-
1 выдумать
-
2 изобрести
-
3 придумать
-
4 выдумать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выдуманный, βρ: -ман, -а, -о.1. επινοώ, μηχανεύομαι, σοφίζομαι, διανοούμαι• εφευρίσκω.2. φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, τη σκέψη.εκφρ.не -ай – μη σου περάσει από το μυαλό•пороха (пороху) не -ает – δεν λάμπει με την εξυπνάδα του, έχει κι αυτός τον κοινόν νου.φαντάζομαι, πλάθω με τη φαντασία, επινοώ, επινοούμαι. -
5 домыслить
-лю, -лишь ρ.σ.μ. κ. αμ. σκέφτομαι, επινοώ, στοχάζομαι, επινοώ• σκέφτομαι κάτι επί πλέον.(τταλ.)βλ. додуматься,. -
6 примыслить
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. примышленный, βρ: -лен, -а, -о (γραπ. λόγος) επινοώ•примыслить конец рассказа επινοώ το τέλος του διηγήματος.
-
7 изобретать
εφευρίσκω, επινοώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > изобретать
-
8 выдумывать
выдумыва||тьнесов1. (сочинять) ἐπινοώ, σκαρφίζομαι:что ты \выдумыватьешь? τί παραμύθια λές;·2. (придумывать, изобретать) ἐφευρίσκω, σκαρφίζομαι. -
9 измышлять
измы||шлятьнесов ἐπινοώ. -
10 изобретать
изобретатьнесов ἐφευρίσκω, ἐπινοώ, ἀνακαλύπτω. -
11 надумать
наду́ма||тьсов1. (решить) ἀποφασίζω:он \надуматьл уехать ἀποφάσισε νά φύγει·2. (придумать) ἐπινοῶ, ἐφευρίσκω. -
12 палец
пал||ецм τό δάχτυλο, ὁ δάκτυλος, τό δάκτυλο[ν]:большой \палец ὁ ἀντίχειρ, τό μεγάλο δάκτυλο· указательный \палец ὁ λιχα-νός, ὁ δείκτης· средний \палец τό μεσαίο δάχτυλο, ὁ μέσος δάκτυλος· безымянный \палец ὁ παράμεσος (δάκτυλος)· отпечаток \палецыдев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· указывать \палецьцем δείχνω μέ τό δάχτυλο, δακτυλοδεικτώ· ◊ \палец о \палец не ударить разг δέν κάνω ἀπολύτως τίποτε· ему́ \палецьца в рот не клади разг πρέπει νά φυλάγεσαι ἀπ· αὐτόν он \палецьцем никого не тронет δέν πειράζει ὁδτε μερμήγκι· их можно по \палецьцам пересчитать μετριοῦνται στά δάκτυλα· смотреть сквозь \палецьцы на что-л. κάνω στραβά μάτια· знать как свои́ пять \палецьиев τό ξέρω στά πέντε δάκτυλα, τά παίζω (εΙς) στά δάκτυλα μου· попасть \палецьцем в небо разг κάνω γκάφα· обвести иокру́г \палецьца разг κοροϊδεύω, ἐξαπατώ· высосать из \палецьца разг ἐπινοώ. -
13 придумать
придуматьсов, придумывать несов σοφίζομαι, ἐφευρίσκω, ἐπινοώ. -
14 сочинять
сочин||ятьнесов1. συγγράφω (о писателе)! συνθέτω (о композиторе):\сочинятья́ть стихи γράφω στίχους·2. (выдумывать) разг ἐπινοώ. -
15 фабриковать
фабриковатьнесов1. (изготовлять) κατασκευάζω, κά(μ)νω·2. перен (измышлять, подделывать) φαμπρικάρω, ἐπινοώ, χαλκεύω:\фабриковать слу́хи φαμπρικάρω διαδόσεις· \фабриковать документы χαλκεύω (или πλασ-τογραφώ) ἔγγραφα -
16 выдумывать
[βυντούμυβατ’] ρ. επινοώ -
17 выдумывать
[βυντούμυβατ’] ρ επινοώ -
18 вообразить
-ажу, -азишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -аженный, βρ: -жен, жена, жеш ρ.σ.μ.1. φαντάζομαι, πλάθω, συλλαμβάνω με τη φαντασία. || επινοώ, διανοούμαι, σοφίζομαι.2. νομίζω, υπολογίζω•вообразить что все уже кончено υπολογίζω πως όλα πια τέλειωσαν.
μου φαίνεται. -
19 вымыслить
-лю, -лишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вымышленный, βρ: -лен, -а, -о, ρ.σ.μ. παλ., επινοώ, εξευρίσκω, μηχανεύομαι, τεχνάζομαι, σοφίζομαι, σκαρφίζομαι. -
20 готовить
-влю, -вишь, ρ.δ.μ.1. ετοιμάζω, καταρτίζω, κάνω•готовить кадры καταρτίζω στελέχη•
готовить уроки κάνω τα μαθήματα.
