Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ενωμένος

  • 21 свободный

    επ., βρ: -ден, -дна, -дно.
    1. ελεύθερος•

    -ые и крепостные крестьяне ελεύθεροι και δουλοπάροικοι αγρότες.

    || ουσ. απελεύθερος•

    свободный и раб απελεύθερος και δούλος.

    || ελεύθερος• λεύτερος•

    свободный гражданин ελεύθερος πολίτης•

    -ые люди ελεύθεροι άνθρωποι•

    -народ ελεύθερος λαός•

    -ая жизнь ελεύθερη ζωή•

    свободный выбор ελεύθερη εκλογή•

    -ые выборы ελεύθερες εκλογές•

    -ая мысль ελεύθερη σκέψη.

    2. ανεμπόδιστος•

    -ое дыхание ελεύθερη αναπνοή•

    свободный доступ ελεύθερη προσέλευση ή είσοδος.

    || άνετος, ευρύχωρος, απλόχωρος. || αβίαστος•

    свободный голос певца ελεύθερη φωνή του τραγουδιστή.

    || ο υπέρ το δέον ελεύθερος•

    -ая женщина ελεύθερη γυναίκα.

    3. περίσσιος, διαθέσιμος•

    -ое время ελεύθερος χρόνος•

    свободный стул ελεύθερο κάθισμα.

    4. αστερέωτος, αστέργιω-τος•

    свободный конец вервки ελεύθερη άκρη της τρ ι-χιάς.

    5. (χημ.)• μη ενωμένος•

    свободный кислород ελεύθερο οξυγόνο.

    εκφρ.
    - ая профессия – ελεύθερο επάγγελμα (δικηγόρου, γιατρού κλπ.)• свободный художник α) παλ. τίτλος ζωγράφου, β) τίτλος μουσικού με ανώτερη μουσική κατάρτιση.

    Большой русско-греческий словарь > свободный

  • 22 синтетический

    επ.
    1. συνθετικός•

    синтетический метод исследования συνθετική μέθοδος έρευνας.

    2. (χημ.) ενωτικός•

    синтетический каучук συνθετικό καουτσούκ.

    3. ενωμένος, συγκροτημένος. || τυποποιημένος, γενικός, γενικευμένος.
    4. (γλωσ.) κλιτός•

    -ие языки οι κλιτές γλώσσες.

    Большой русско-греческий словарь > синтетический

  • 23 слитный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно (συν)-ενωμένος• αχώριστος• κολλητός•

    -ое налиса-ние συνενωμένη γραφή.

    || συγχωνεμένος•

    слитный гул толпы η βουή του πλήθους, οχλοβοή.

    Большой русско-греческий словарь > слитный

  • 24 сопряжённый

    επ. από μτχ.
    συνδεμένος•

    это -о с большими затруднениями αυτό συνεπάγεται μεγάλες δυσκολίες.

    || (μαθ., φυσ., τεχ.) συζυγής, ενωμένος.

    Большой русско-греческий словарь > сопряжённый

  • 25 составной

    επ., σύνθετος, συνθετικός, συστατικός, ενωμένος, συνδεμένος• συναπτός•

    -ая часть το συστατικό.

    εκφρ.
    - ое сказуемое – (γραμμ.) σύνθετο ή περιφραστικό κατηγόρημα.

    Большой русско-греческий словарь > составной

  • 26 сплочённый

    επ. από μτχ.
    1. πυκνός•

    -ые кроны деревьев πυκνά φυλλώματα δέντρων..

    2. μτφ. συσπειρωμένος, ενωμένος, μονιασμένος.

    Большой русско-греческий словарь > сплочённый

  • 27 стычный

    επ.
    συνδεμένος, ενωμένος, αρμολογημένος.

    Большой русско-греческий словарь > стычный

  • 28 унитарный

    επ. (γραπ. λόγος) ενωτικός, ενωμένος•

    -ая республика ενωμένη δημοκρατία•

    -ая конфедерация ενωτική συνομοσπονδία.

