-
1 заверять
επικυρώνω, πιστοποιώ, θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > заверять
-
2 ратифицировать
επικυρώνω, εγκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ратифицировать
-
3 заверить
заверить 1) (уверить) βεβαιώνω 2) (удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνω \заверить копию επικυρώνω το αντίγραφο* * *1) ( уверить) βεβαιώνω2) ( удостоверить) πιστοποιώ, επικυρώνωзаве́рить ко́пию — επικυρώνω το αντίγραφο
-
4 подтвердить
-
5 ратифицировать
-
6 утвердить
-
7 утверждать
утвержда||тьнесов1. (санкционировать) ἐγκρίνω, ἐπικυρώνω:\утверждать в должности ἐγκρίνω τόν διορισμό· \утверждать проект (план) ἐγκρίνω τό σχέδιο· \утверждать договор ἐπικυρώνω συμβόλαιο·2. (устанавливать) ἐδραιώνω, καθιερώνω, ἐγκαθιστώ:\утверждать свое господство ἐδραιώνω τήν κυριαρχία μου·3. (уверять β чем-л.) ἰσχυρίζομαι, ὑποστηρίζω:я \утверждатью, что он неправ ἐγώ ὑποστηρίζω ὅτι ἔχει ἀδικο· это \утверждатьет меня в мысли, что... αὐτό μοῦ ἐνισχύει τήν γνώμη ὅτι... -
8 запечатлевать(ся)
ρ.δ.βλ. запечатлеться} запечатлеть-его, -еешь, παρλθ. χρ-ел, -а, -оρ.σ.1. αποτυπώνω, απεικονίζω με ακρίβεια.2. εντυπώνω, εγχαράσσω κάτι (στη μνήμη κ.τ.τ).3. σημειώνω, επικυρώνω, επιβεβαιώνω•запечатлевать(ся) примирение поцелуем επικυρώνω τη συμφιλίωση με φιλί.
εκφρ.запечатлевать(ся) поцелуем – παλ. φιλώ κάτι.αποτυπώνομαι, εντυπώνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. (1, 2 σημ.). -
9 подтвердить
ρ.σ.μ.επιβεβαιώνω, επικυρώνω•опыт -ил эту истину η πείρα (πράξη) επιβεβαίωσε αυτή την αλήθεια•
подтвердить приказ επικυρώνω διαταγή•
подтвердить присягой επιβεβαιώνω με όρκο•
подтвердить получение (εμπορ.) γνωστοποιώ την παραλαβή.
επιβεβαιώνομαι•все наши предположения -лись όλες οι εικασίες μας επιβεβαιώθηκαν•
показания -лись οι μαρτυρίες επιβεβαιώθηκαν.
-
10 утвердить
-ржу, -рдишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. утвержденный, βρ: -ден, -дена, -деноρ.σ.μ.1. (κυρλξ. κ. μτφ.) στερεώνω, εδραιώνω•утвердить крепко столб στερεώνω γερά το στύλο•
утвердить своё господство εδραιώνω την κυριαρχία μου•
утвердить демократию εδραιώνω τη δημοκρατία•
утвердить порядок εδραιώνω την τάξη.
2. επιβεβαιώνω.3. πείθω, βεβαιώνω.4. επικυρώνω (επίσημα)• εγκρίνω•утвердить дсговор επικυρώνω τη συμφωνία•
утвердить проект εγκρίνω το σχέδιο•
утвердить повестку дня εγκρίνω την ημερήσια διάταξη.
1. παλ. στερεώνομαι.2. εδραιώνομαι, βασίζομαι γερά. μτφ.επικρατώ• ισχύω, κυριαρχώ•за ней -лось в обществе нехорошее мнение γι αυτήνεπικράτησε στην κοινωνία άσχημη ιδέα (γνώμη).
|| πείθομαι ακράδαντα έχω σταθερή πεποίθηση•утвердить в своём мнении επιμένω (πιστεύω) σταθεράστη γνώμη μου•
утвердить в мысли υποστηρίζω πολύ ότι η σκέψη μου είναι σωστή•
утвердить в своём намерении έχω ακλόνητη πεποίθηση στο σκοπό μου.
