Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξουσία

  • 41 диктатор

    α.
    1. δικτάτορας.
    2. έκτακτος άρχων του ρωμαϊκού κράτους με απεριόριστη εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > диктатор

  • 42 домогаться

    ρ.δ.
    επιδιώκω, κυνηγώ, επιζητώ επίμονα, τρώγομαι• αποβλέπω, εποφθαλμιώ•

    власти επιδιώκω να πάρω την εξουσία•

    домогаться признания επιζητώ την αναγνώριση•

    домогаться повышение по службе επιδιώκω επίμονα την προαγωγή στην υπηρεσία•

    он долго -лся этого места από καιρό αυτός κυνηγούσε αυτή τη θέση•

    домогаться известной должности εποφθαλμιώ περίφημο αξίωμα•

    -почестей επιζητώ τιμές.

    Большой русско-греческий словарь > домогаться

  • 43 жажда

    θ.
    1. δίψα•

    чрезмерная жажда ακατάσχετη δίψα•

    утолить -у καταπραΰνω (σβήνω) τη δίψα•

    томиться -ой καίγομαι (φλέγομαι) από τη δίψα (γανιάζω).

    2. σφοδρός, ακράτητος πόθος•

    жажда знаний δίψα για γνώσεις•

    жажда мщения δίψα εκδίκησης•

    жажда славы, влости δίψα για δόξα, για εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > жажда

  • 44 законный

    επ., βρ: -конен, -конна, -конно.
    1. νόμιμος, έννομος•

    законный наследник νόμιμος κληρονόμος•

    -ые формы борьбы νόμιμες μορφές πάλης•

    -ые притязания νόμιμες διεκδικήσεις•

    на -ом основании σε νόμιμη βάση•

    -ым путем με τη νόμιμη οδό•

    -ая власть νόμιμη εξουσία.

    || έγκυρος•

    законный документ έγκυρο έγγραφο.

    2. δίκαιος, σωστός, δικαιολογημένος•

    -ое возмущение δικαιολογημένη αγανάκτηση•

    -ая гордость δίκαια περηφάνεια•

    -ое недоумение δικαιολογημένη αμηχανία.

    εκφρ.
    законный брак – νόμομος γάμος.

    Большой русско-греческий словарь > законный

  • 45 законодательный

    επ.
    νομοθετικός•

    законодательный орган νομοθετικό όργανο•

    -ая власть νομοθετική εξουσία•

    -ая комиссия νομοθετική επιτροπή.

    Большой русско-греческий словарь > законодательный

  • 46 захватить

    -ачу, -атишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. захваченный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. παίρνω•

    захватить горсть орехов παίρνω μια φούχτα καρύδια•

    захватить порцию табака παίρνω μια τσιγαριά καπνό•

    поезд успел захватить всех пассажиров το τραίνο μπόρεσε•

    паи πήρε όλους τους επιβάτες,

    2. παίρνω μαζί μου•

    захватить сына в театр παίρνω το γιο στο θέατρο.

    3. μολύνομαι, πιάνω, αρπάζω αρρώστια.
    4. καταλαβαίνω•

    захватить власть παίρνω την εξουσία.

    || παίρνω, καταλαβαίνω (χώρο, έκταση).
    5. (επ)εκτείνομαι.
    6. μτφ. κυριεύομαι, κατέχομαι, καταλαμβάνομαι (από πάθος, αισθήματα κ.τ.τ.).
    7. επιπίπτω, βρίσκω•

    нас -ил дождь μας έπιασε βροχή• захватить кого-н. дома βρίσκω κάποιον στο σπίτι•

    захватить ночь θα πιάσει η νύχτα, θα νυχτώσει• -.врасплох αιφνιδιάζω.

    || συλλαμβάνω•

    захватить преступника πιάνω τον εγκληματία.

    8. επεμβαίνω, επιλαμβάνομαι, προλαβαίνω.
    εκφρ.
    дух (ή дакание) -ло (ή захватывает) – μου πιάστηκε (μου πιάνεται) η αναπνοή.

    Большой русско-греческий словарь > захватить

  • 47 имущий

    επ.
    εύπορος, ευκατάστατος• πλούσιος•

    -ие классы οι εύπορες τάζεις•

    власть -их η εξουσία των πλουσίων.

    Большой русско-греческий словарь > имущий

  • 48 исполнительный

    επ., βρ: -лен, -льна, -но
    1. εκτελεστικός•

    -ая власть εκτελεστική εξουσία•

    -ые органы εκτελεστικά όργανα.

    2. ενεργητικός, δραστήριος• πρόθυμος.
    εκφρ.
    - лист – γραπτό ένταλμα: -ая команда παράγγελμα εκτέλεσης.

