Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εξασφαλίζω

  • 41 справить

    ρ.σ.μ.
    1. γιορτάζω•

    справить день рождения γιορτάζω τα γενέθλια•

    справить именины γιορτάζω την ονομαστική γιορτή•

    справить серебряную, золотую свадьбу γιορτάζω τους αργυρούς, χρυσούς γάμους.

    2. ασχολούμαι με κάτι, δουλεύω, φτιάχνω,
    3. ετοιμάζω• εξασφαλίζω• παρέχω.
    4. παλ. (για έγγραφα) βγάζω, φροντίζω να βγάλω, να πάρω.
    5. διορθώνω, επισκευάζω.
    1. αντεπεξέρχομαι, τα βγάζω πέρα•

    справить с работой αντεπεξέρχομαι στη δουλειά•

    тебе с ним не справить εσύ μ αυτόν δε θα τα βγάλεις πέρα.

    2. μαθαίνω, πληροφορούμαι, κατατοπίζομαι.
    3. διαπιστώνω, εξακριβώνω, εξελέγχω.
    εκφρ.
    не -лся с деньгами – δε μού φτασαν τα χρήματα, δεν τα κανόνισα έτσι που να μου φτάσουνν -справить с собой συγκρατιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > справить

  • 42 тянуть

    тяну, тянешь, μτχ. ενστ. тянущий, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. тянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.δ.
    1. τραβώ (προς τον εαυτό μου)•

    тянуть ве-рвку τραβώ την τριχιά•

    тянуть за руку τραβώ από το χέρι.

    2. τεντώνω• απλώνω•

    тянуть руку απλώνω το χέρι•

    тянуть бельевую вервку через двор τεντώνω το σχοινί των ρούχων στην αυλή.

    || κατευθύνομαι, τείνω προς. || τοποθετώ, βάζω•, тянуть трубопровод τοποθετώ σωληνωτό αγωγό. || διαστέλλω•

    тянуть провод τεντώνω το καλώδιο•

    тянуть кожу τεντώνω το δέρμα.

    || κατασκευάζω (σύρμα, σωλήνες, μεταλλικές ίνες).
    3. μ. έλκω•

    пароход -ет баржу το ατμόπλοιο τραβά τη μαούνα•

    трактор -ет сеялку το τραχτέρ τραβάτη σπαρτική μηχανή.

    || κατευθύνομαι, πηγαίνω.
    4. κάνω βαριά δουλειά•

    одни -ут всё, а другие ничего μερικοί τα τραβάνε όλα, και μερικοί δεν κάνουν τίποτε.

    || διατρέφω•

    вдова -ет троих детей η χήρα με δυσκολία διατρέφει τα τρία παιδιά.

    || βοηθώ•

    тянуть слабого ученика βοηθώ τον αδύνατο μαθητή.

    5. παλ. • είμαι φόρου υποτελής, πληρώνω φόρο.
    6. μ. παίρνω•

    тянуть труга в кино παίρνω το φίλο στον κινηματογράφο•

    тянуть братишку купаться παίρνω το αδερφάκι να κολυμπήσει.

    || μτφ. οδηγώ. || ενάγω• καλώ•

    тянуть в суд τραβώ στο δικαστήριο•

    тянуть к ответу καλώ να δόσει λόγο.

    7. προσελκύω•

    меня -ет за город με τραβάει η εξοχή•

    его -ет природа τον τραβάει η φύση.

    8. τείνω, έχω τάση•

    -ет ко сну νυστάζω•

    тянуть к рвоте έχω τάση για εμετώ.

    9. βγάζω•

    тянуть невод τραβώ το αλιευτικό δίχτυ•

    тянуть карту из колоды τραβώ χαρτί από την τράπουλα•

    тянуть жребий τραβώ κλήρο.

    10. αναρροφώ•

    насос -ет воду η αντλία τραβά το νερό.

    || πίνω• ρουφώ•

    тянуть вино τραβώ κρασί.

    || καπνίζω, φουμάρω•

    тянуть папироску τραβώ τσιγάρο.

