-
41 κατάστρατα
επί р р. посреди дороги, прямо на дороге -
42 κατενώπιον
επί р р.1) прямо в лицо; 2) анфас -
43 κοφτά
επί р р.:ορθά κοφτά — коротко и ясно
-
44 κρουνηδόν
επί р р. струёй, ручьём;έβρεχε κρουνηδόν — шёл проливной дождь
-
45 κυριακάτικα
επί р р.1) в воскресенье, в воскресный день; 2) народно, празднично -
46 λαμπριάτικα
επί р р.1) в день пасхи; 2) празднично, по-праздничному;ντυμένος λαμπριάτικα — празднично одетый, в пасхальной одежде
-
47 λάου-λάου
επί р р.1) потихоньку, полегоньку, мало-помалу; 2) потихоньку, незаметно; втихомолку; 3) искусно, ловко;τα καταφέρνει λάου-λάου — он ловко добивается своей цели;
πάει λάου-λάου — он хитро действует
-
48 λεληθότως
επί р р. незаметно, тайно, тайком -
49 μουγγά
επί р р. στα μουγγά молча -
50 ξανάστροφα
1) вверх дном; 2) шиворот-навыворот, наизнанку -
51 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
52 όσο(ν)
επί р р.1) сколько;όσο(ν) θέλεις — сколько хочешь;
2) столько, сколько...;όσο(ν) πρέπει ( — или χρειάζεται) — столько, сколько надо;
3) пока, до тех пор пока;θα σε περιμένω όσο(ν) να τελειώσεις — я буду ждать тебя до тех пор, пока ты не закончишь;
όσο(ν) ζω — пока я жив, до тех пор, пока буду жить;
§ όσο(ν) τό δυνατό — как можно, насколько возможно;
όσο(ν)ν αφορα... — или όσο(ν) γιά... — относительно; — что касается;
όσο(ν) γιά μας... — что касается нас...;
όσο(ν) κι' άν — или όσο(ν) να — сколько бы ни; — как бы ни;
όσο(ν) να 'ναι, όσο(ν) να πείς — а) как-никак; — что там ни говори; — б) как бы то ни было
-
53 ούτω(ς)
-
54 ούτω(ς)
-
55 παρακεί
επί р р. ещё дальше, подальше -
56 ριγέ
επί θ. ΰκλ. полосатый, в полоску -
57 σόττο
-
58 συνολικά
επί р р. в целом, в общем, в совокупности; итого -
59 τέζα
επί Θ. άκλ.1) натянутый; 2) вытянутый;σχοινί τέζα — натянутый канат;
§ εμεινε τέζα — он умер; — он протянул ноги (прост.);
έγινε τέζα στο μεθύσι — он пьян мертвецки, он лыка не вяжет, он здорово напился;
την έκανα τέζα — я наелся до отвала
-
60 τοσάκις
επί р р. столько раз, так много раз;неоднократно
См. также в других словарях:
ἐπί — being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔπι — ἐπί being upon indeclform (prep) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επί — (AM ἐπί) (πρόθεση) Ι. (με γεν.) 1. επάνω σε μια επιφάνεια ή σ ένα σημείο («επί τής στέγης», «καθέζετ ἐπὶ θρόνου») 2. σχετικά με κάτι, σε αναφορά με κάτι («επί τού θέματος, επί τής ουσίας», «ἐπὶ καλοῡ λέγων παιδός») 3. χρονική περίοδος κατά την… … Dictionary of Greek
επί — απαρχαιωμένη πρόθ. που λέγεται σε μερικές εκφράσεις. 1. με γεν. σημαίνει, α. τοπική σχέση: Επιτόπου. β. σχέση γειτνίασης: Χωριά επί της εθνικής οδού. γ. επιστασία, αρχηγία, επίβλεψη: Κυρία επί των τιμών. δ. χρονική περίοδο, εποχή όπου συνέβη ή… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. — ἐπὶ δ’ἄλγεσι ἄλγεα κεῖται. См. Беда беду родит … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
επι(σε)σημασμένος — η, ο (Α ἐπισεσημασμένος, η, ον) (μτχ. παθ. παρακμ. τού επισημαίνω*) 1. αυτός που κάποιος έχει επισημάνει 2. (για γραμματόσημο) αυτό που φέρει επισήμανση … Dictionary of Greek
Κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. — κἄν ἐπὶ τοῦ νεκροῦ κερδαίνειν. См. С живого и мертвого … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. — ἀνίπτοις ποσὶν ἀναβαίνειν ἐπὶ τό στέγος. См. Неумытые руки … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. — τὸ ἐν τῇ καρδία τοῦ νήφοντος, ἐπὶ τῆς γλώττης ἐστὶ τοῦ μεθύοντος. См. Что у трезвого на уме, то у пьяного на языке … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Ροστόφ επί του Δον — (Ροστόφ να Ντόνου ρωσικά). Πόλη της Ρωσίας στο νοτιοδυτικό τμήμα της Δημοκρατίας, πρωτεύουσα της επαρχίας Ροστώφ (100.800 τ. χλμ.). Σπουδαίος σιδηροδρομικός κόμβος, είναι ποτάμιο λιμάνι στη δεξιά όχθη του Δον, λίγο πιο πάνω από τις. εκβολές του… … Dictionary of Greek
Φρανκφούρτη επί του Μάιν — (Frankfurt am Main). Πόλη (648.000 κάτ. το 2003) της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας στο ομόσπονδο κρατίδιο του Έσεν. Βρίσκεται πάνω στις δύο όχθες του Μάιν, σε απόσταση 35 χλμ. από τη συμβολή του με τον Ρήνο, σε ένα σημείο, όπου ο Μάιν… … Dictionary of Greek