-
21 обработка
1. тех. η επεξεργασία, η κατεργασία - воды - του ύδατος- на станке - στο μηχάνημα (π.χ. στον τόρνο)- της τελειοποίησης, η τελική κατεργασίαчерновая - προκαταρκτική -, τοξεχόνδρισμαчистовая - см. финишная -2. (земли) ηκαλλιέργεια.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > обработка
-
22 оплавление
1. (способ сварки) η τήξη 2. (остеклование керамической поверхности) η υαλοποίηση (της κεραμικής επιφάνειας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оплавление
-
23 отделка
1. (процесс) η (τελική) κατεργασία 2. (то, что служит украшением чего-л.) η διακόσμηση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отделка
-
24 отношение
1. (мат) η σχέση, ο λόγοςдвучленное - διθέσια/διμελής -дисковое - (гребного винта) мор. - (της ανεπτυγμένης) επιφάνειας της έλικας (προς την επιφάνεια του δίσκου)шаговое - (гребного винта) мор. - του βήματος (της έλικας) (προς τη διάμετρο)2. (пропорция) η αναλογία, η σχέσηв процентном - ии σε - επί τοις εκατόν (%)3. (взаимная связь, зависимость разных величин, предметов, явлений, соотношение между чем-л.) η σχέσηиметь - έχει σχέση, σχετίζεται με..4. -ия мн. (связь между кем-л., образующаяся из общения на какой-л. почве) οι σχέσειςтемпоральные - лингв. χρονικές -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отношение
-
25 очерк
литер. το δοκίμιο очертание το περίγραμμα, η μορφή. очиститель ο καθαριστής. очистить см. очищать. очистка ο καθαρισμός, το καθάρισμα, η εκκαθάριση, η διΰλιση- με φλόγαщелочная - масла - αλκαλικός - λαδιού/ελαίουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > очерк
-
26 паронапряжение котла, удельное
η ειδική ατμοποίηση του λέβηταη ατμο-ποίηση ανά μονάδα επιφάνειας της θέρμανσηςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > паронапряжение котла, удельное
-
27 плинтовать
ισιώνω και καθαρίζω την επιφάνειαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > плинтовать
-
28 провешивание
(геод.)1. (установление вешек) το πασσάλωμα, η πασσάλωση, η τοποθέτηση πασσάλων 2. (установление вертикальности) ο έλεγχος της κάθετης θέσης μιας επιφάνειας με βαρίδι/αλφάδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивание
-
29 провешивать
(геод.)1. (устанавливать вешки) πασσαλώνω, τοποθετώ πασσάλους 2. (устанавливать вертикальность) ελέγχω την κάθετη θέση μιας επιφάνειας με βαρίδι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > провешивать
-
30 профилометр
(маш., мет.) το μηχάνημα ανίχνευσης των σημείων τραχύτητας της επιφάνειας.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профилометр
-
31 профиль
1. (поперечное или продольное сечение, разрез поверхности, предмета) η τομή 2. (очертание, видсбоку) η πλάγια όψη, το προφίλ (ξεν.) 3. тех. η (κατα)τομή 4.(προκ.) το διαμορφωμένο έλασμα ή χυτόкруглый - мет. στρογγυλό -крупносортный мет. - μεγάλων διαστάσεωνмелкосортный мет. - μικρών διαστάσεωνрезиновый - από λάστιχο, ελαστικό -углобульбовый мет. - της βολβογωνίαςугловой мет. - της γωνίας5. (совокупность основных типических черт, характеризующих профессию, специальность) η ειδίκευση, η εξειδίκευση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > профиль
-
32 радиоволна
физ. το ραδιοκύμα, το ηλεκτρομαγνητικό κύμα(отражённая от ионосферы) - χώρου εκτρε-πόμενο προς την ιονόσφαιρα και ανακυκλωμένο κατόπιν τη γηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > радиоволна
-
33 распространение
1. (расширение круга действия) η διάδοση, ионосферное - радиоволн ιονοσφαιρική - των ραδιοκυμάτων 2. (напр. выводов, теории, положения) η επέκταση.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > распространение
-
34 сопротивление
1. (свойство) η αντίσταση, η αντίδραση, η αντοχήповерхностное - της επιφάνειας, επιφανειακή -разрядное - προληπτική - των εκκενώσεων/εκφορτώσεων- сдвигу η αντοχή σε διάτρηση, η διατμική αντοχήтепловое - см. термическое -2. (резистор) о αντισ-τάτης 3. (аргд.) η οπισθέλκουσα του κύματοςбалансировочное (аргд.) η οπισθέλκουσαεξισορρόπησηвихревое - (аргд.) - τωνδινώνлобовое - (аргд.) η μετωπική οπισθέλκουσαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сопротивление
-
35 уковка
η σμίκρυνση/ελάττωση της επιφάνειας λόγω σφυρηλάτησης.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > уковка
-
36 фосфатирование
мет. η φωσφάτωση (της επιφάνειας).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > фосфатирование
-
37 цековка
