-
1 ἐργάζομαι
A- άσομαι Thgn.1116
, etc., [dialect] Dor.ἐργαξοῦμαι Theoc.10.23
,ἐργῶμαι PCair.Zen.107.4
(iii B. C.), LXX Ge.29.27, al., IG7.3073.12 (Lebad., ii B. C. ) (but Hsch. ἐργᾷ· ἐργάζει): [tense] aor. εἰργασάμην, [dialect] Ion.ἐργ- Hdt.2.115
, A.Th. 845 (lyr.), etc., [ per.] 3pl. opt.ἐργασαίατο Ar.Av. 1147
, Lys.42 ; [dialect] Dor. M (Delph., iv B. C.): [tense] pf. εἴργασμαι, [dialect] Ion.ἔργ- Hdt.2.121
.έ, A.Fr. 311, etc.—These tenses are used both in [voice] Med. and [voice] Pass. signfs.: for other [voice] Pass. tenses, v. infr. 111:—[dialect] Att. Inscrr. of cent. iv have ἠργαζόμην, ἠργασάμην, ([etym.] ἐξ-) IG22.1585.11, 1669.10, al., but εἴργασμαι ib.1666 A27 ; so also ἠργάσατο ib.7.424 (Oropus, iv B. C.), εἰργασμένος ib.3073.51 (Lebad., ii B. C.),ἐξήργασατο UPZ19.8
(ii B. C.),εἴργασμαι PCair.Zen.146.3
(iii B. C.); but this rule is often broken in later Pap., Inscrr., and codd.:—work, labour, esp. of husbandry, Hes.Op. 299, 309, Th.2.72, etc.; but also of all manual labour, of slaves,ἐ. ἀνάγκῃ Od.14.272
; of quarrymen, Hdt.2.124, etc.;τὴν οὐσίαν οὐ δικαζόμενον ἀλλ' ἐργαζόμενον κεκτημένον Antipho 2.2.12
; ἐ. ἐν τοῖς ἔργοις in the mines, D.42.31 : c. dat. instr., χαλκῷ with brass, Hes.Op. 151 ; also of animals,βοῦς ἐργάτης ἐργάζεται S. Fr. 563
; of birds working to get food, Arist.HA 616b35 ; of bees, ib. 625b22 ; of Hephaestus' self-acting bellows, Il.18.469 ; τὸ χρῆμ' ἐργάζεται the matter works, i.e. goes on, Ar.Ec. 148 ; produces an effect,Thphr.
CP5.12.7 ; οὐχ ὁμοίως ἐργάσεται τὸ θερμόν ib.6.18.11.II trans., work at, make, ἔργα κλυτά, of Athena, Od. 20.72, cf. 22.422 ; ἀγάλματα, ὕμνους, Pi.N.5.1,I.2.46 ; τρίποδα, Νίκην, SIG34 (Delph., v B. C.); ;οἰκοδόμημα Th.2.76
; εἰκόνας, ἀνδριάντας, καλὰ ἔργα, Pl.Cra. 431c, X.Mem.2.6.6, Pl.Men. 91d ; κηρόν, σχαδόνας, of bees, Arist.HA 627a6,30 ;μέλι Sor.Vit. Hippocr.11
; make so and so,ξηρὸν ἐ. τινά Luc.DMar.11.2
;μέγαν Ael.VH3.1