2. μαγειρεύω•готовить обед ετοιμάζω το γεύμα (το φαγητό).
3. εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι, αποθηκεύω•готовить дрова на зиму εφοδιάζομαι καυσόξυλα για το χειμώνα.
4. μηχανεύομαι, βουλεύομαι, επινοώ, προσχεδιάζω•επιφυλάσσω•готовить сюрприз επιφυλάσσω έκπληξη.
1. ετοιμάζομαι, προετοιμάζομαι, προπαρασκευάζομαι•готовить к отъезду ετοιμάζομαι για αναχώρηση.
|| προτίθεμαι.2. επίκειμαι•готовятся крупные события επίκεινται μεγάλα γεγονότα.
3. καταρτίζομαι, παρασκευάζομαι. || εφοδιάζομαι.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επινοώ — επινοώ, επινόησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επινοώ — (AM ἐπινοῶ, έω) [νοώ] 1. σκέπτομαι κάτι, μηχανεύομαι, εφευρίσκω, σοφίζομαι (α. «επινόησε ολόκληρο παραμύθι για να μάς ξεγελάσει» β. «ἐπινοήσας τὰ ἧν ἀμήχανον ἐξευρεῑν τε καὶ ἐπιφράσασθαι», Ηρόδ.) 2. καταλαβαίνω, αντιλαμβάνομαι μσν. 1. ξέρω καλά 2 … Dictionary of Greek
επινοώ — επινόησα, επινοήθηκα, επινοημένος, μτβ., βρίσκω με το νου μου, σοφίζομαι, μηχανεύομαι: Επινόησε νέο εμβόλιο εναντίον της χολέρας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπινοῶ — ἐπινοέω think on pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐπινοέω think on pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μηχανώμαι — (ΑΜ μηχανῶμαι, άομαι, Μ και μηχανοῡμαι, έομαι, Α και ενεργ. μηχανῶ, άω) [μηχανή] 1. επινοώ, εφευρίσκω 2. επινοώ κάτι με πανουργία, τεχνάζομαι αρχ. 1. κατασκευάζω ή οικοδομώ κάτι με τέχνη («οἳ ἄρα δὴ τάδε τείχεα μηχανόωντο», Ομ. Ιλ.) 2. επινοώ,… … Dictionary of Greek
σοφίζομαι — ΜΝΑ, και ενεργ. τ. σοφίζω Α 1. μηχανεύομαι, επινοώ, σκαρφίζομαι (α. «δεν πτοήθηκε και σοφίστηκε κάτι άλλο» β. «σοφίζομαι δὲ κάπί τοῑς φιλτάτοις τέχνας πορίζω», Ευ ρ.) 2. (σχετικά με λόγο, ομιλία) επινοώ και χρησιμοποιώ σοφιστικά επιχειρήματα (α.… … Dictionary of Greek
αντιμηχανώμαι — ἀντιμηχανῶμαι ( άομαι) (Α) επινοώ, εφευρίσκω κάτι κι εγώ ή επινοώ κάτι εναντίον κάποιου … Dictionary of Greek
επιμηχανώμαι — ἐπιμηχανῶμαι, άομαι (Α) 1. επινοώ τεχνάσματα, παίρνω προφυλάξεις εναντίον κάποιου («καινὸν ἄλλο τι δεινὸν ἐπιμεμηχάνηται τῇ κακοδαίμονι») 2. μηχανεύομαι επί πλέον. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + μηχανώμαι «κατασκευάζω, επινοώ» (< μηχανή «επινόημα,… … Dictionary of Greek
επινόηση — η (Α ἐπινόησις) [επινοώ] 1. η πράξη τού επινοώ, η σύλληψη μιας ιδέας, η εφεύρεση 2. η ίδια η ιδέα που συλλαμβάνει κανείς, το επινόημα … Dictionary of Greek
εργάζομαι — και εργάζω (AM ἐργάζομαι) 1. απασχολώ τις σωματικές και πνευματικές μου δυνάμεις στην παραγωγή έργου (α. «εργάζομαι σκληρά» β. «εργάζεται στα χωράφια» γ. «εργάζεται σ’ ένα πρόγραμμα οικονομικής συνεργασίας» δ. «εἴ τις οὐ θέλει ἐργάζεσθαι, μηδὲ… … Dictionary of Greek
κατασκευάζω — (AM κατασκευάζω Α και δωρ. τ. κατασκευῶ, όω) 1. σχηματίζω, φτειάχνω κάτι από κάποιο υλικό ή από διάφορα υλικά, δημιουργώ κάτι (α. «κατασκευάζω γέφυρα» β. «κατασκευάζω ἐπιτείχισμα ἐπὶ τὴν Ἀττικήν», Δημοσθ.) 2. επινοώ με δόλιους σκοπούς,… … Dictionary of Greek