    11. παίρνω συνεχώς, αποσπώ, απομυζώ•

    тянуть деньги τραβώ χρήματα.

    12. κλέβω. || πετώ•

    журавли -ут в небо οι γερανοί πετούν στον ουρανό.

    || (για καπνοδόχο)• τραβώ• βγάζω (τον καπνό).
    13. (για σκολόπακα) • βατεύω. || (για σμήνος πτηνών)• πετώ.
    14. φυσώ, πνέω•

    с моря -еш лёгкий бриз από τη θάλασσα πνέει ελαφρά αύρα.

    || φέρω, παρασύρω•

    ветер -ет запах сена ο άνεμος φέρει τη μυρουδιά χόρτου.

    || απρόσ. έρχομαι, διαδίδομαι•

    -ет гарью έρχεται μυρουδιά κάψας (τσίκνας)•

    -ет холод от окна έρχεται κρύο από το παράθυρο•

    -ет жаром έρχεται ζέστη.

    15. βραδύνω, καθυστερώ, παρελκύω, τρενάρω•

    тянуть с ответом καθυστερώ την απάντηση.

    || συνεχίζω, εξακολουθώ•

    тянуть борьбу дальше немыслимо η συνέχιση του αγώνα παραπέρα δεν έχει νόημα.

    16. παρατραβώ, παρατείνω, παρελκύω (για φωνή, ομιλία, τραγούδι κ.τ.τ.).
    17. είμαι βαρύς•

    ящик -ет десять килограммов το κιβώτιο, τραβάει (σηκώνει) δέκα κιλά.

    || βαρύνω, κρεμώ, λυγίζω•

    груши -ут ветки вниз τα αχλάδια (με το βάρος τους) λυγίζουν τα κλαδιά•

    18. σφίγγω, πιέζω•

    тяжлый мешок -ет плечи το βαρύ τσουβάλι πιέζει τους ώμους•

    рубашка у меня -ет плечи το πουκάμισο τραβάει στους ώμους.

    εκφρ.
    тянуть время – βραδύνω, καθυστερώ•
    тянуть жилы – κατεξαντλώ, καταπονώ• ξεπατώνω στη δουλειά•
    тянуть чью руку ή сторону – δίνω χέρι βοήθειας• παίρνω το μέρος κάποιου•
    тянуть за душуκ. тянуть душу из кого α) βγάζω την ψυχή κάποιου (βασανίζω, κατατυραννώ), β) ενοχλώ πολύ, πρήζω το συκώτι•
    тянуть за язык кого – υποχρεώνω να μιλήσει, λύνω το γλωσσοδέτη κάποιου•
    кто тебя за язык -ул? – ποιος σε ανάγκασε να μιλήσεις; (για κάτι ανεπίτρεπτο να λεχθεί).
    1. εντείνομαι, τεντώνω, -ομαι•

    резина -ется το λάστιχο τεντώνει•

    кожа -ется το δέρμα τεντώνει.

    || εκτείνομαι•

    за рекой -лись холмы πέρα από το ποτάμι εκτείνονταν λόφοι.

    2. (για σώμα) τεντώνομαι• προ•

    тянуть снулся он и-ется ξύπνησε αυτός και τεντώνεται.

    3. στρέφω, γυρίζω•

    цветок -ется к солнцу το λουλούδι στρέφει προς τον ήλιο.

    4. με τραβάει, με ελκύει•

    тянуть к деревню με τρα• тянутьβάει το χωριό.

    5. έχω, βάζω (για) σκοπό• επιδιώκω να γίνω. || στέκομαι κόκκαλο, κλαρίνο, σούζα (μπροστά στο διοικητή, στον ανώτερο).
    6. σύρομαι, σέρνομαι. || ακολουθώ• έπομαι. || αφήνω (για ίχνη). || πηγαίνω, κινούμαι κατά φάλαγγα, διαδοχικά.
    7. διαδίδομαι• διαρκώ, συνεχίζομαι, εξακολουθώ.
    8. εξασφαλίζω δύσκολα τα προς του ζειν, τα βολεύω δύσκολα.
    9. διατείνομαι, εντείνω τις προσπάθειες, τις δυνάμεις. || βλ. κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > тянуть

  • 43 устроить

    устрою, устроишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. устроенный, βρ: -роен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. χτίζω• ιδρύω•

    устроить школу χτίζω σχολείο.

