-
121 ἐΰς
ἐΰς, ἐΰ, gut, wacker, edel; Hom. im nom., ἐϋς παῖς Ἀγχίσαο Il. 2, 819, öfter, wie Hes. O. 50; acc., ἐΰν τ' ἔμεν ἀφνειόν τε, Od. 18, 127, wie Il. 8, 303; das neutr., nur adv., s. εὖ u. auch ἠΰς. Als gen. gehören hierher – a) ἐῆος, was offenbar gut, edel heißt, Od. 14, 505 φιλότητι καὶ αἰδοῖ φωτὸς ἐῆος, wie 15, 449, Il. 19, 342 πάμπαν ἀποίχεαι ἀνδρὸς ἐῆος, wo Zenod. falsch ἑοῖο lesen wollte; vgl. Ap. Rh. 1, 225. So ist es auch in den fünf anderen Stellen der Il. zu nehmen, περίσχεο παιδὸς ἐῆος 1, 393, wie 15, 138, wo es wie 24, 422. 450 des guten Sohnes, für deines Sohnes heißt, u. κάρη λάβε παιδὸς ἐῆος 18, 71, des guten Sohnes Haupt, nicht einfach ihres Sohnes, wie oft φίλος nachdrücklicher für das pron. poss. gebraucht wird, so daß also nicht an ἑῆος (wie Bekker überall schreibt) als unregelmäßigen gen. von ἑός zu denken ist. Vgl. Buttm. Lezil. I p. 85 ff. – b) ἐᾱων (wie für ἐήων, Bekk. auch ἑάων), die guten Dinge, Güter; δώρων ἐἀων, den κακῶν entgeggstzt, Il. 24, 528; ϑεοὶ δωτῆρες ἐάων, die Geber des Guten, Od. 8, 325; δῶτορ ἐάων ibd. 335. Vgl. Hes. Ih. 45. 111 H. h. 18, 12. 29, 8 Call. Iov. 91, immer von den Göttern. Alte Gramm. nahmen den nom. ἐά, ἀγαϑά dazu an u. verglichen, wie Apoll. L. H., den gen. κυανεάων.
-
122 ὑπό-δρῑμυς
ὑπό-δρῑμυς, gen. εος, etwas scharf, bitter, Galen.
-
123 ὑπερ-ασθενής
ὑπερ-ασθενής, ές, gen. έος, übermäßig ohnmächtig, schwach, Arist. pol. 4, 11.
-
124 ὑπερ-αυγής
ὑπερ-αυγής, ές, gen. έος, über die Maaßen leuchtend, glänzend, Luc. V. H. 1, 29.
-
125 ὑπερ-αχθής
ὑπερ-αχθής, ές, gen. έος, überlastet; Theocr. 11, 37; Nic. Th. 342; Opp. Hal. 5, 263.
-
126 ὑπερ-καλλής
ὑπερ-καλλής, ές, gen. έος, = Folgdm, Xen. Cyr. 5, 1, 17.
-
127 ὑπερ-αλγής
ὑπερ-αλγής, ές, gen. έος, übermäßigen Schmerz empfindend; χόλος, Soph. El. 176; Pol. 3, 79, 12.
-
128 ὑπερ-ᾱής
См. также в других словарях:
.εός — ἑός , ἑός his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εός — ἐός, ή, όν (Α) 1. (κτητ. αντων. γ εν. προσ.) δικός του, της, του 2. (κτητ. αντων. γ πληθ. προσ.) δικός τους 3. δικός μου 4. δικός σου 5. δικός μας 6. δικός σας. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. ε] … Dictionary of Greek
ἑός — his masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑά — ἑός his neut nom/voc/acc pl ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc/acc dual ἑά̱ , ἑός his fem nom/voc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑῶν — ἑός his fem gen pl ἑός his masc/neut gen pl ἠώς dawn fem gen pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑόν — ἑός his masc acc sg ἑός his neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πανίρευς — εος, ό, Α τίτλος ιερέα στη Μυτιλήνη … Dictionary of Greek
πίσσανθος — εος και ους, τὸ, Α ελαιώδες υγρό που ανέρχεται στην επιφάνεια, όταν η ωμή πίσσα αφεθεί σε ένα μέρος για αρκετό χρόνο, το πισσέλαιον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίσσα + ἄνθος] … Dictionary of Greek
πλάγος — εος και ους, τὸ, Α (δωρ. λ.) το πλάγιο μέρος, η πλευρά, το πλάι. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φαίνεται να έχει σχηματιστεί υποχωρητικά από το επίθ. πλάγιος*, πιθ. κατά το πλάτος] … Dictionary of Greek
πλέκος — εος και ους, τὸ, Α [πλέκω] καθετί το πλεγμένο, πλέγμα … Dictionary of Greek
πνίγος — εος, τὸ, Α 1. πνιγμός, πνιγμονή 2. πνιγηρός καύσωνας («ἐν κοίλῳ χωρίῳ ὄντας καὶ τὸ πνῑγος ἔτι ἐλύπει διὰ τὸ ἀστέγαστον», Θουκ.) 3. ένα από τα επτά μέρη τής παράβασης στην αττική κωμωδία, που ονομαζόταν έτσι γιατί έπρεπε να διαβαστεί με μία… … Dictionary of Greek