.2 do, perform,ἔργα ἀεικέα Il.24.733
; ἔργον ἐπ' ἔργῳ ἐ., of husbandmen, Hes.Op. 382, cf. 397 ;ἐργασίας ἐ. Arist.EN 1121b33
, cf. X.Oec.7.20 ; ἐναίσιμα, φίλα ἐ., Od.17.321, 24.210 ; ;περὶ θεοὺς ἄδικον μηδέν Id.Grg. 522d
; ἐ. πρᾶγμα, opp. βουλεύειν, S.Ant. 267, cf. OT 347 ;τὸ ἔργον Κυρίου 1 Ep.Cor.16.10
: c. dupl. acc., do something to..,τά περ νῦν ἐ. [ὁ ἥλιος] τὸν Νεῖλον Hdt.2.26
, etc.; chiefly in bad sense, do one ill, do one a shrewd turn,κακὰ ἐργάζεσθαί τινα S.Ph. 786
, Th.1.137, etc.; so οἷά μ' εἰργάσω, τί μ' ἐργάσει; S.Ph. 928, 1172 (lyr.), etc.;μὴ δῆτα τοῦτό μ' ἐργάσῃ Id.El. 1206
;αἴσχιστα ἐ. τινά Ar.V. 787
; less freq.,ἀγαθὰ ἐ. τινά Hdt.8.79
, cf. Th.3.52, Pl.Cri. 53a ;πολλὰ καὶ καλὰ τὴν Ἑλλάδα Id.Phdr. 244b
; seldom ;οἷν ἐμοὶ δυοῖν ἔργ' ἐστὶ κρείσσον' ἀγχόνης εἰργασμένα S.OT 1374
.c in Law, ζημίαν ἐ. do damage, Is.6.20, cf. Hyp.Ath.22.3 work a material,ὅπλα..οἷσίν τε χρυσὸν ἐργάζετο Od.3.435
; ἐ. γῆν till the land, Hdt.1.17, etc.;ἐ. [ἀγροὺς] ἐργάταις X.Cyr.1.6.11
;γῆν καὶ ξύλα καὶ λίθους Id.HG3.3.7
; [ ἀργυρῖτιν] Docum. ap. D.37.28 ; ἐ. θάλασσαν, of traders, D.H.3.46 ; γλαυκὴν ἐ., of fishers, Hes.Th. 440.4 earn by working,χρήματα Hdt.1.24
, Ar.Eq. 840, etc.;καινὸν βίον ἐκ τοῦ δικαίου And.1.144
, cf. Hes.Op.43 ;ἀργύριον ἀπὸ σοφίας Pl.Hp.Ma. 282d
;μισθοῦ τὰ ἐπιτήδεια X.Mem.2.8.2
.5 work at, practise, μουσικήν, τέχνας, etc., Pl.Phd. 60e, R. 374a, etc.;ἐπιστήμας X.Oec.1.7
; ἀρετὴν καὶ σωφροσύνην v.l. in Isoc.13.6 ; δικαιοσύνην, ἀνομίαν, Act.Ap.10.35, Ev.Matt.7.23.6 abs., work at a trade or business, traffic, trade,ἐν [γναφείῳ] Lys.23.2
;ἐν ἐμπορίῳ καὶ χρήμασιν D.36.44
;ἐν τῇ ἀγορᾷ Id.57.31
(also οἱ τὴν τετράγωνον (sc. ἀγοράν) ἐργαζόμενοι those who trade in the square, BCH8.126 (cf. Glotta14.73));κατὰ θάλατταν D.56.48
; τούτοις..ναυτικοῖς ἐ. trade with this money on bottomry, Id.33.4 ;δὶς ἢ τρὶς ἐ. τῷ αὐτῷ ἀργυρίῳ Id.56.30
; ταῦτα ἐ. thus he trades, Id.25.82 ; traders,Id.
