-
21 демонстрация
1. (шествие) η διαδήλωση 2. (публичный показ) η επίδειξη, η προβολή.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > демонстрация
-
22 показ
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > показ
-
23 разворот
1. ав. η στροφ/ήдвойной восходящий - δύο συνεχόμενες - ες διαφορετικής διεύθυνσης με άνοδο και περιστροφήкрутой - κλειστή -, απότομη -(правильный вираж) οριζόντια - 360° με σταθερή ταχύτητα και κλίση2. (листа, обложки и т.п.) το άνοιγμαна - е στην εσωτερική πλευρά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > разворот
-
24 демонстра.ция
демонстр||а.цияж1. ἡ διαδήλωση [-ις]:первомайская \демонстра.цияа́ция ἡ πρωτομαγιάτικη διαδήλωση· массовая \демонстра.цияация ἡ μαζική διαδήλωση·2. (показ) ἡ ἐπίδειξη [-ις], ἡ προβολή:\демонстра.цияация фильма ἡ προβολή τοῦ φιλμ, ἡ προβολή τής ταινίας·3. (протест) ἡ διαμαρτυρία. -
25 напоказ
напока́знареч:выставлять \напоказ ἐκθέτω προς ἐπιδειξιν, ἐπιδεικνύω· выставлять \напоказ свой знания κάνω ἐπίδειξη γνώσεων. -
26 рисоваться
рисовать||ся1. (виднеться) διαγράφομαι·2. пер".н. (представляться) φαντάζομαι·3. (красоваться) ἐπιδεικνύομαι, κάνω ἐπίδειξη. -
27 рисовка
рисовкаж ἡ ἐπίδειξη [-ις], ἡ πόζα. -
28 aerobatics
[eərə'bætiks](acrobatics performed by an aircraft or high in the air.) αεροπορική επίδειξη -
29 demo
['deməu]plural - demos; noun1) ((usually) a recording sent to radio stations or producers to show the ability of a musician, singer etc or an example of a computer program etc meant to promote sales.) δείγμα μουσικού κομματιού, `ντέμο`2) (a demonstration.) επίδειξη -
30 demonstration
1) (a display or exhibition (of how something works etc): I'd like a demonstration of this dishwasher.) επίδειξη2) ((also demo ['demou] - plural demos) a public expression of opinion by holding meetings and processions, showing placards etc.) διαδήλωση -
31 exhibition
[eksi'biʃən]1) (a public display (eg of works of art, industrial goods etc): an exhibition of children's books.) έκθεση2) (an act of showing or revealing: What an exhibition of bad temper!) επίδειξη -
32 ostentation
noun επίδειξη, αυτοπροβολή -
33 ostentatiousness
noun επίδειξη -
34 show
[ʃəu] 1. past tense - showed; verb1) (to allow or cause to be seen: Show me your new dress; Please show your membership card when you come to the club; His work is showing signs of improvement.) δείχνω2) (to be able to be seen: The tear in your dress hardly shows; a faint light showing through the curtains.) φαίνομαι3) (to offer or display, or to be offered or displayed, for the public to look at: Which picture is showing at the cinema?; They are showing a new film; His paintings are being shown at the art gallery.) παρουσιάζω,προβάλλω,εκθέτω4) (to point out or point to: He showed me the road to take; Show me the man you saw yesterday.) δείχνω5) ((often with (a)round) to guide or conduct: Please show this lady to the door; They showed him (a)round (the factory).) (καθ)οδηγώ,συνοδεύω,γυρίζω6) (to demonstrate to: Will you show me how to do it?; He showed me a clever trick.) δείχνω,επιδεικνύω7) (to prove: That just shows / goes to show how stupid he is.) αποδεικνύω8) (to give or offer (someone) kindness etc: He showed him no mercy.) δείχνω2. noun1) (an entertainment, public exhibition, performance etc: a horse-show; a flower show; the new show at the theatre; a TV show.) θέαμα,παράσταση,ψυχαγωγικό πρόγραμμα,έκθεση2) (a display or act of showing: a show of strength.) επίδειξη3) (an act of pretending to be, do etc (something): He made a show of working, but he wasn't really concentrating.) προσποίηση4) (appearance, impression: They just did it for show, in order to make themselves seem more important than they are.) φιγούρα,δημιουργία εντυπώσεων5) (an effort or attempt: He put up a good show in the chess competition.) προσπάθεια,εμφάνιση•- showy- showiness
- show-business
- showcase
- showdown
- showground
- show-jumping
- showman
- showroom
- give the show away
- good show!
