Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

ενοχλώ

  • 41 приставать

    [πρισταβάτ'] ρ. ενοχλώ, κολλώ, παρενοχλώ

    Русско-греческий новый словарь > приставать

  • 42 беспокоить

    [μπισπακόιτ'] ρ ενοχλώ

    Русско-эллинский словарь > беспокоить

  • 43 донимазъ

    [ντανιμάτ'] ρ ενοχλώ

    Русско-эллинский словарь > донимазъ

  • 44 мешать

    [μισάτ'] ρ εμποδίζω, ενοχλώ

    Русско-эллинский словарь > мешать

  • 45 обеспокоить

    [αμπισπακόιτ'] ρ ενοχλώ

    Русско-эллинский словарь > обеспокоить

  • 46 приставать

    [πρισταβάτ'] ρ ενοχλώ, κολλώ, παρενοχλώ

    Русско-эллинский словарь > приставать

  • 47 беспокоить

    -ою, -оишь, ρ.δ.μ.
    1. ανησυχώ, εμποδίζω, δυσκολεύω, στενοχωρώ•

    шум -и т больного ο θόρυβος ανησυχεί τον άρρωστο.

    || ενοχλώ•

    по целым дням его -ят посетители ολόκληρες μέρες τον ενοχλούν οι επισκέπτες.

    || ερεθίζω, προξενώ πόνο•

    бритва вас не -ит? το ξυράφι κόβει καλά;

    2. ταράζω, φοβίζω•

    его отсутствие -и т вас η απουσία του σας κάνει να φοβάστε.

    1. ανησυχώ, στενοχωρούμαι, ταράσσομαι•

    мать -ится о сыне η μάνα ανησυχεί για το παιδί.

    2. σκοτίζομαι, ενοχλούμαι•

    не -тесь, пожалуйста, мне и так удобно μην ανησυχείτε για μένα σας παρακαλώ, εγω καλά βολεύτηκα.

    Большой русско-греческий словарь > беспокоить

  • 48 вертеть

    верчу, вертишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. верченный, βρ: -чен, -а, -о, ρ.δ.
    1. μ. στρέφω, περιστρέφω, γυρίζω•

    вертеть колесо γυρίζω τον τροχό.

    || στρίβω, στρέφω κλωστή κ.τ.τ.
    τρυπανίζω.
    2. μτφ. παίζω στα δάχτυλα, κάνω όπως θέλω κάποιον•

    она -ла мужем как хотела αυτή τον έκανε τον άντρα της όπως ήθελε, τον έπαιζε στα δάχτυλα.

    εκφρ.
    вертеть хвостом – κάνω πονηριές, πονηρεύομαι, μηχανεύομαι•
    как ни -и – να μη έρθουν έτσι τα πράγματα, να μη συμβεί, να μη γίνει.
    1. περιστρέφομαι, γυρίζω.
    2. στριφογυρίζω, περιφέρομαι•

    он –лся около моего дома αυτός στριφογύριζε κοντά στο σπίτι, μου.

    || μτφ. έχω σχέση, σχετίζομαι•

    разговор -лся вокруг η κουβέντα περιστρέφονταν γύρω απο...

    3. (απλ.) αποφεύγω, υπεκφεύγω•

    не -ись, говори правду μη προσπαθείς να ξεφύγεις, λέγε την αλήθεια.

    εκφρ.
    -ится в голове ή на языке – στριφογυρίζει στο μυαλό μου, στο νου μου και δεν μπορώ να το συλλάβω (να το θυμηθώ)•
    вертеть под ногами ή на глазах ή перед глазами – κολλώ σε κάποιον (ενοχλώ με την παρουσία μου)•
    как ни -ись – ό,τι και να κάνεις.

    Большой русско-греческий словарь > вертеть

  • 49 грызть

    -зу, -зешь, παρλθ. χρ. грыз, -ла, -ло, ρ.δ.μ.
    1. τρωγαλίζω, γριτσανίζω, τραγανίζω, ροκανίζω. || ξεκοκκαλίζω, περιτρώγω.
    2. μτφ. ενοχλώ, τρώγω με τη γκρίνια•

    ты -зешь меня с утра до вечера με τρως με τη γκρίνια από το πρωί ως το βράδυ.

    3. τύπτω, βασανίζω, κατατρύχω•

    меня -зет сомнение μέ τρώει ή αμφιβολία•

    его -зет совесть τον τύπτει η συνείδηση.

    κυριλξ. κ. μτφ. αλληλοτρώγομοα, αλληλοφαγώνομαι•

    собаки -зутся τα σκυλιά αλληλοτρώγονται•

    соседи вечно -утся οι γείτονες όλο τον καιρό αλληλοτρώγονται.

    Большой русско-греческий словарь > грызть

  • 50 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 51 докучать

    ρ.δ. στενοχωρώ, ενοχλώ, γίνομαι φόρτωμα (με συνεχή παρακάλια, παρατηρήσεις κλπ.).

    Большой русско-греческий словарь > докучать

  • 52 донять

    дойму, доймшь, παρλθ. χρ. донял, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. донятый, βρ: -нят, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, κατατρώγω, κατατρύχω, πρήζω το συκώτι•

    донять просьбами γίνομαι φόρτωμα με τις παρακλήσεις.

