-
1 surveiller
επιβλέπω -
2 doglądać
επιβλέπω -
3 dozorować
επιβλέπω -
4 nadzorować
επιβλέπω -
5 наблюдать
ρ.δ.1. παρατηρώ, βλέπω, κοιτάζω, παρακολουθώ•наблюдать как играют дети βλέπω πως παίζουν τα παιδιά•
наблюдать течение звзд παρατηρώ την κίνηση των αστεριών•
наблюдать затмение луны παρατηρώ την έκλειψη του φεγγαριού•
наблюдать ход событий παρακολουθώ την πορεία των γεγονότων•
врач -ет больного ο γιατρός παρακολουθεί τον άρρωστο.
2. ερευνώ, σπουδάζω•-жизнь животных παρακολουθώ τηζωή των ζώων.
|| πηγαίνω στ αχνάρια, παρακολουθώ τις κινήσεις.3. επιβλέπω, παρατηρώ•наблюдать за порядком επιβλέπω την τάξη•
наблюдать за ребнком επιβλέπω το παιδάκι.
4. τηρώ, ακολουθώ κάτι πιστά.παρατηρούμαι, συναντιέμαι, έχω τα ίδια γνωρίσματα. || φανερώνομαι, εμφανίζομαι, σημειώνομαι. -
6 наблюдать
наблюдать 1) παρατη ρω, παρακολουθώ 2) (следить за кем-чём-л.) επιβλέπω· προσέχω (присматривать)* * *1) παρατηρώ, παρακολουθώ2) (следить за кем-чем-л.) επιβλέπω; προσέχω ( присматривать) -
7 смотреть
смотреть 1) κοιτάζω* βλέπω (видеть)· \смотретьйте! κοιτάξτε! 2) (фильм и т. п.) βλέπω 3) (осматривать ) εξετάζω 4) (присматривать) προσέχω, επιβλέπω ◇ смотря по... ανάλογα με...* * *1) κοιτάζω; βλέπω ( видеть)смотри́те! — κοιτάξτε!
2) (фильм и т. п.) βλέπω3) ( осматривать) εξετάζω4) ( присматривать) προσέχω, επιβλέπω••смотря́ по... — ανάλογα με…
-
8 наблюдать
наблюдатьнесов1. παρατηρώ, παρακολουθώ·2. (следить, надзирать) ἐπιτηρῶ, προσέχω, ἐπιβλέπω, παρακολουθώ:\наблюдать за порядком ἐπιβλέπω (или ἐπιτηρῶ) τήν τάξη· \наблюдать за больным προσέχω τόν ἀρρωστο. -
9 глядеть
-яду, -ядишь, επιρ. μτχ. глядя κ. λκ. ποίηση•глядючи, ρ.δ.
1. βλέπω, κοιτάζω, παρατηρώ, ορω, θεωρώ, θωρώ•глядеть не глядеться δε χορταίνω να κοιτάζω•
пристально глядеть καρφώνω τα μάτια.
2. προσέχω, επιβλέπω,παρακολουθώ, επιτηρώ•глядеть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
(απλ.) κοιτάζω (προσπαθώ) να διακρίνω στο πλήθος.3. έχω θέα προς, βλέπω, κοιτάζω•окна -ят на двор τα παράθυρα είναι (βλέπουν)προς την αυλή.
4. φαίνομαι•из-за туч -ла луна μέσα από τα σύννεφα πρόβαλε το φεγγάρι.
5. δείχνω, φαντάζω, έχω θωριά.6. (προστκ.) -и(те) πρόσεχε, -έχετε (για κίνδυνο ή απειλή)•-щ не усни! κοίτα, μην αποκοιμηθείς!
εκφρ.глядеть в оба глаза – τα μάτια σου τέσσερα•глядеть в гроб ή в могилу – είμαι εν όψει του μοιραίου, του τέλους, πεθαίνω οσονούπω, είμαι του θανατά•глядеть вон – κοιτάζω για φευγιό, για να το σκάσω•коса на кого – στραβοκοιτάζω κάποιον (δείχνω δυσαρέσκεια)•глядеть смерти (опасности, гибели – κ.τ.τ.) αντικρύζω το θάνατο, βλέπω το χάρο με τα μάτια•- я по кому-чему – ανάλογα (κατά) τον, το κ.τ.τ. -я по обстоятельствам ανάλογα με (κατά) τις περιστάσεις•по погоде -я – ανάλογα με (κατά) τον καιρό•на ночь -я – αργά το βράδυ, περασμένη η ώρα•того и -и – αυτό και να περιμένεις•не -ел бы на свет(божий) – δε σήκωνε κεφάλι από τη στενοχώρια•-я на... – κατά το παράδειγμα του...• подписать не -я υπογράφω με κλειστά τα μάτια (χωρίς να ελέγξω).κοιτάζομαι•глядеть на зеркало κοιτάζομαι στον καθρέφτη•
месяц -ится в речку το φεγγάρι φαίνεται στο ποταμάκι.
-
10 дежурить
ρ.δ.1. εφημερεύω, είμαι της υπηρεσίας, εκτελώ υπηρεσία•дежурить в школе είμαι της υπηρεσίας ατό σχολείο.
2. επιβλέπω, επαγρυπνώ, κοιτάζω•дежурить у постели больного επιβλέπω συνεχώς τον άρρωστο.