- on show
- show off
- show up -
35 show off
1) (to show or display for admiration: He showed off his new car by taking it to work.) επιδεικνύω2) (to try to impress others with one's possessions, ability etc: She is just showing off - she wants everyone to know how well she speaks French (noun show-off a person who does this).) κάνω επίδειξη,κάνω φιγούρα/φιγουρατζής -
36 show-jumping
noun (a competitive sport in which horses and their riders have to jump a series of artificial fences, walls etc.) επίδειξη ιππασίας -
37 рисовка
[ρισόφκα] ουσ. θ. επίδειξη -
38 сеанс
[σιάνς] ουσ. α επίδειξη, παρουσίαση, παράσταση, προβολή -
39 рисовка
[ρισόφκα] ουσ θ επίδειξη -
40 сеанс
[σιάνς] ουσ α επίδειξη, παρουσίαση, παράσταση, προβολή
См. также в других словарях:
επίδειξη — η (AM έπίδειξις) [επιδεικνύω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού επιδεικνύω («επίδειξη εμπορευμάτων, μόδας» κ.λπ.) 2. συμπεριφορά που έχει σκοπό την επίδειξη για λόγους εντυπώσεων («επίδειξη πολυμάθειας, πλούτου» κ.λπ.) 3. φανέρωση, αποκάλυψη… … Dictionary of Greek
επίδειξη — η 1. το να επιδείχνει κάποιος κάτι, η δείξη, το δείξιμο, η εντυπωσιακή εμφάνιση για διαφήμιση. 2. πολεμική επιχείρηση που έχει ως σκοπό την παραπλάνηση του αντιπάλου, ο αντιπερισπασμός. 3. (ναυτ.), φρ., «ναυτική επίδειξη», πλεύση ή αγκυροβολία… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐπιδείξῃ — ἐπιδείξηι , ἐπίδειξις showing forth fem dat sg (epic) ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj mid 2nd sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj act 3rd sg ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… … Dictionary of Greek
ενδυμασία — Το σύνολο των αντικειμένων –οποιουδήποτε υλικού ή τρόπου κατασκευής– που χρησιμοποιεί ο άνθρωπος για να ντύνεται και να στολίζεται. Για πολύ καιρό, ιδιαίτερα σε περιοχές τις οποίες ευνοούσε το θερμό κλίμα, οι άνθρωποι δεν ένιωθαν την ανάγκη να… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
ἐπιδείξηι — ἐπίδειξις showing forth fem dat sg (epic) ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj mid 2nd sg ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen aor subj act 3rd sg ἐπιδείξῃ , ἐπιδείκνυμι exhibit as a specimen fut ind mid 2nd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
έκθεση — Γενικός όρος, με τον οποίο στον τομέα της παραγωγής (υλικής, τεχνολογικής, πνευματικής και καλλιτεχνικής), του εμπορίου και της προπαγάνδας (ακόμα και με την πιο ευρεία έννοιά της) υποδηλώνεται η συγκέντρωση σε καθορισμένο τόπο και χρόνο… … Dictionary of Greek
αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… … Dictionary of Greek
αλληλεπίδειξη — η αμοιβαία επίδειξη· [ΕΤΥΜΟΛ. < αλληλ(ο) * + επίδειξη] … Dictionary of Greek
αντεπίδειξη — η επίδειξη που γίνεται για να συγκριθεί με την επίδειξη κάποιου άλλου … Dictionary of Greek