Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εξαντλώ

  • 41 вычерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ, αδειάζω, εκκενώνω, βγάζω τελείως•

    вычерпать воду βγάζω όλο το νερό.

    Большой русско-греческий словарь > вычерпать

  • 42 замаять

    -маю, -маешь ρ.σ.μ. (απλ.) βασανίζω, ταλαιπωρώ• κατακουράζω, εξαντλώ.
    κατακουράζομαι, εξαντλούμαι.

    Большой русско-греческий словарь > замаять

  • 43 замучить

    -чу, -чишь
    ρ.σ.μ.
    1. βασανίζω, τυραγνώ•

    его -ли до смерти τον πέθαναν στα βασανιστήρια.

    2. καταπονώ, εξαντλώ, ξεθεώνω, ξεπατώνω•

    его -ли работой τον ξεπάτωσαν στη δουλειά.

    || κατατρύχω•

    совесть -ла его τον κατέτρυχε η συνείδηση.

    κατακουράζομαι, αποκάμω, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > замучить

  • 44 изморить

    -орю, -оришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изморенный, βρ: -рен, -рена, -рено
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) εξασθενώ, εξαντλώ με την πείνα, λιμοκτονώ. || κουράζω, βασανίζω, αδυνατίζω.
    καταπονούμαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω, αποκάμω.

    Большой русско-греческий словарь > изморить

  • 45 измочалить

    ρ. σ, μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. Η3-мочаленный, βρ: -лен, -а, -о.
    1. ξεφτίζω μαστιγώνοντας•

    измочалить кнут об лошадей ξεφτίζω το μαστίγιο χτυπώντας τα άλογα.

    2. μτφ. καταπονώ, εξαντλώ βασανίζω, τυραννώ, παιδεύω.
    ξεφτίζομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > измочалить

  • 46 измучить

    -чу, -чишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. измученный, βρ: -чен, -а, -о
    ρ.σ.μ. βασανίζω, τυραννώ. || εξαντλώ, λιώνω, τσακίζω•

    непосильная работа -ла меня η βαριά δουλειά με τσάκισε.

    υποφέρω, βασανίζομαι, τυραννιέμαι. || εξαντλούμαι, τσακίζομαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > измучить

  • 47 изнурить

    -ρί)
    -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изнуренный, βρ: -рен, -рена, -рен5
    ρ.σ.μ. καταπονώ, εξαντλώ, λιώνω.
    καταπονούμαι, εξαντλούμαι, λιώνω.

    Большой русско-греческий словарь > изнурить

  • 48 изработать

    ρ.σ.μ.
    (απλ.) καταναλώνω δουλεύοντας, εξαντλώ.
    αχρησρεύομαι από τη μακρόχρονη χρήση. || εξαντλούμαι (από τη μακρόχρονη εντατική δουλειά).

    Большой русско-греческий словарь > изработать

  • 49 истереть

    изотру, изотрёшь, παρλθ. χρ..истер
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истертый, βρ: -рт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. истерши κ. истерев ρ.σ.μ.
    1. τρίβω όλο ως το τέλος•

    -сыр на тёрке τρίβω όλο το τυρί στον τρίφτη.

    || καταναλώνω, εξαντλώ, σώνω τρίβοντας•
    2. φθείρω με την τριβή. || κάνω πληγή τρίβοντας.
    3. εξαφανίζω• ομαλύνω• σβήνω τρίβοντας.
    φθείρομαι εντελώς, εξαντλούμαι, σώνομαι•

    подошва -лась η σόλα τρίφτηκε•

    резинка -лась το σβηστήρι σώθηκε•

    пиджак -ся το σακκάκι τρίφτηκε (έλιωσε).

    || καταστρέφομαι, εξαφανίζομαι,•σβήνομαι•

    надпись на монете -лась η επιγραφή στη μονέδα σβήστηκε.

    Большой русско-греческий словарь > истереть

  • 50 истомить

    -омлю, -омишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. истомленный
    -лен, -лена, -лено
    ρ.σ.μ. κατακουράζω, καταβάλλω• εξαντλώ, αδυνατίζω, λιώνω•

    работа -ла его η δουλειά τον εξάντλησε•

    ожидание -ло душу η αναμονή κούρασε την ψυχή.

    κατακουράζομαι, καταπονούμαι, απαυδώ• καταβάλλομαι, εξαντλούμαι, εξασθενίζω.

