ. -ее το εσώρουχο. || η ανάποδη. -
31 нижний
-яя, -ееεπ.1. ο κάτω, ο κατώτερος•-яя члюсть η κάτω σιαγόνα•
-ие оконечности τα κάτω άκρα•
нижний этаж το εισώγειο.
|| ο υποκάτω, ο κάτω από μας•-ие жильцы οι κάτωθι μας κάτοικοι.
2. (για ποτάμια) ο κάτω•-ее течение ο κάτω ρους•
-яя волга ο κάτω Βόλγας.
3. εσωτερικός•-ее бель τα εσώρουχα.
4. (για ήχο) χαμηλότερος.εκφρ.нижний чин – παλ. στρατιώτης, φαντάρος. -
32 нутромер
-а α.παχύμετρο, εσωτερικός μετρητής. -
33 нутряной
επ.1. εσωτερικός• των σπλάχνων. || (κυρλξ. κ. μτφ.) των εντοσθίων βαθύς, από το βάθος•нутряной жир λίπος από τα εντόσθια•
нутряной смех βαθύ γέλιο (από ψυχής)• τοποθετημένος μέσα•
нутряной замок εσωτερική κλειδαριά.
2. οιστρήλατος, ενθουσιαστικός. -
34 облик
-а α.1. μορφή, όψη, θωριά, φιγούρα φυσιογνωμία•приятный облик ευχάριστη όψη•
менять облик αλλάζω μορφή.
2. ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•душевный (моральный, нравственный) облик η ηθική μορφή.
|| μορφή εξωτερική•облик города η όψη της πόλης.
εκφρ.гфи-нимать облик – παίρνω την όψη, τη μορφή. -
35 психология
-и θ.ψυχολογία•детская психология η παιδική ψυχολογία•
педагогическая психология παιδαγωγική ψυχολογία•
патологическая психология παθολογική ψυχολογία•
отрасли -и κλάδοι της ψυχολογίας.
|| ο εσωτερικός κόσμος, το είναι•психология женская психология η ψυχολογία της γυναίκας.
-
36 распорядок
-дка α. διάταξη• καθεστώς• τάξη, σειρά•правила внутренного -дка εσωτερικός κανονισμός ή το εσωτερικό καθεστώς•
распорядок дня το πρόγραμμα της μέρας.
-
37 режим
-а α.1. καθεστώς•царский режим τσαρικό καθεστώς•
монархический режим μοναρχικό καθεστώς•
полицейский режим αστυνομικό καθεστώς.
|| εσωτερικός κανονισμός• καθιερωμένη σειρά, τάξη•режим дня το καθεστώς της μέρας•
школьный режим σχολικός κανονισμός.
2. σύστημα κανόνων, μέτρων κλπ.)• режим питания κανονισμός διατροφής-δίαιτα•режим безопасности καθεστώς (μέτρα) ασφάλειας.
εκφρ.режим экономики – σύστημα οικονομίας•режим резания – (τεχ.) σύστημα κοπής σε τόρνο. -
38 спонтанный
επ. (γραπ. λόγος) εσωτερικός, από εσωτερικές αιτίες. -
39 утробный
επ. βρ: -бен, -бна, -бно.1. εγκοίλιος•утробный период развития η εγκοίλια περίοδος ανάπτυξης.
2. εσωτερικός.3. (γι•« ήχ°) υπόκωφος• χαμηλός. -
40 ядровый
επ.πυρηνικός, του πυρήνα. || εσωτερικός.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εσωτερικός — ή, ό (ΑΜ ἐσωτερικός, ή, όν) [εσώτερος] αυτός που ανήκει στο εσωτερικό ενός πράγματος, αυτός που βρίσκεται ή παραμένει ή συμβαίνει μέσα σε κάτι (α. «ἐσωτερικὸν ἔνδυμα» β. «εσωτερική διακόσμηση τού σπιτιού») νεοελλ. 1. το ουδ. ως ουσ. το εσωτερικό… … Dictionary of Greek
εσωτερικός — ή, ό 1. αυτός που είναι μέσα, όχι έξω, αυτός που προορίζεται για εσωτερική χρήση: Εσωτερικός κανονισμός σχολείου. 2. το ουδ. ως ουσ., εσωτερικό η περιοχή χώρας που ορίζεται από τα σύνορα, αλλ. ημεδαπή (αντίθ. εξωτερικό): Καπνά για το εσωτερικό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐσωτερικά — ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc pl ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc/acc dual ἐσωτερικά̱ , ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικῶν — ἐσωτερικός inner fem gen pl ἐσωτερικός inner masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικόν — ἐσωτερικός inner masc acc sg ἐσωτερικός inner neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευκαλυπτόλη — Εσωτερικός αιθέρας της τερπίνης. Ονομάζεται και κινεόλη. Λαμβάνεται κυρίως από το ευκαλυπτέλαιο. Είναι υγρό με οσμή ευκαλύπτου. Έχει σημείο βρασμού 176°C, ειδικό βάρος 0,930 και είναι οπτικά ανενεργή στο πολωμένο φως. Μπορεί επίσης να σχηματιστεί … Dictionary of Greek
αιθυλενοξείδιο — Εσωτερικός αιθέρας της αιθυλενογλυκόλης, που παρασκευάζεται με την προσθήκη σταγόνων οξικού β χλωριαιθυλίου Cl CH3 CH2 Ο CO CH3 σε μείγμα καυστικού καλίου με μορφή σκόνης και άμμου. Λέγεται και οξιδοαιθάνιο. Πρόκειται για αέριο που μπορεί να… … Dictionary of Greek
ἐσωτερικοί — ἐσωτερικός inner masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικούς — ἐσωτερικός inner masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερικῆς — ἐσωτερικός inner fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐσωτερική — ἐσωτερικός inner fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)