    2. κατασκευάζω, συναπαρτίζω. || μτφ. δημιουργώ, πλάθω, φτιάχνω.
    3. οργανώνω, συγκροτώ, συνιστώ, συστήνω•

    устроить выставку οργανώνω έκθεση•

    устроить концерт οργανώνω συναυλία•

    устроить спектакль συστήνω θέαμα.

    || στήνω•

    устроить засаду στήνω ενέδρα.

    4. διευθετώ, τακτοποιώ• κανονίζω•ρυθμίζω•

    устроить свою комнату τακτοποιώ το δωμάτιο μου•

    устроить свой дела τακτοποιώ τις υποθέσεις μου.

    || δημιουργώ•

    устроить скандал δημιουργώ σκάνταλο•

    устроить сцену δημιουργώ σκηνή•

    устроить неприятности δημιουργώ δυσάρεστα (δυσάρεστες πράξεις).

    || βάζω•

    устроить племянника на работу τακτοποιώ τον ανεψιό σε δουλειά•

    устроить больного в санаторию βάζω τον άρρωστο στο σανατόριο.

    || εξασφαλίζω, παρέχω.
    5. ικανοποιώ•

    это меня вполне -иг αυτό με ικανοποεί πλήρως.

    1. τακτοποιούμαι, διευθετούμαι• κανονίζομαι•

    их жизнь ещё не -лась η ζωή τους ακόμα δεν έστρωσε•

    дело -ится η υπόθεση θα τακτοποιηθεί.

    2. βολεύομαι•

    устроить спать на диване βολεύομαι για ύπνο στο ντιβάνι.

    || τοποθετούμαι, τακτοποιούμαι (σε δουλειά)• διορίζομαι•

    он -лся на службе αυτός έπιασε υπηρεσία (διορίστηκε σε υπηρεσία)•

    устроить на работу πιάνωδούλειά.

    Большой русско-греческий словарь > устроить

  • 44 экипировать

    -рую, -руещь,тсав. μτχ. παρλθ. χρ. экипированный, βρ: -ван, -а, -о
    ρ.δ. к. σ. εφοδιάζω, προμηθεύω• εξασφαλίζω με τα απαραίτητα. || εφοδιάζω με ιματισμό.
    εφοδιάζομαι, προμηθεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > экипировать

См. также в других словарях:

  • εξασφαλίζω — εξασφαλίζω, εξασφάλισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξασφαλίζω — (AM ἐξασφαλίζω) [ασφαλίζω] 1. καθιστώ ασφαλή, κατοχυρώνω («ἐξασφαλισάμενος τὰ καθ αὐτόν», Φιλόδ.) 2. επιδιώκω ή κατορθώνω να προφυλάξω κάτι που μού ανήκει («εξασφαλίστηκα με υποθήκη») 3. (σε παρωχημ. χρόνο) έχω τακτοποιήσει οικονομικά το μέλλον… …   Dictionary of Greek

  • εξασφαλίζω — εξασφάλισα, εξασφαλίστηκα, εξασφαλισμένος, μτβ., κάνω κάτι εντελώς ασφαλές, το κατοχυρώνω τελείως, το σιγουράρω εντελώς …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξασφαλιζόμενον — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλισάμενον — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc acc sg ἐξασφαλίζω make secure aor part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλιζόμενοι — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλιζόμενος — ἐξασφαλίζω make secure pres part mp masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλισθῆναι — ἐξασφαλίζω make secure aor inf pass …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλισθῇ — ἐξασφαλίζω make secure aor subj pass 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλισάμενος — ἐξασφαλίζω make secure aor part mid masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐξασφαλίζεσθαι — ἐξασφαλίζω make secure pres inf mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»