-
1 ερησομαι
-
2 ερομαι
(impf. εἰρόμην, fut. ἐρήσομαι, aor. 2 ἠρόμην, imper. ἐροῦ - эп. ἔρεο и εἴρειο, inf. ἐρέσθαι - эп. εἴρεσθαι) спрашивать, расспрашивать(τινά τι Hom., Pind., Plat., τινα ἀμφί τι и ἀμφί τινι Hom.; τινα περί τινος Hom., Her., Eur.)
εἴροντο ὅττι ἑ κήδοι Hom. — (сбежавшиеся киклопы) спрашивали (Полифема), что его беспокоит;ἤρετο Ξενοφῶντα Xen. — (Сократ) обратился с вопросом к Ксенофонту;{. δώματα πατρός Hom. — разузнать, где находится дом отца;εἴρειν πρός τινά ἐρόμενον Arst. — отвечать на чей-л. вопрос -
3 ἐπερωτάω
ἐρωτάω / ἐπ|ερωτάω спрашивать (редко: fut ἐρήσομαι aor. ἠρόμην) -
4 ἐρωτάω
ἐρωτάω / ἐπ|ερωτάω спрашивать (редко: fut ἐρήσομαι aor. ἠρόμην)
См. также в других словарях:
ἐρήσομαι — ἔρομαι ask fut ind mid 1st sg ἐράομαι love aor subj mp 1st sg (attic epic ionic) ἐράομαι love fut ind mp 1st sg (attic ionic) ἐρέομαι ask aor subj mp 1st sg (epic) ἐρέομαι ask fut ind mp 1st sg ἐρέω love aor subj mid 1st sg (epic) ἐρέω love fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έρομαι — ἔρομαι και ιων. και επικ. τ. εἴρομαι (Α) 1. ερωτώ, ζητώ να μάθω («τὸ μὲν πρῶτον... ἐρήσομαι... τὶς πόθεν ἀνδρῶν», Ομ. Οδ.) 2. ζητώ συμβουλή, συμβουλεύομαι 3. αιτώ, ζητώ («στρατηγός... ἠτήσ’ ἐρόμενος Κλεαίνετον» ο στρατηγός... ζήτησε παρακαλώντας… … Dictionary of Greek