-
1 επικρατώ
(ε) 1. αμετ.1) господствовать, преобладать; существовать, быть распространённым;επικρατεί η γνώμη (η ιδέα) ότι... — существует мнение, что...;
επικρατει η συνήθεια να... — существует обычай...;
2) одерживать победу, брать верх;иметь перевес; 3) перен. царить;επικρατεί τάξις και ησυχία — царит порядок и спокойствие
-
2 επαρκεω
1) приходить на (оказывать) помощь, помогатьοὐδὲν αὐτῷ ταῦτ΄ ἐπαρκέσει τὸ μέ οὐ πεσεῖν Aesch. — ничто не спасет его от падения;ἐ. τινι πρὸς ἀλυπίαν Plut. — утешить чью-л. печаль2) уделять, доставлять, давать(τινί τι Plat. и τινί τινος Xen., Arst.)
πέπλοις ἐπαρκέσαι Eur. — снабдить одеждой;ἄκος ἐ. Aesch. — давать средство (спасения)3) (пред)отвращать(τι Hom.)
ἐ. τινι ὄλεθρον Hom. — помешать чьей-л. гибели4) быть достаточнымὅσον ἐπαρκεῖ Plut. — сколько нужно
5) быть в силеκαὴ τὸ μέλλον ἐπαρκέσει (v. l. ἐπικρατεῖ) νόμος ὅδε Soph. — этот закон сохранит свою силу и впредь
-
3 οργασμός
ο1) большая активность; кипучая энергия; кипучая работа;επικρατεί οικοδομικός οργασμός — везде и всюду идёт огромное строительство;
2) течка (у животных);3) физиол, оргазм. -
4 σιγή
-
5 στασιμότητα
[-ης (-ητος)] η1) неподвижность; 2) перен. застой, депрессия;στασιμότητα της βιομηχανίας — застой в промышленности;
βρίσκομαι σε στασιμότητα — находиться в состоянии застоя, депрессии;
στασιμότητα επικρατεί εις το μέτωπον — на фронте затишье
См. также в других словарях:
Ἐπικράτει — Ἐπικράτης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Ἐπικράτεϊ , Ἐπικράτης masc dat sg (epic ionic) Ἐπικράτης masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικρατεῖ — ἐπικρατέω rule over pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρατέω rule over pres ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρατέω rule over pres ind mp 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐπικρατέω rule over pres ind act 3rd sg (attic epic… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπικράτει — ἐπικρατέω rule over pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπικρατέω rule over pres imperat act 2nd sg (attic epic) ἐπικρατέω rule over imperf ind act 3rd sg (attic epic) ἐπικρατέω rule over imperf ind act 3rd sg (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κίνα — Επίσημη ονομασία: Λαϊκή Δημοκρατία της Κίνας Έκταση: 9.596.960 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.284.303.705 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Πεκίνο ή Μπεϊτζίνγκ (6.619.000 κάτ. το 2003)Κράτος της ανατολικής Ασίας. Συνορεύει στα Β με τη Μογγολία και τη Ρωσία, στα ΒΑ… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek
Ιράκ — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία του Ιράκ Έκταση: 437.072 τ. χλμ. Πληθυσμός: 24.001.816 (2002) Πρωτεύουσα: Βαγδάτη (4.478.000 κάτ. το 1995)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με την Τουρκία, στα Δ με τη Συρία και την… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
Πελοπόννησος — I Ιστορική και γεωγραφική περιοχή της Ελλάδας, η νοτιότερη και μεγαλύτερη χερσόνησος της χώρας και η νοτιότερη της Ευρώπης. Εκτείνεται μεταξύ των παραλλήλων 38° 20’ (ακρωτήριο Δρέπανο) και 36° 23’ (ακρωτήριο Ταίναρο) και των μεσημβρινών 210° 10’… … Dictionary of Greek
Ιράν — Επίσημη ονομασία: Ισλαμική Δημοκρατία του Ιράν Παραδοσιακή ονομασία: Περσία Έκταση: 1.648.000 τ. χλμ. Πληθυσμός: 65.540.226 (2002) Πρωτεύουσα: Τεχεράνη (6.758.845 κάτ. το 1996)Κράτος της νοτιοδυτικής Ασίας στη Μέση Ανατολή. Συνορεύει στα Β με το… … Dictionary of Greek
Αίγυπτος — I Κράτος της βορειοανατολικής Αφρικής και (σε μικρό μέρος) της δυτικής Ασίας.Συνορεύει στα Δ με τη Λιβύη, στα Ν με το Σουδάν και στα ΒΑ με το Ισραήλ, ενώ βρέχεται στα Β από τη Μεσόγειο θάλασσα και στα Α από την Ερυθρά θάλασσα.Η Α. (αλ… … Dictionary of Greek