-
1 рассчитать
-аю, -аешъ, παθ. μτχ. παρλθ. рассчитанный, βρ: -тан, -а, -о ρ.σ.μ.1. υπολογίζω, λογαριάζω•-ай, сколько выйдет на каждого λογάριασε, πόσο πέφτει στον καθένα•
рассчитать стоимость товара λογαριάζω την αξία του εμπορεύματος•
всё было -о όλα υπολογίστηκαν.
|| προορίζω•книга -а для детей το βιβλίο είναι για παιδιά.
2. εξοφλώ (τον απολυόμενο)•рассчитать рабочего εξοφλώ τον εργάτη.
3. αριθμώ κατά τη (γυμναστική) σύνταξη.1. ξεπλερώ-νω, εξοφλώ•рассчитать с долгами ξοφλώ με τα χρέη.
2. απολύομαι, εξοφλώ οικονομικά με τον εργοδότη.3. μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι, ξεκαθαρίζω τους λογαριασμούς.4. αριθμώ, μετρώ (κατά τη σύνταξη)•рассчитать по порядку номеров μετρώ κατ αύξοντα αριθμό.
-
2 заплатить
-плачу, -платишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заплаченный, βρ: -чен, -а, -оρ.σ.1. πληρώνω•заплатить за покупки πληρώνω για τα ψώνια.
|| εξοφλώ, ξειτλερώνω•заплатить по счету εξοφλώ το λογαριασμό•
заплатить долг εξοφλώ το χρέος•
заплатить за квартиру πληρώνω το ενοίκιο του διαμερίσματος.
2. μτφ. ανταποδίδω•ты за это дорого -платишь θα το πληρώσεις ακριβά αυτό (που έκανες)•
заплатить жизнью, головой πληρώνω με τη ζωή, το κεφάλι.
-
3 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
4 заплатить
заплатить πληρώνω, εξοφλώ \заплатить по счёту πληρώνω το λογαριασμό* * *πληρώνω, εξοφλώзаплати́ть по счёту — πληρώνω το λογαριασμό
-
5 оплатить
-
6 платить
платить πληρώνω* εξοφλώ (расплачиваться)· \платить по счёту πληρώνω το λογαριασμό* \платить наличными πληρώνω τοις μετρητοίς* * *πληρώνω; εξοφλώ ( расплачиваться)плати́ть по счёту — πληρώνω το λογαριασμό
плати́ть нали́чными — πληρώνω τοις μετρητοίς
-
7 расплатиться
-
8 расплатиться
расплатитьсясов, расплачиваться несов1. πληρώνω, ἐξοφλώ:\расплатиться с долгами πληρώνω (или ἐξοφλώ) τά χρέη μου· \расплатиться сполна πληρώνω στό ἀκέραιο·2. перен πληρώνω, τιμωρούμαι:\расплатиться за свой ошибки πληρώνω τίς συνέπειες τῶν λαθών μου, τιμωροῦμαι γιά τά λάθη μου. -
9 расплатиться
ρ.σ.1. ξεπλερώνω, εξοφλώ•с долгами εξοφλώ τα χρέη.
|| μτφ. ανταποδίδω, εκδικούμαι.2. μτφ. τιμωρούμαι. -
10 сквитать
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. сквитанный βρ: -тан, -а, -оπαλ. εξοφλώ, ξεπληρώνω•сквитать долг ξεπληρώνω το χρέος.
|| μτφ. εκδικούμαι.εκφρ.сквитать мяч или гол – ανταποδίδω το γκολ•сквитать счёт – ισοφαρίζω (στο παιγνίδι).εξοφλώ (χρ;ηματ. λογαριασμούς). || μτφ. εκδικούμαι. -
11 выплатить
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выплатить
-
12 ликвидировать
1. (прекращать деятельность) διαλύω 2. (отменять) καταργώ 3. (долги) εκκαθαρίζω, εξοφλώ.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > ликвидировать
-
13 погашать
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > погашать
-
14 рассчитаться
1. (расплатиться) εξοφλώ 2. (уволиться, взять расчёт) παραιτούμαι (μετά εξόφλησης).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > рассчитаться
-
15 рассчитать
рассчитать 1) (высчитать) υπολογίζω, λογαριάζω 2) (дать расчёт) απολύω \рассчитаться κάνω λογαριασμό, εξοφλώ* * *1) ( высчитать) υπολογίζω, λογαριάζω2) ( дать расчёт) απολύω -
16 рассчитаться
κάνω λογαριασμό, εξοφλώ -
17 амортизация
амортизацияж I. эк. ἡ ἀπόσβεση[-ις]. ἡ χρεωλυσία;2. тех. ἡ μετρίαση[-ις]; \амортизацияи́ровать сов и несов I. эк. ἀποσβύνω, ἐξοφλώ χρεωλητικως;2. тех. ἀμορτιζάρω, μετριάζω. -
18 возвращать
возвращатьнесов ἐπιστρέφω, δίνω πίσω/ ξεπληρώνω, ἐξοφλώ (деньги, ссуду). -
19 выплатить
выплатитьсов, выплачивать несов πληρώνω, ἐξοφλώ:\выплатить в рассрочку πληρώνω μέ δόσεις. -
20 задолженность
задолженностьж τό χρέος, ἡ ὁφειλή:погасить \задолженность ἐξοφλώ τό χρέος.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εξοφλώ — εξοφλώ, εξόφλησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… … Dictionary of Greek
εξοφλίζω — εξοφλώ, πληρώνω χρέος … Dictionary of Greek
κιτάρω — εξοφλώ με ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quitter] … Dictionary of Greek
λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… … Dictionary of Greek
προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… … Dictionary of Greek
προσαποπληρώ — όω, ΜΑ μσν. εξοφλώ μια ακόμη χρηματική οφειλή αρχ. γεμίζω εντελώς κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπληρῶ «εξοφλώ οφειλή, γεμίζω εντελώς»] … Dictionary of Greek
χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] … Dictionary of Greek
ανεξόφλητος — η, ο αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας] … Dictionary of Greek
απεργάζομαι — (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω) Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό αρχ. μσν. καθιστώ αρχ. 1. αποτελειώνω κάτι 2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες 3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας 4. προξενώ, δημιουργώ 5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο 6. εξοφλώ… … Dictionary of Greek
απευτακτώ — ἀπευτακτῶ ( έω) (Α) [ευτακτώ] πληρώνω, εξοφλώ τακτικά, στον ορισμένο χρόνο … Dictionary of Greek