    Большой русско-греческий словарь > исполнительный

  • 49 калиф

    α.
    βλ. халиф.
    εκφρ.
    калиф на час – (ειρν) βασιλιάς (άρχοντας) μιας ώρας (ολιγόχρονη εξουσία).

    Большой русско-греческий словарь > калиф

  • 50 коготь

    -гтя, πλθ. когти
    -ей θ.
    1. νύχι.
    2. πλθ. βλ. кошки (4 σημ.)• обломить -гти σπάζω τα δόντια (καθιστώ ακίνδυνο)•

    показить свой -гти δείχνω την κακία ή τις κακές προθέσεις•

    попасть в -гти кому ή быть в -гтях кого πέφτω στα χέρια κάποιου, είμαι κάτω από την εξουσία κάποιου•

    держать в -гтях кого κρατώ σε υποταγή κάποιον.

    Большой русско-греческий словарь > коготь

  • 51 корона

    θ.
    1. κορώνα, στέμμα. || οικόσημο.
    2. βασιλική εξουσία. || παλ. κράτος, κυβέρνηση, δημόσιο μοναρχικής χώρας.
    3. (αστρν.) στεφάνι, στέμμα•

    солнечная корона στεφάνι του ήλιου.

    4. παλ. крона 1.

    Большой русско-греческий словарь > корона

  • 52 курия

    θ.
    1. φατρία (στους Ρωμαίους).
    2. κατηγορίες εκλογέων (κατά περιουσία, εθνικότητα, ράτσα).
    εκφρ.
    папская курия – η παπική εξουσία (κουρία)•
    феодальная курия – η φεοδαρχική κουρία.

    Большой русско-греческий словарь > курия

  • 53 легислатура

    θ.
    1. νομοθεσία.
    2. νομοθετική εξουσία.

    Большой русско-греческий словарь > легислатура

  • 54 многовластие

    ουδ. η εξουσία πολλών.

    Большой русско-греческий словарь > многовластие

  • 55 народный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    λαϊκός•

    -ые массы οι λαϊκές μάζες•

    -ое движние λαϊκό κίνημα•

    -ое хозяйство λαϊκή οικονομία•

    -ая власть λαϊκή εξουσία•

    -ая армия λαϊκός στρατός•

    народный фронт λαϊκό μέτωπο•

    -ая поэзия λαϊκή ποίηση•

    -ые песни λαϊκά τραγούδια•

    -ая школа δημοτικό σχολείο•

    народный учитель δημοδιδάσκαλος•

    -ое имущество λαϊκή περιουσία•

    страны -ой демократии οι χώρες τον λαϊκών δημοκρατιών.

    εκφρ.
    - ая воля – λαϊκή θέληση (μυστική πολιτική οργάνωση των ναρό-ντνικων)•
    - ая гребля – είδος κωπηλασίας.

    Большой русско-греческий словарь > народный

  • 56 низвергнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. низверг
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. низверженный, βρ: -жен, -а, -о
    κ..низвергнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ. (γραπ. λόγος) ρίχνω κάτω, καταρρίπτω, γκρεμίζω, κατακρημνίζω•

    низвергнуть камни с горы κατρακυλώ πέτρες από το βουνό.

    || μτφ. καταλύω, καταργώ, ανατρέπω•

    -власть ανατρέπω την εξουσία•

    низвергнуть правительство ανατρέπω την κυβέρνηση•

    низвергнуть короля εκθρονίζω το βασιλιά.

    γκρεμίζομαι, κατακρημνίζομαι, πέφτω, καταρρίπτομαι•

    низвергнуть в пропасть πέφτω στο γκρεμό.

    Большой русско-греческий словарь > низвергнуть

  • 57 облечь

    -еку, -ечшь, -екут, παρλθ. χρ. облк, -лекла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облкший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. облеченный, βρ: -чен, -чена, -чено
    ρ.σ.μ.
    1. παλ. ντύνω, περιβάλλω με ένδυμα τυλίγω.
    2. καλύπτω, σκεπάζω, περιτυλίγω. || μτφ. δίνω, εξουσιοδοτώ•

    -властью περιβάλλω με εξουσία•

    облечь сливой περιβάλλω με δόξα.

    || εκφράζω, ενσαρκώνω.
    εκφρ.
    облечь доверием – περιβάλλω με εμπιστοσύνη•
    облечь тайной – περιβάλλω με μυστικότητα ή με μυστήριο.
    1. ντύνομαι.
    2. μτφ. περιβάλλομαι•

    ореолом περιβάλλομαι με φωτοστέφανο.

    || εκφράζομαι, ενσαρκώνομαι (για λόγο, λέξεις κλπ.),.
    -ляжет, -лягут, παρλθ. χρ. облёг, -легла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. облёгший ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    тучи -ли небо σύννεφα σκέπασαν τον ουρανό.

    2. παλ. πολιορκώ.