    Большой русско-греческий словарь > истомить

  • 51 надсадить

    -салу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. надсаженный, βρ: -жен, -а -о. (απλ.)
    1.:λιώνω, εξαντλώ, τσακίζω, καταπονώ• βλάπτω.
    2. μτφ. πληγώνω, συντρίβω, καταθλίβω.
    βλάπτομαι, τσακίζομαι• λιώνω (από υπερένταση).

    Большой русско-греческий словарь > надсадить

  • 52 намаять

    -аю, -аешь
    ρ.σ.μ.
    (απλ.) καταπονώ, κατακουράζω, ταλαιπωρώ εξαντλώ.
    καταπονούμαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > намаять

  • 53 нудить

    нужу, нудишь
    ρ.δ.μ. παλ.
    1. αναγκάζω, εξαναγκάζω, υποχρεώνω, ζορίζω.
    2. κοπιάζω, κουράζω, καταπονώ εξαντλώ.
    1. ανιώ, πλήττω, βαριέμαι (από έλλειψη ενασχόλησης).
    2. υποχρεώνομαι, (εξ)αναγκάζομαι (να κάνω κάτι).

    Большой русско-греческий словарь > нудить

  • 54 обескровить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ..«φαιμάσσω. || μτφ. εξαντλώ, εξασθενίζω. || μτφ. μειώνω τη ζωντάνια ή το περιεχόμενο, καθιστώ ανιαρό.
    γίνομαι αναιμικός.

    Большой русско-греческий словарь > обескровить

  • 55 обессилить

    ρ.σ.μ. αδυνατίζω, εξασθενίζω, εξαντλώ.

    Большой русско-греческий словарь > обессилить

  • 56 перечерпать

    ρ.σ.μ. εξαντλώ, βγάζω, αντλώ (όλο, πολύ)•

    перечерпать воду из ямы βγάζω πολύ νερό από το λάκκο.

    Большой русско-греческий словарь > перечерпать

  • 57 плоть

    θ.
    1. παλ. σάρκα, σώμα•

    изнуришь плоть постом εξαντλώ το σώμα με νηστεία.

    2. μτφ. ενσάρκωση.
    εκφρ.
    во -и – στο σώμα, στη σάρκα•
    плоть и кровь чья; плоть от -и – α) παλ. γνήσιο τέκνο, σάρκα και αίμα, σάρκα από σάρκα, β) ενσάρκωση• γέννημα και θρέμμα•
    войти в -и кровь – μπαίνω στη σάρκα και στο αίμα (αφομοιώνομαι πλήρως)•
    облечь в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνω, προσδίνω σάρκα και οστά•
    облечься в плоть и кровь ή -ью и кровью – ενσαρκώνομαι, παίρνω σάρκα και οστά.

    Большой русско-греческий словарь > плоть

  • 58 прикончить

    ρ.σ.μ.
    1. τελειώνω, παύω, σταματώ κόβω•

    прикончить спор σταματώ τη συζήτηση.

    || εξαντλώ, τελειώνω, (απο)σώνω, νετάρω.
    2. αποτελειώνω, αποσκοτώνω.
    τελειώνω, σταματώ, παύω κόβω.

    Большой русско-греческий словарь > прикончить

  • 59 пробросать

    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω•

    пробросать все камни в воду ρίχνω όλες τις πέτρες στο νερό.

    || εξαντλώ•

    пробросать все карты в ходе игры ρίχνω όλα τα χαρτιά (ατού) στο παιγνίδι.

    2. ρίχνω (για ένα χρον. διάστημα)•

    пробросать целый день снег с крыши πετώ όλη τη μέρα το χιόνι από τη στέγη.

    1. ρίχνω• αλληλορίχνω.
    2. μτφ. αφήνω, παρατώ, εγκαταλείπω.

    Большой русско-греческий словарь > пробросать

  • 60 разработать

    ρ.σ.μ.
    1. επεξεργάζομαι, δουλεύω•

    разработать гранит на колонны, на плиты επεξεργάζομαι γρανίτη για κολόνες, για πλάκες.

    || καλλιεργώ τη γη (για σπορά). || μτφ. εξασκώ, προάγω, τελειοποιώ• δουλεύω•

    голос певицы был мало разработан η φωνή της τραγουδίστριας λίγο καλλιεργήθηκε.