-
11 засвидетельствование
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > засвидетельствование
-
12 легализировать
νομιμοποιώεπικυρώνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > легализировать
-
13 подтвердить
επιβεβαιώνω, πιστώνω, επικυρώνω, -ся επιβεβαιώνομαι.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > подтвердить
-
14 санкционировать
юр. επικυρώνω, εγκρίνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > санкционировать
-
15 узаконивать
νομιμοποιώ, επικυρώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > узаконивать
-
16 утвердить
1. (упрочить, установить) στερεώνω, εδραιώνω 2. (убедить, окончательно уверить) (επι)βεβαιώνω 3. (принять окончательное решение, признать окончательно установленным что-л.) επικυρώνωεγκρίνω4. (оформить юридически, в законном порядке, санкционировать чьё-л. назначение какое-л. постановление и т.п.) εγκρίνωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > утвердить
-
17 заверять
заверятьнесов1. (уверять) βεβαιώ, δίνω βεβαίωση·2. (подпись и т. п.) ἐπικυρώνω, πιστοποιώ. -
18 засвидетельствовать
засвидетельствоватьсов μαρτυρώ, καταθέτω μαρτυρίαν/ ἐπιβεβαιώ, πιστοποιώ (подтвердить)! ἐπικυρώνω, νομιμοποιώ (подпись)· ◊ \засвидетельствовать кому́-л. свое почтение ὑποβάλλω τά σέβη μου. -
19 ратификацияцировать
ратификация||ци́роватьсов и несов ἐπικυρώνω, ἐγκρίνω. -
20 скреплять
скрепл||я́тьнесов1. στερεώνω, συναρμολογώ:\скреплятьять булавками καρφιτσώνω· \скреплятья́ть болтами μπουλονάρω·2. (подписью) ἐπικυρώνω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
επικυρώνω — επικυρώνω, επικύρωσα βλ. πίν. 3 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επικυρώνω — επικύρωσα, επικυρώθηκα, επικυρωμένος, μτβ. 1. προσθέτω κύρος σε κάτι, το κάνω έγκυρο, το επισημοποιώ: Επικυρώθηκε η συνθήκη ειρήνης. 2. επιβεβαιώνω κάτι ως αληθινό ή ορθό, το πιστοποιώ: Επικυρώνω τα λεγόμενά του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
επικυρώνω — (AM ἐπικυρῶ, όω) [κυρώνω] προσδίδω κύρος σε κάτι, καθιστώ έγκυρο κάτι (α. «επικυρώθηκε η συνθήκη» β. «ἐπικυρῶσαι ἠνάγκασαν τὴν γνώμην», Θουκ.) νεοελλ. επιβεβαιώνω, επαληθεύω κάτι, συμφωνώ («επικύρωσε τα λόγια του») … Dictionary of Greek
επιχειροτονώ — ἐπιχειροτονῶ, έω (Α) 1. επικυρώνω άποψη, πρόταση κ.λπ. με ανάταση τής χειρός 2. επικυρώνω, επιβεβαιώνω την εκλογή ή την παραμονή άρχοντος στην εξουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + χειρο τονώ] … Dictionary of Greek
προσεπικυρώνω — Ν επικυρώνω, επιβεβαιώνω («ο δικηγόρος προσεπικύρωσε τη διαθήκη»). [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + επικυρώνω. Η λ., στον λόγιο τ. προσεπικυρῶ, όω, μαρτυρείται από το 1766 στον Ευγ. Βούλγαρι] … Dictionary of Greek
συνεπικυρώ — έω, Α επικυρώνω κι εγώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπικυρῶ «επιβεβαιώνω, εγκρίνω, επικυρώνω»] … Dictionary of Greek
συνεπιψηφίζω — ΜΑ (το μέσ.) συνεπιψηφίζομαι ψηφίζω, εγκρίνω από κοινού αρχ. επικυρώνω κι εγώ με την ψήφο μου («δόξαντος... τῷ συνεδρίῳ καὶ τοῡ δήμου συνεπιψηφίσαντος», Πολ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἐπιψηφίζω, ομαι «επικυρώνω, επιβεβαιώνω»] … Dictionary of Greek
βουλλώνω — (Μ βουλλώνω) 1. σφραγίζω κάτι με βούλλα 2. σφραγίζω, κλείνω κάτι ερμητικά 3. βάζω σε κάποιον ή κάτι σημάδι για αναγνώριση 4. σημαδεύω, στιγματίζω με πυρακτωμένο σίδερο 5. επικυρώνω νεοελλ. 1. σκεπάζω με το πώμα, με το καπάκι 2. φράζομαι, παθαίνω… … Dictionary of Greek
διακυρώ — διακυρῶ ( όω) (Α) επικυρώνω … Dictionary of Greek
εγκαθιστώ — ( άω) (AM ἐγκαθίστημι Μ και ἐγκαθιστῶ) Ι. 1. τοποθετώ 2. ορίζω ή επιτρέπω σε κάποιον να μείνει μόνιμα σε ορισμένο τόπο 3. επικυρώνω με επίσημη πράξη ή τελετή την ανάληψη καθηκόντων από υπάλληλο ή αξιωματούχο 4. (για πολίτευμα, σύστημα κ.λπ.)… … Dictionary of Greek
εγκρίνω — (Α ἐγκρίνω) 1. ύστερα από κρίση ή εξέταση παραδέχομαι κάτι ως σωστό, επιδοκιμάζω («ἐροῡ τιν ἄνδρα ἄριστον ἐγκρίνειαν ἄν ἤ οὐ παῑδα τὸν ἐμόν», Ευρ., Ηλέκτρα) 2. επικροτώ, χαρακτηρίζω ως καλό («τοὺς δὲ τῆς ψυχῆς ἐραστὰς ἐγκρίνειν κατὰ τὸ σύνολον»,… … Dictionary of Greek