-
11 недосмотреть
-отрю, -отришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недосмотренный, βρ: -рен, -а, -оρ.σ.επιβλέπω, επιτηρώ ανεπαρκώς•недосмотреть за ребнком δεν επιβλέπω καλά το παιδάκι.
-
12 присмотреть
ρ.σ.1. επιβλέπω, επιτηρώ, παρακολουθώ, εποπτεύω προσέχω, φυλάγω•присмотреть за детьми επιβλέπω τα παιδιά.
|| φροντίζω, μεριμνώ.2. κοιτάζω να βρω, γυρεύω, αναζητώ, ερευνώ.1. κοιτάζω, παρατηρώ προσεχτικά. || προσέχοντας κατανοώ.2. συνηθίζω, προσαρμόζομαι, εξοικειώνομαι•-к работе συνηθίζω στη δουλειά•
присмотреть в темноте συνηθίζω στο σκοτάδι.
-
13 углядеть
ρ.σ.1. μ. βλέπω, κοιτάζω• παρατηρώ.2. μτφ. επιβλέπω•углядеть имения επιβλέπω τα κτήματα.
-
14 наблюдать
(следить за явлением, процессом) παρατηρώπαρακολουθώεπιβλέπωεπιτηρώРусско-греческий словарь научных и технических терминов > наблюдать
-
15 недосмотр
η απροσεξίαη αβλεψίαη παραδρομή- еть επιβλέπω, επιτηρώ ανεπαρκώςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > недосмотр
-
16 смотреть
1. (прибегать к помощи зрения, стараясь увидеть что-л.) κοιτάζω 2. (наблюдать за чем-л.) παρακολουθώ, παρατηρώ Засчитать, полагать, думать) νομίζω, σκέπτομαι, υπολογίζω, υποθέτω 4. (иметь попечение, заботиться ο ком-, чем-л.) επιβλέπωπροσέχω5. (осматривать) (с целью ознакомления) εξετάζω, (с целью проверки) επιθεωρώ 6. (знакомиться с содержанием чего-л.) μαθαίνω, γνωρίζω, ενημερώνομαι 7. (быть зрителем, присутствовать на каком-л. представлении) βλέπω, παρακολουθώ 8. (производить осмотр, освидетельствование кого-, чего-л.) εξετάζω, (επι)θεωρώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > смотреть
-
17 доглядеть
доглядетьсов разг1. (до какого-л. предела) βλέπω ὡς τό τέλος:\доглядеть до конца βλέπω ὡς τό τέλος·2. (за кем-л., за чем-л.) ἐπιβλέπω, προσέχω. -
18 инспектировать
инсп||екти́роватьнесов ἐποπτεύω, ἐπιθεωρώ, ἐλεγχω, ἐπιβλέπω. -
19 надзирать
надзира́||тьнесов (над кем-л., над чем-л.) ἐπιτηρῶ, ἐπιβλέπω, ἐποπτεύω, ἐπιστατῶ. -
20 поглядывать
поглядыватьнесов1. (на кого-л., на что-л.) κυτ-άζω (ько· καιρό σέ καιρό), ρίχνω μιά μαχώ; „. украдкой κρυφοκυτ-ταζω·2. (за кец.л„ за чем-л.) ἐπιβλέπω, ἐπιτηρῶ, προσέχω.
См. также в других словарях:
ἐπιβλέπω — look upon pres subj act 1st sg ἐπιβλέπω look upon pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιβλέπω — επιβλέπω, επέβλεψα βλ. πίν. 9 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιβλέπω — (AM ἐπιβλέπω) παρακολουθώ με υπευθυνότητα την εκτέλεση μιας εργασίας, εποπτεύω αρχ. μσν. 1. βλέπω ευνοϊκά, στρέφω τα μάτια μου με ευμένεια 2. κοιτάζω προσεκτικά 3. αποδίδω σημασία, υπολογίζω μσν. βλέπω αρχ. 1. διαπιστώνω 2. βλέπω προς τα πάνω ή… … Dictionary of Greek
επιβλέπω — επίβλεψα και επέβλεψα 1. αμτβ., στρέφω (ρίχνω) το βλέμμα μου με ενδιαφέρον σε κάτι. 2. αμτβ. και μτβ., παρακολουθώ με πολλή προσοχή και ελέγχω, επιτηρώ: Επιβλέπει τους μαθητές στους διαγωνισμούς. – Επιβλέπει στην κατασκευή του έργου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιβλέπετε — ἐπιβλέπω look upon pres imperat act 2nd pl ἐπιβλέπω look upon pres ind act 2nd pl ἐπιβλέπω look upon imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέπῃ — ἐπιβλέπω look upon pres subj mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλεπόμενον — ἐπιβλέπω look upon pres part mp masc acc sg ἐπιβλέπω look upon pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλεπόντων — ἐπιβλέπω look upon pres part act masc/neut gen pl ἐπιβλέπω look upon pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέπει — ἐπιβλέπω look upon pres ind mp 2nd sg ἐπιβλέπω look upon pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέπομεν — ἐπιβλέπω look upon pres ind act 1st pl ἐπιβλέπω look upon imperf ind act 1st pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιβλέπον — ἐπιβλέπω look upon pres part act masc voc sg ἐπιβλέπω look upon pres part act neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)