Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξοφλώ

См. также в других словарях:

  • εξοφλώ — εξοφλώ, εξόφλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξοφλώ — και ξοφλώ, άω και έω (Μ ἐξοφλῶ, έω) 1. πληρώνω χρέος, αποδίδω ποσό που οφείλω σε κάποιον («εξοφλώ τα χρέη μου», «να εξοφλήσετε τον λογαριασμό») 2. ανταποδίδω υπηρεσία, εξυπηρέτηση κ.λπ. 3. αποφυλακίζω, απελευθερώνω νεοελλ. 1. διακόπτω τις… …   Dictionary of Greek

  • εξοφλίζω — εξοφλώ, πληρώνω χρέος …   Dictionary of Greek

  • κιτάρω — εξοφλώ με ανταπόδοση. [ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. quitter] …   Dictionary of Greek

  • λύνω — και λύω και λυώ (AM λύω, Μ και λύνω και λυῶ) 1. ανοίγω ή χαλαρώνω κάτι δεμένο, αφαιρώ τους δεσμούς που συνέχουν ένα πράγμα, ξεδένω, ξελύνω, ξεζώνω, ξεκρεμώ (α. «δεν μπορώ να λύσω αυτόν τον κόμπο» β. «οὐκ εἰμὶ ἱκανὸς λῡσαι τὸν ἱμάντα τῶν… …   Dictionary of Greek

  • προεξοφλώ — έω, Ν 1. εξοφλώ χρέος πριν από τη λήξη τής προθεσμίας 2. ενεργώ προεξόφληση τίτλων 3. εισπράττω μη δεδουλευμένο μισθό ή σύνταξη, προτού το δικαίωμα γίνει απαιτητό 4. εκφράζω άποψη για κάτι χωρίς να γνωρίζω την έκβασή του, προδικάζω την εξέλιξη… …   Dictionary of Greek

  • προσαποπληρώ — όω, ΜΑ μσν. εξοφλώ μια ακόμη χρηματική οφειλή αρχ. γεμίζω εντελώς κάτι ακόμη. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποπληρῶ «εξοφλώ οφειλή, γεμίζω εντελώς»] …   Dictionary of Greek

  • χρεωλυτώ — και χρεολυτῶ, έω, Α 1. εξοφλώ χρέος 2. φρ. «χρεωλυτῶ τὸν μισθόν» εξοφλώ οφειλόμενους μισθούς (Ιώσ). [ΕΤΥΜΟΛ. < χρέος */χρέως + λυτῶ (< λύτης < λύω), πρβλ. κοιλιο λυτῶ] …   Dictionary of Greek

  • ανεξόφλητος — η, ο αυτός που δεν εξοφλήθηκε, απλήρωτος ή αυτός που δεν ανταποδόθηκε. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν στερ. + εξοφλώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1868 στη γενική συνέλευση μετόχων ελληνικής ατμοπλοίας] …   Dictionary of Greek

  • απεργάζομαι — (AM ἀπεργάζομαι, Μ κ. ἀπεργάζω) Ι. νεοελλ. μηχανεύομαι, προετοιμάζω κάτι κακό αρχ. μσν. καθιστώ αρχ. 1. αποτελειώνω κάτι 2. ζωγραφίζω με λεπτομέρειες 3. αναλαμβάνω να φέρω σε πέρας 4. προξενώ, δημιουργώ 5. μετατρέπω κάτι σε κάτι άλλο 6. εξοφλώ… …   Dictionary of Greek

  • απευτακτώ — ἀπευτακτῶ ( έω) (Α) [ευτακτώ] πληρώνω, εξοφλώ τακτικά, στον ορισμένο χρόνο …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»