34.51 ; οἱ ἐν Δήλῳ ἐ., = Lat. qui Deli negotiantur, CIG2285b ; esp. of courtesans, σώματι ἐ., Lat. quaestum corpore facere, D.59.20 ;ἐπὶ τέγους ἀπὸ τοῦ σώματος Plb.12.13.2
; ἀπὸ τῆς ὥρας Alexis Sam. ap. Ath.13.572f, Plu.Tim.14.III [voice] Pass., rarely in [tense] pres. and [tense] impf., D.H.8.87 ([etym.] ἐξ-), Hyp.Eux.35 : [tense] fut.ἐργασθήσομαι S.Tr. 1218
, ([etym.] ἐξ-) Isoc.Ep.6.8 : [tense] pf. εἴργασμαι (v. infr.): [tense] aor. 1 , Thphr.HP6.3.2, etc.1 to be made or built,ἔργαστο τὸ τεῖχος Hdt.1.179
;ἐκ πέτρας εἰργασμένος A.Pr. 244
;οἰκοδόμημα διὰ ταχέων εἰργ. Th.4.8
; λίθοι εἰργ. wrought stones, Id.1.93 ;γῆ εἰργ. X.Oec.19.8
;θώρακας εὖ εἰργ. Id.Mem.3.10.9
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐργάζομαι
См. также в других словарях:
επιταλαιπωρώ — ἐπιταλαιπωρῶ, έω (Α) 1. υποφέρω επί πλέον, υφίσταμαι κι άλλες ταλαιπωρίες («περὶ δὲ τῶν ἔπειτα μελλόντων τοῑς παροῡσι βοηθοῡντας χρὴ ἐπιταλαιπωρεῑν», Θουκ.) 2. κοπιάζω για κάτι («πρὸς πολιτικοῑς ἐπιταλαιπωροῡντας», Πλάτ.) 3. εργάζομαι επί πλέον,… … Dictionary of Greek
παραθητεύω — Α υπηρετώ κάποιον επί μισθώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + θητεύω «εργάζομαι επί μισθώ»] … Dictionary of Greek
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek
εργασία — Με τον όρο ε. εννοούμε κάθε ανθρώπινη ενέργεια που έχει σκοπό την παραγωγή αγαθών, υπηρεσιών ή πληροφοριών που χρειάζονται στους ίδιους τους ανθρώπους. Στην ιστορία του ανθρώπου η ε. εμφανίζεται ως κοινωνική ενέργεια, που προσφέρεται δηλαδή από… … Dictionary of Greek
πλείων — πλείον και πλέων, πλέον, ΝΜΑ / πλείων, πλεῑον, αιολ. και δωρ. τ. αρσ. πλήων, αττ. συνηρ. τ. ουδ. πλεῑν και κρητ. τ. πλίον και ιων. τ. πλεῡν και αρκαδ. τ. πλός, Α (ως συγκριτ. βαθμός τού επιθ. πολύς) 1. (σχετικά με ποσότητα, μέγεθος, έκταση και… … Dictionary of Greek
έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… … Dictionary of Greek
προσεργάζομαι — Α [ἐργάζομαι] 1. κάνω κάτι ακόμη («ὡς μηδὲν προσεργάσαιτο τοῑς δεδραμένοις», Ευρ.) 2. επεξεργάζομαι επί πλέον («τὸ χρυσίον τῷ ἀγάλματι προσειργάσατο καὶ περιέθηκεν», Πλούτ.) 3. κερδίζω επί πλέον («μισθὸς εἴργασται τῇ στρατιᾷ», Ξεν.) 4. φονεύω… … Dictionary of Greek
έρδω — ἔρδω (Α) 1. ενεργώ, εκτελώ (α. ἔρξον, ὅπως ἐθέλεις, Ομ. Ιλ. β. «ἔρδειν ἔργα βίαια», Ομ. Οδ.) 2. θυσιάζω (α. «κατά βωμοὺς ἔρδομεν ἀθανάτοισι τεληέσσας ἐκατόμβας», Ομ. Ιλ. β. «οὐδ’ ἔρδειν μακάρων ίεροῑς ἐπὶ βωμοῑς», Ησίοδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < (F)έρδω… … Dictionary of Greek
προσασχολώ — έω, Α 1. (ενεργ. και μέσ.) ενασχολούμαι επί πλέον 2. αναγκάζω κάποιον να προσέξει κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀσχολῶ «εργάζομαι, ασχολούμαι»] … Dictionary of Greek
προσεμπονώ — έω, Α καλλιεργώ επί πλέον («προσεμπονεῑν τὴν ἀρχαίαν γῆν», επιγρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἐμπονῶ «εργάζομαι, επεξεργάζομαι»] … Dictionary of Greek
προσκάμνω — Α 1. εργάζομαι με κόπο ή σκληρά για μεγαλύτερο χρόνο 2. πάσχω, υποφέρω επί πλέον («προσέκαμνεν... ὑπὸ τῆς θαλάσσης», Παυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + κάμνω «δημιουργώ, κατασκευάζω, κουράζομαι, πάσχω, υποφέρω»] … Dictionary of Greek