    Большой русско-греческий словарь > облечь

  • 58 папство

    ουδ. η παποσύνη, η εξουσία του πάπα καθώς και η διάρκεια της. εξουσίας.

    Большой русско-греческий словарь > папство

  • 59 патриархат

    α.
    1. πατριαρχία (πρωτόγονο κοινωνικό σύστημα).
    2. (εκκλσ.) η εξουσία του πατριάρχη, πατριαρχείο.

    Большой русско-греческий словарь > патриархат

  • 60 перейти

    -ейду, -ейдшь, παρλθ. χρ. перешл
    -шла, -шло, προστκ. перейди, μτχ. παρλθ. χρ. перешедший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перейденный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. перейдя
    ρ.σ.
    1. μ. διαβαίνω, περνώ, διέρχομαι•

    перейти улицу περνώ το δρόμο•

    перейти через ручей περνώ τα ρυάκια.

    || (για απόσταση) • διατρέχω, διασχίζω.
    2. μετακινούμαι, περνώ αλλού•

    -в другую комнату περνώ στο άλλο δωμάτιο•

    перейти от окна к столу πηγαίνω από το παραθύριστο τραπέζι.

    || διαδίδομαι, μεταδίδομαι, ξαπλώνομαι επεκτείνομαι•

    пламя -шло на соседний дом η φλόγα (φωτιά) μεταδόθηκε στο γειτονικό σπίτι.

    || αλλάζω•

    перейти на новую квартиру περνώ σε καινούριο διαμέρισμα.

    || μεταπηδώ μετασκιρτώ•

    перейти на исторический факультт μεταπηδώ στην ιστορική σχολή.

    || προβιβάζομαι, προάγομαι.
    3. περνώ με το μέρος άλλου αυτομολώ•

    перейти на сторону щютивника περνώ με το μέρος του αντίπαλου.

    || αλλαξοπιστώ γίνομαι•

    перейти на католичество γίνομαι καθολικός.

    4. περιέρχομαι•

    после смерти родителей имущество -шло дочери μετά το θάνατο των γονέων η περιουσία περιήρθε στη θυγατέρα•

    перейти из рук в руки περιέρχομαι από χέρια σε χέρια•

    власть -шла в руки советов η εξουσία πέρασ,ε στα χέρια των Συμβουλίων:

    5. μεταπίπτω•

    перейти к другой теме περνώ σε άλλοθέμα•

    перейти от обороны к наступлению περνώ απο την άμυνα στην επίθεση.

    6. μεταβάλλομαι, μετατρέπομαι•

    ссора -шла в драку το μάλωμα εξελίχτηκε σε καβγά (τσακωμό).

    7. υπερβαίνω, (ξε)περνώ.
    8. τελειώνω, σταματώ•

    дождь скоро перейтидёт η βροχή γρήγορα θα περάσει.

    Большой русско-греческий словарь > перейти

См. также в других словарях:

  • ἐξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίᾳ — ἐξουσίαι , ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξουσία — η 1. κυριαρχική δύναμη που έχει κάποιος να κάνει ή να μην κάνει κάτι, δικαίωμα που ασκεί κάποιος πάνω σε άλλο (πρόσωπο ή πράγμα), δικαιοδοσία: Η εξουσία των γονιών στα ανήλικα παιδιά τους. 2. αρχή, αξίωμα: Κι η εξουσία μου εδόθη ς φουσάτο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • εξουσία — Έκφραση που προσδιορίζει την κρατική αρχή ως φορέα της κυριαρχίας. Δηλαδή πρόκειται για τη γενική ε., που προκύπτει ως ειδικότερη έννοια από τη δύναμη, την ισχύ, και τις επιμέρους κρατικές ε., νομοθετική, δικαστική, εκτελεστική, αλλά και τη… …   Dictionary of Greek

  • ἐξουσιᾷ — ἐξουσιάζω exercise authority fut ind mid 2nd sg (epic) ἐξουσιάζω exercise authority fut ind act 3rd sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. — ή έν τῷ ποιεῖν ἐξουσία. См. Поэтическая вольность …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κανονιστική εξουσία — Ειδική εξουσιοδότηση και αρμοδιότητα του αρχηγού του κράτους (με την ιδιότητά του ως αρχηγού της εκτελεστικής εξουσίας) να συμπληρώνει και να αναπτύσσει τους νόμους στον βαθμό που αυτό είναι αναγκαίο για την εκτέλεσή τους. Κ.ε. μπορούν να έχουν… …   Dictionary of Greek

  • 'ξουσία — ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc/acc dual ἐξουσίᾱ , ἐξουσία power fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίας — ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem acc pl ἐξουσίᾱς , ἐξουσία power fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίαι — ἐξουσία power fem nom/voc pl ἐξουσίᾱͅ , ἐξουσία power fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξουσίαν — ἐξουσίᾱν , ἐξουσία power fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»