    2. επεξεργάζομαι, δουλεύω, εκπονώ. || τελ,ειοποιώ.
    3. εξορύσσω ολοκληρωτικά• εξαντλώ•

    рудник полностью разработан το ορυχείο εξαντλήθηκε πλήρως.

    Большой русско-греческий словарь > разработать

См. также в других словарях:

  • εξαντλώ — εξαντλώ, εξάντλησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εξαντλώ — (AM ἐξαντλῶ, έω) [αντλώ] καταναλώνω, ξοδεύω, σπαταλώ («μετὰ τῶν ἑταιρῶν ἐξαντλοῡντα ἤ τὸ πᾱν ἤ τὸ πολὺ τῆς οὐσίας», Αλκίφρ.) νεοελλ. 1. (για αφηρημ. ιδιότητες, έννοιες, πράγματα κ.λπ.) χρησιμοποιώ, διαθέτω πλήρως («εξαντλήθηκε η υπομονή μου») 2.… …   Dictionary of Greek

  • εξαντλώ — εξάντλησα, εξαντλήθηκα, εξαντλημένος, μτβ. 1. αντλώ ως το τέλος, εκκενώνω, αδειάζω. 2. μτφ., καταναλώνω κάτι τελείως, το τελειώνω εντελώς, κατασπαταλώ: Εξάντλησε την περιουσία του στη χαρτοπαιξία. 3. μτφ., εξασθενίζω, προκαλώ σωματική κατάπτωση,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐξαντλῶ — ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐξαντλέω drain pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επικαρπίζομαι — ἐπικαρπίζομαι (Α) εξαντλώ τα θρεπτικά συστατικά, αφαιρώ ή καταστρέφω την παραγωγική δύναμη («ἐπικαρπίζεται... ὁ αἰγίλωψ τὴν γῆν» το ζιζάνιο αφαιρεί τα θρεπτικά συστατικά τής γης, θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + καρπίζομαι «εξαντλώ το παραγωγό… …   Dictionary of Greek

  • κατατρύω — (Α) 1. μέσ. κατατρύομαι κατατρύχω, εξαντλώ, αδυνατίζω 2. παθ. εξαντλούμαι από κάτι («κατατετρῡσθαι ὑπὸ τῆς πορείας», Ξεν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + τρύω «εξαντλώ, βασανίζω»] …   Dictionary of Greek

  • αδυνατίζω — (Μ ἀδυνατίζω) 1. γίνομαι αδύνατος, αχαμνός, χάνω βάρος, λεπταίνω 2. καταβάλλομαι, ατονώ, εξασθενώ 3. ελαττώνομαι, λιγοστεύω, φτωχαίνω («οι βρύσες αδυνάτισαν κι οι ποταμιές στερέψαν») 4. κάνω κάποιον αδύνατο ή άτονο, εξασθενίζω, εξαντλώ μσν. είμαι …   Dictionary of Greek

  • αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι …   Dictionary of Greek

  • αναγκεύω — Ι. ενεργ. 1. είμαι αναγκαίος σε κάποιον, με χρειάζεται 2. κάνω να υπάρχει ανάγκη, έλλειψη κάποιου πράγματος, καταναλίσκω, εξαντλώ 3. ενοχλώ, βασανίζω 4. χτυπώ κάποιον δυνατά ΙΙ. μέσ. 1. αναγκάζομαι, πιέζομαι 2. στενοχωριέμαι, δυσανασχετώ, αδημονώ …   Dictionary of Greek

  • αναισιμώ — ἀναισιμῶ ( όω) (Α) 1. χρησιμοποιώ, ξοδεύω, καταναλίσκω, εξαντλώ 2. μεταχειρίζομαι για κάποιο σκοπό 3. παθ. είμαι αναγκαίος, χρειάζομαι «πέντε ἡμέρες ἀναισιμοῡνται», χρειάζονται, απαιτούνται. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀναίσιμος. ΠΑΡ. αρχ. ἀναισίσωμα] …   Dictionary of Greek

  • αντλώ — (Α ἀντλῶ, έω) νεοελλ. παίρνω κάποιο υγρό με αντλία αρχ. 1. βγάζω το νερό από το εσωτερικό του πλοίου 2. παίρνω νερό από κάπου 3. παροιμ. «ἠθμῷ ἀντλεῑν» το να ματαιοπονεί κάποιος 4. μτφ. α) καταβάλλω κάθε δυνατή προσπάθεια, μετέρχομαι κάθε τρόπο ή …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»