-
1 questionnaire
ερωτηματολόγιο -
2 dotazník
ερωτηματολόγιο -
3 questionnaire
ερωτηματολόγιο -
4 ankieta
ερωτηματολόγιο -
5 kwestionariusz
ερωτηματολόγιο -
6 опросный
-
7 анкета
-ы θ.ερωτηματολόγιο•заполнять -у συμπληρώνω ερωτηματολόγιο.
-
8 анкета
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > анкета
-
9 вопросник
το ερωτηματολόγιο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вопросник
-
10 анкета
-
11 анкета
анкет||аж τό ἔντυπο[ν] ἐρωτηματολόγιο[ν]. -
12 вопросиик
вопро́сиикм τό ἐρωτηματολόγιο [ν]. -
13 заполнить
заполнитьнесов1. γεμίζω, πληρῶ:зрители \заполнитьяют зал οἱ θεατές γεμίζουν τήν αίθουσα·2. (бланк и т. ἡ.) συμπληρώνω:\заполнить анкету συμπληρώνω τό ἐρωτηματολόγιο· ◊ \заполнить пробел συμπληρώνω τό κενό. -
14 незаполненный
незаполненн||ыйприл ἀσυμπλήρωτος·. \незаполненный лист τό ἀσυμπλήρωτο φύλλο· \незаполненныйая анкета τό ἀσυμπλήρωτο ἐρωτηματολόγιο. -
15 опросный
опрос||ныйприл ἐρωτηματικός:\опросныйный лист τό ἐρωτηματολογιο[ν]. -
16 questionnaire
[-'neə]noun (a written list of questions to be answered by a large number of people to provide information for a survey or report.) ερωτηματολόγιο -
17 вопросник
[βαπρόσνικ] ουσ. α. ερωτηματολόγιο -
18 вопросник
[βαπρόσνικ] ουσ α ερωτηματολόγιο -
19 вопросник
-а α.ερωτηματολόγιο (βιβλίο που περιέχει ερωτήματα για τους μαθητές). -
20 вопросный
επ.ερωτηματικός, με ερωτήσεις•вопросный лист ερωτηματολόγιο, φύλλο με ερωτήσεις.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ερωτηματολόγιο — το 1. κατάσταση με ερωτήσεις. 2. πλήθος ερωτήσεων που υποβάλλονται σε κάποιον προφορικά: Μου άρχισε ένα ερωτηματολόγιο, πουδεν πρόφταινα να απαντήσω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
διάλεκτος — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
διαλεκτός — Όρος που χρησιμοποιείται για να δηλώσει είτε ένα τοπικό γλωσσικό ιδίωμα σε αντιδιαστολή προς μία εθνική γλώσσα είτε μία ομάδα τοπικών ιδιωμάτων, τα οποία, πέρα από παραλλαγές, σημαντικές σε ορισμένες περιπτώσεις, περιέχουν κοινά φωνητικά,… … Dictionary of Greek
-λόγιο — (AM λόγιον και Μ λόγιν) β συνθετικό ουδέτερων ονομάτων από το ρ. λέγω είτε με τη σημασία τού «ομιλώ, λέω» (πρβλ. ημερολόγιο, ωρολόγιο, μοιρολόγιο, τιμολόγιο) είτε με τη σημ. τού «συλλέγω, συγκεντρώνω», οπότε και λειτούργησε ως περιληπτική… … Dictionary of Greek
ομολογία — I Συμφωνία, ομοφωνία. Ο. πίστης ονομάζεται η επίσημη έκθεση των δογμάτων μιας Εκκλησίας ή και η αποδοχή ενός θρησκευτικού δόγματος. (Νομ.) Ο όρος ο. σημαίνει γενικά την αναγνώριση ή την αποδοχή κατηγορίας πταίσματος από το πρόσωπο που διέπραξε το … Dictionary of Greek
συνέντευξη — η / συνέντευξις, εύξεως, ΝΑ νεοελλ. 1. προκαθορισμένη συνάντηση, ραντεβού («ο ιατρός δέχεται επί συνεντεύξει») 2. η με ένα σημαίνον πρόσωπο συνομιλία για σοβαρό θέμα η οποία προορίζεται για δημοσιότητα 3. φρ. α) «προσωπική συνέντευξη» i) μορφή… … Dictionary of Greek
σφυγμομέτρηση — Μια από τις βασικές μεθόδους της πρακτικής κοινωνικής έρευνας. Είναι γνωστή και με την ονομασία γκάλοπ. Εφαρμόζεται σε κοινωνικές, κοινωνικοψυχολογικές, δημογραφικές κ.ά. έρευνες. Κατά τη σ. κάθε μέλος της ομάδας που έχει επιλεχθεί για την έρευνα … Dictionary of Greek