-
41 επικρέμαθ'
ἐπικρέμαται, ἐπικρεμάννυμιhang over: pres ind mp 3rd sgἐπικρέματο, ἐπικρεμάννυμιhang over: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
42 ἐπικρέμαθ'
ἐπικρέμαται, ἐπικρεμάννυμιhang over: pres ind mp 3rd sgἐπικρέματο, ἐπικρεμάννυμιhang over: imperf ind mp 3rd sg (homeric ionic) -
43 επεκρεμάσθη
-
44 ἐπεκρεμάσθη
-
45 επεκρέμασαν
-
46 ἐπεκρέμασαν
-
47 επεκρέμασας
-
48 ἐπεκρέμασας
-
49 επεκρέμασε
-
50 ἐπεκρέμασε
-
51 επεκρέμασεν
-
52 ἐπεκρέμασεν
-
53 επεκρέματ'
-
54 ἐπεκρέματ'
-
55 επεκρέματο
-
56 ἐπεκρέματο
-
57 επικρεμάσθαι
-
58 ἐπικρεμᾶσθαι
-
59 επικρεμαμένη
-
60 ἐπικρεμαμένη
См. также в других словарях:
επικρεμάννυμι — ἐπικρεμάννυμι και ἐπικρεμαννύω, παθ. ἐπικρέμαμαι (Α) 1. κρεμώ από ψηλά, από πάνω 2. μτφ. κρεμώ, σείω κάτι κακό πάνω από κάποιον, απειλώ («ἀλλ’ ὁ μὲν αὐτὸς ἔτεισε κακὸν χρέος οὐδὲ φίλοισιν ἄτην ἐξοπίσω παισὶν ἐπεκρέμασεν», Θέογν.). [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
ἐπικρεμαμένων — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem gen pl ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen pl ἐπικρεμᾱμένων , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid fem gen pl (attic epic doric aeolic) ἐπικρεμᾱμένων , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμενον — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc acc sg ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐπικρεμά̱μενον , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc acc sg (attic epic doric aeolic) ἐπικρεμά̱μενον , ἐπικρεμάννυμι hang over fut… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάσῃ — ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj mid 2nd sg ἐπικρεμάννυμι hang over aor subj act 3rd sg ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαμένου — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen sg ἐπικρεμᾱμένου , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc/neut gen sg (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαμένους — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc acc pl ἐπικρεμᾱμένους , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid masc acc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμαννυμένων — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem gen pl ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμασθέντα — ἐπικρεμάννυμι hang over aor part pass neut nom/voc/acc pl ἐπικρεμάννυμι hang over aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμᾷ — ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind mid 2nd sg (attic epic) ἐπικρεμάννυμι hang over fut ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμενα — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp neut nom/voc/acc pl ἐπικρεμά̱μενα , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid neut nom/voc/acc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρεμάμεναι — ἐπικρεμάννυμι hang over pres part mp fem nom/voc pl ἐπικρεμά̱μεναι , ἐπικρεμάννυμι hang over fut part mid fem nom/voc pl (attic epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)