Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ερχομός

  • 21 пришествие

    ουδ. (γραπ. λόγος)1 άφιξη, ερχομός, προσέλευση• παρουσία.
    εκφρ.
    второе пришествие – (κυρλξ. κ. μτφ.) η δεύτερη παρουσία.

    Большой русско-греческий словарь > пришествие

  • 22 съезд

    α.
    1. άφιξη, ερχομός, προσέλευση•

    съезд гостей η προσέλευση των φιλοξενούμενων.

    || (παλ.) συνάθροιση, συνάντηση.
    2. συνέδριο•

    съезд профсоюзов συνέδριο των συνδικάτων•

    съезд партии συνέδριο του κόμματος.

    3. βλ. съежание.
    4. κάθοδος, το μέρος της καθόδου.

    Большой русско-греческий словарь > съезд

  • 23 хождение

    ουδ.
    πορεία, βάδισμα, όδευση, πηγαιμός, μετάβαση• περιφορά, γύρισμα•

    хождение по городу το γύρισμα στην πόλη•

    хождение под парусами ιστιοπλοΐα•

    хождение туда и назад πηγαινο-ερχομός, το αλερετούρ•

    хождение по цыпочкам βάδισμα στις μύτες (δάχτυλα) των ποδιών•

    хождение за грибами μετάβαση για μανιτάρια•

    хождение по святым местам μετάβαση στους αγίους τόπους.

    || παλ. • (φιλγ.)• τάξε ιδ ιωτ ικές εντυπώσεις.
    εκφρ.
    хождение в народ – πορεία προς το λαό (διαφώτιση και επαναστατικοποίηση 1860 – 1870)• хождение по мукам βασανιστική πορεία•
    иметь хождение – χρησιμοποιούμαι, συνηθίζομαι, κυκλοφορώ•
    по образу пешего -я – πεζός, ποδαρόδρομο.

    Большой русско-греческий словарь > хождение

  • 24 явка

    θ.
    1. εμφάνιση, η παρουσία, ερχομός, προσέλευση, άφιξη•

    явка обязательна η παρουσία είναι υποχρεωτική•

    явка на суд η εμφάνιση στο δικαστήριο.

    2. γιάφκα, μέρος συνάντησης παράνομων μελών οργάνωσης.
    3. παλ. ανακοίνωση αναφορά•

    явка о побеге преступника ανακοίνωση για απόδραση εγκληματία•

    явка о краже αναφορά (στις αρχές) για κλοπή.

    Большой русско-греческий словарь > явка

  • 25 явление

    ουδ.
    1. εμφάνιση, παρουσία(ση), ερχομός, άφιξη, προσέλευση.
    2. (θεατρ.) μέρος πράξης που τα δρώντα πρόσωπα δεν αλλάζουν.
    3. φαινόμενο•

    явление природы φυσικό φαινόμενο•

    общественное явление κοινωνικό φαινόμενο•

    химическое явление χημικό φαινόμενο•

    странное παράξενο φαινόμενο.

    (φιλοσ.) η εξωτερική μορφή (ύλης, πραγμάτων κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > явление

См. также в других словарях:

  • ερχομός — ο (Μ ἐρχομὸς) [έρχομαι] 1. η άφιξη 2. (για τον Χριστό) η έλευση, η ενσάρκωση μσν. (για εχθρό) προέλαση, έφοδος …   Dictionary of Greek

  • ερχομός — ο η άφιξη, το φτάσιμο, η προσέλευση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • προσέλευση — η / προσέλευσις, εύσεως, ΝΜΑ 1. έλευση, άφιξη 2. ερχομός, προσέγγιση (α. «η προσέλευση τών επισήμων στη δοξολογία καθυστέρησε λόγω τής καταιγίδας» β. «η προσέλευση τών σκαφών συνεχίστηκε ολόκληρη τη νύχτα» γ. «τὸν καιρὸν τῆς προσελεύσεως... τῶν …   Dictionary of Greek

  • άφιξη — η (AM ἄφιξις, Α και ἄπιξις) [αφικνούμαι] ο ερχομός, το να φθάνει κάποιος σ ένα μέρος νεοελλ. η ώρα της άφιξης μεταφορικού μέσου αρχ. 1. επιστροφή 2. ικεσία …   Dictionary of Greek

  • έλα — (I) ἔλα (Α) «ἥλιος, αὐγή, καῡμα. Λάκωνες» (Ησύχ.). (II) (Μ ἔλα) 1. με προτρεπτική σημασία («έλα τώρα να δούμε τις λεπτομέρειες») 2. ως παρακελευσματικό μόριο («βασιλείς ελάτε, ελάτε και κτυπήσατε κι εδώ», Σολωμός) 3. με το που ως διηγηματικό… …   Dictionary of Greek

  • έλευση — η (ΑΜ ἔλευσις) 1. ερχομός, άφιξη 2. φρ. «ἡ ἔλευσις τοῡ Σωτῆρος τοῡ Κυρίου κ.λπ.» η ενσάρκωση τού Χριστού, η κάθοδός του στη γη 3. φρ. «ἡ δευτέρα ἔλευσις» η δευτέρα παρουσία …   Dictionary of Greek

  • έρχομα — ἔρχομα, τὸ (Μ) ο ερχομός …   Dictionary of Greek

  • έφοδος — (I) ἐφοδος, ον (Α) (εσφ. αν. τού εύέφοδος ευπρόσιτος, ευκολοπλησίαστος (α. «σταύρωμα ἔπηξαν καὶ ἔρυμά τε, ᾗ ἐφοδώτατον ἦν τοῑς πολεμίοις», Θουκ. β. «συνιδὼν ἔφοδον ὄντα τὸν λόφον», Πολύαιν.). (II) ἔφοδος, o (A) 1. αυτός που περιέρχεται και… …   Dictionary of Greek

  • ήξις — ἧξις, ἡ (Α) άφιξη, ερχομός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ήκω. Άλλη ανάγνωση τού ίξις*] …   Dictionary of Greek

  • ίξις — ἵξις, εως, ιων. τ. ἴξις, ἡ (Α) [ίκω] 1. άφιξη, ερχομός 2. διάβαση, πέρασμα 3. διεύθυνση 4. κατακόρυφη γραμμή 5. φρ. «κατ ἴξιν» α) κατά τη διεύθυνση κάποιου, κατευθείαν προς κάτι β) στην ίδια γραμμή, στην ίδια διεύθυνση με κάτι …   Dictionary of Greek

  • ακαλωσόριστος — η, ο [καλωσόριστος] 1. αυτός που δεν τόν καλωσόρισαν, που δεν τού έκαναν καλή υποδοχή 2. που ο ερχομός του προκαλεί δυσφορία …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»