    Большой русско-греческий словарь > унитарный

См. также в других словарях:

  • σύζυγος — ο, η / σύζυγος, ον, ΝΜΑ 1. το αρσ. ως ουσ. άνδρας συνδεδεμένος με τα δεσμά τού γάμου με μια γυναίκα 2. το θηλ. ως ουσ. γυναίκα ενωμένη με δεσμούς γάμου με έναν άνδρα νεοελλ. (το αρσ. πληθ. ως ουσ.) οι σύζυγοι το ανδρόγυνο αρχ. 1. ως επίθ. α) ο… …   Dictionary of Greek

  • άρθμιος — (αρχές 5ου αι. π.Χ.).Γιος του Πυθώνακτα. Προσπάθησε να εξαγοράσει Έλληνες με περσικά χρήματα, την εποχή των περσικών πολέμων, και χαρακτηρίστηκε προδότης από το συμμαχικό συνέδριο της Ισθμίας. * * * ἄρθμιος, α, ον (Α) [αρθμός] 1. ενωμένος με… …   Dictionary of Greek

  • αθρόος — α, ο (AM ἀθρόος, α, ον, Α και ἄθρους, ουν) 1. ο κατά σωρούς εμφανιζόμενος, συμπυκνωμένος, συναγμένος, συγκεντρωμένος 2. σύμπας, ολόκληρος, συνολικός, συλλογικός αρχ. 1. συνεχής, αδιάλειπτος 2. αυτός που γίνεται αμέσως, διά μιας, ξαφνικά 3. πολύς …   Dictionary of Greek

  • αθρώ — ἀθρῶ ( έω) (Α) 1. βλέπω με προσοχή, παρατηρώ, διακρίνω 2. κατευθύνω το βλέμμα μου κάπου, βλέπω, κοιτάζω 3. εξετάζω με τον νου μου, σκέφτομαι, λογαριάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας. Είναι πιθανό να συνδέεται ετυμολογικά με τις γλώσσες του… …   Dictionary of Greek

  • απόδραση — Η δραπέτευση κρατούμενου ή φυλακισμένου. Τιμωρείται με φυλάκιση μέχρι ενός έτους· οποιοσδήποτε άλλος συμμετείχε στην απόδραση τιμωρείται με φυλάκιση. Η ποινή της α. εκτίεται ολόκληρη μετά την έκτιση της βασικής ποινής του δράστη, δηλαδή δεν… …   Dictionary of Greek

  • ασυγκόλλητος — η, ο (Μ ἀσυγκόλλητος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν είναι κολλημένος ή ενωμένος με κάτι άλλο 2. ο ακοινώνητος μσν. αυτός που δεν αποτελείται από κομμάτια ενωμένα μεταξύ τους, ο μονοκόμματος …   Dictionary of Greek

  • ασύγκρατος — ἀσύγκρατος, ον (Α) ο ανάρμοστος, ο ασυμβίβαστος. [ΕΤΥΜΟΛ. < α στερ. + σύγκρατος (< συγκεράννυμι) «ανάμικτος, στενά ενωμένος»] …   Dictionary of Greek

  • ελυτροειδής — ές (AM ἐλυτροειδής, ές) αυτός που μοιάζει με έλυτρο νεοελλ. φρ. 1. «κοινός ελυτροειδής χιτώνας» χιτώνας τού όρχεως ενωμένος με το όσχεο 2. «ίδιος ελυτροειδής χιτώνας» προσεκβολή τού περιτοναίου με δυο πέταλα (περιόρχιο και επιόρχιο) …   Dictionary of Greek

  • ενίγυιος — ἑνίγυιος, ον (Α) 1. ο ενωμένος σ ένα σώμα, ο συμφυής 2. χωλός από το ένα πόδι (κατά το λεξικό Σούδα, «ἑνίγυιος ὁ ἕν μέλος ἔχων, ὁ κυλλός». [ΕΤΥΜΟΛ. < είς, ενός + γυιος < γυίον «μέλος σώματος (χέρι, σπλάχνα) ή και όλο το σώμα» (πρβλ.… …   Dictionary of Greek

  • ενομήρης — ἐνομήρης, ες (Α) ενωμένος με..., δεμένος μαζί. [ΕΤΥΜΟΛ. < εν + ομήρης < ομού + ηρης < αραρίσκω «συνδέω, συναρμολογώ» (πρβλ. λογχήρης, ποδήρης, χαλκήρης κ.ά.)] …   Dictionary of Greek

  • ενωτικός — ή, ό (AM ἑνωτικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή συμβάλλει στην ένωση, συνδετικός («σύγκρασιν ἑνωτικήν», Πλούτ.) 2. το αρσ. ως ουσ. ο ενωτικός ο οπαδός τής πολιτικής που επιδιώκει την ένωση τών εκκλησιών ή την ένωση μιας χώρας ή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»