1. (операция) η κατεργασία επιφάνειας (προσώπου) για την εφαρμογή της κεφαλής της βίδας/του κοχλία 2. (инструмент) το κοντύλι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > цековка
-
38 шероховатость
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шероховатость
-
39 эрозия
1. (геол.) η απογύμνωση, η αποσάθρωση 2. тех. η διάβρωση, η αποσύνθεση της επιφάνειας του μετάλλου 3. мед. το επιφανειακό έλκοςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > эрозия
-
40 response surface designs
French\ \ des surfaces de réponseGerman\ \ Antwortflächen-VersuchspläneDutch\ \ responsoppervlak proefschemaItalian\ \ risposta superficie disegniSpanish\ \ diseños de superficie de respuestaCatalan\ \ -Portuguese\ \ delineamentos de superfície de resposta; delineamentos rotativos; planeamentos de superfície de resposta; planejamentos de superfícies de respostaRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ responsytedesignGreek\ \ σχεδιασμοί επιφάνειας απόκρισηςFinnish\ \ vastepinta-asetelmatHungarian\ \ válasz felület tervekTurkish\ \ yanıt yüzeyi tasarımlarıEstonian\ \ reaktsioonipinna plaanidLithuanian\ \ atsakų paviršiaus projektai ; atsakų paviršiaus modeliaiSlovenian\ \ -Polish\ \ plany powierzchni odpowiedziRussian\ \ модели поверхности откликаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ svörun yfirborðs hönnunEuskara\ \ erantzun azalera diseinuakFarsi\ \ -Persian-Farsi\ \ طرح رويه پاسخArabic\ \ تصاميم سطح الاستجابةAfrikaans\ \ responsoppervlak-ontwerpeChinese\ \ 反 应 面 设 计 , 响 应 面 设 计Korean\ \ 반응표면설계
См. также в других словарях:
ἐπιφανείας — ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem acc pl ἐπιφανείᾱς , ἐπιφάνεια appearance fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κώνος — I (Γεωλ.). Σχηματισμοί που δημιουργούνται από υδάτινα ρεύματα, κυρίως χειμαρρώδους χαρακτήρα, όταν από μια απρόοπτη μείωση της κλίσης της κοίτης ελαττώνεται η ταχύτητα του νερού, με αποτέλεσμα να αποτίθενται υπό μορφή βεντάλιας (ριπιδίου) ή κ. τα … Dictionary of Greek
ροή — Η ποσότητα (όγκος) ρευστού που διαπερνά μια ορισμένη επιφάνεια στη μονάδα του χρόνου. Η έννοια της ρ. επεκτάθηκε αργότερα σε όλους τους τύπους διανυσματικών πεδίων. Ο υπολογισμός της ρ. ενός ρευστού, που διατρέχει χωρίς τριβές και με σταθερή… … Dictionary of Greek
χάρτης — Φύλλο χαρτιού επάνω στο οποίο αποτυπώνεται συνήθως σε σμίκρυνση η επιφάνεια της Γης ή ένα τμήμα της, η διαμόρφωση του εδάφους με λεπτομέρειες, οι θάλασσες και οι ωκεανοί, η ουράνια σφαίρα ή μια περιοχή αυτής. X. είναι επίσης το έγγραφο που… … Dictionary of Greek
σφαίρα — Γεωμετρικό σώμα, η επιφάνεια του οποίου είναι ο γεωμετρικός τόπος των σημείων που απέχουν εξίσου από ένα σημείο, το κέντρο. Ακτίνα είναι η σταθερή απόσταση του κέντρου από οποιοδήποτε σημείο της σφαιρικής επιφάνειας· χορδή, ένα τμήμα που έχει τα… … Dictionary of Greek
έλικα — Σπειροειδής γραμμή· γενικότερα καθετί που έχει συστραφεί σπειροειδώς. (Γεωμ.) Κάθε καμπύλη επάνω σε μια κυλινδρική επιφάνεια S, που έχει την ιδιότητα να τέμνει κάθε γενέτειρα της επιφάνειας S κατά την ίδια πάντοτε γωνία (σταθερογώνια τροχιά των… … Dictionary of Greek
εμβαδόν — Η επιφάνεια ενός χώρου, καθώς και ο αριθμός που εκφράζει την έκταση αυτής της επιφάνειας. Η έννοια του ε. προέρχεται από την υπόθεση που υπαγορεύει ότι δύο τμήματα δύο επιφανειών, που διαφέρουν στο σχήμα, μπορεί να έχουν την ίδια έκταση. Έτσι,… … Dictionary of Greek
ζώνη — Λωρίδα από ύφασμα, δέρμα, μέταλλο ή άλλο εύκαμπτο υλικό, που χρησιμεύει για να συγκρατεί στη μέση τα ενδύματα. Οι ζ., οι οποίες χρονολογούνται από την εποχή του χαλκού, ήταν ασφαλώς ένα από τα πρώτα στοιχεία ενδυμασίας που επινόησαν οι άνθρωποι.… … Dictionary of Greek
ιστία — Πανιά από φυσικό ή συνθετικό ύφασμα που εκμεταλλεύονται τον άνεμο ως κινητήρια δύναμη για τα ιστιοφόρα σκάφη. Η ωφέλιμη δύναμη για την πρόωση δίνεται από τη διαφορά πίεσης μεταξύ της εξωτερικής και της εσωτερικής πλευράς του ι. (φαινόμενο… … Dictionary of Greek
κύλινδρος — I (Γεωμ.). Στρογγυλό και επίμηκες γεωμετρικό σώμα, που καταλήγει σε δύο παράλληλες βάσεις. Αν α είναι μια ευθεία και r ένα ορισμένο ευθύγραμμο τμήμα, ονομάζεται κυλινδρική επιφάνεια (ακριβέστερα, κυκλική κυλινδρική) το σύνολο των σε απόσταση r… … Dictionary of Greek
προβολή — Ο όρος χρησιμοποιείται στα μαθηματικά σε διάφορες περιπτώσεις, ιδιαίτερα μάλιστα στη γεωμετρία. 1. Αν ε, η είναι δύο ευθείες, όχι παράλληλες σε ένα επίπεδο Ε, τότε ονομάζεται προβολή ενός σημείου Μ του επιπέδου Ε πάνω στην ευθεία ε παράλληλα με… … Dictionary of Greek