    Большой русско-греческий словарь > донять

  • 53 закурить

    -урю, -уришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закуренный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. ανάβω (τσιγάρο, πούρο κ.τ.τ.).
    2. αρχίζω να καπνίζω, να φουμαρω• γίνομαι καπνιστής.
    3. μ. καπνίζω, μαυρίζω με καπνό. || ενοχλώ με τον καπνό•

    вы меня совсем -ли με πνίξατε με το τσιγάρο σας.

    4. (απλ.) γλεντοκοπώ, ξεφαντώνω.
    1. ανάβω•

    сигарета -лась легко το τσιγάρο άναψε εύκολα.

    2. αρχίζω να καπνίζω, να γίνομαι καπνιστής.

    Большой русско-греческий словарь > закурить

  • 54 затруднить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затрудненный, βρ: -нен, -нена, -нено.
    1. στενοχωρώ, ενοχλώ.
    2. δυσκολεύω, δυσχεραίνω, παρεμβάλλω εμπόδια. || φράσσω, εμποδίζω το πέρασμα.
    εκφρ.
    если вас не -ит – αν δε σας κάνει κόπο.
    δυσκολεύομαι, δυσχεραίνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > затруднить

  • 55 зудеть

    -ит
    ρ.δ. με τρώει, έχω φαγούρα. || μτφ. ποθώ πολύ, με τρώει ο πόθος• θεριακλίζομαι.
    зужу, зудишь
    ρ.δ. ζουζουνίζω•

    комары -ят τα κουνούπια ζουζουνίζουν.

    || μτφ. ενοχλώ, γίνομαι τσιμπούρι, κουνούπι.

    Большой русско-греческий словарь > зудеть

  • 56 лезть

    лезу, лезешь, παρλθ. χρ. лез, -ла, -ло; προστκ. лезь ρ.δ.
    1. αναρριχιέμαι, σκαρφαλώνω•

    лезть на дерево σκαρφαλώνω στο δέντρο•

    лезть на скалы σκαρφαλώνω στα βράχια.

    || κατεβαίνω αγκιστρωνόμενος.
    2. διαπερνώ, εισδύω, μπαίνω έρποντας εξέρχομαι, βγαίνω έρποντας. || μπαίνω•

    лезть в ванну μπαίνω στη μπανιέρα.

    3. εισδύω, μπιχίνω για να κλέψω βάζω για να. κλέψω•

    лезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.

    4. βάζω το χέρι•

    лезть в ящик βάζω το χέρι στο κιβώτιο ή στο συρτάρι.

    5. εισχωρώ, μπαίνω•

    гвозди в стенку не -зут τα•καρφιά δε μπαίνουν στον τοίχο.

    6. βγαίνω ανάμεσα από στενό μέρος.
    7. προσβάλλω συνεχώς, χτυπώ, ερεθίζω (για ήχους, μυρουδιά κ.τ.τ.).
    8. μτφ. επιδιώκω, επιζητώ να συμμετάσχω (σε μάχη, καβγά κ.τ.τ.). || απευθύνομαι, ενοχλώ. || επεμβαίνω•

    лезть не в своё дело δεν έχεις κανένα δικαίωμο. να επεμβαίνεις.

    9. επιδιώκω μεγάλα αξιώματα•

    в генералы -зет στρο:τηγός βάλθηκε να γίνει.

    10. πέφτω, μαδιέμαι (για μαλλιά).
    11. ξεφτίζομαι (για υφάσματα).
    εκφρ.
    лезть в бутылку – αγανακτώ, θυμώνω χωρίς αιτία•
    лезть в ή на глаза – προσπαθώ να φαίνομαι, να διακρίνομαι, να επιδείχνομαι•
    лезть в голову – συνέχεια μού ρχεται στο νου, δε μου βγαίνει από το μυαλό•
    лезть в чью душу – επεμβαίνω σε ξένες υποθέσεις, ζητήματα, αισθήματα κ.τ.τ. лезть на стену γίνομαι έξαλλος, έξω φρενών•
    не -зет в горло ή в рот – δεν κατεβαίνει στο λαιμό (δε μου τραβάει, δεν έχω όρεξη)•
    не лезть за словом в карман – έχω έτοιμη την απάντηση, είμαι ετοιμόλογος.

    Большой русско-греческий словарь > лезть

  • 57 лечь

    лягу, ляжешь, лягут; παρλθ. χρ. лг, легла
    -ло, προστκ. ляг ρ.σ.
    1. ξαπλώνω,πλαγιάζω κατακλίνομαι•

    лечь на диван ξαπλώνω στο ντιβάνι.

    || πεθαίνω. || πέφτω στη μάχη, σκοτώνομαι.
    2. εκτείνομαι καλύπτω, σκεπάζω. || αρχίζω, έρχομαι•

    на днях -ет зима αυτές τις μέρες θ αρχίσει ο χειμώνας.

    3. πέφτω, κάθομαι•

    платье -ло хорошо на тело το φόρεμα κάθησε καλά στο σώμα.

    4. παίρνω κατεύθυνση (για πλοίο, αεροπλάνο).
    5. μτφ. φέρω, πέφτω, έχω•

    ответственность -ет на вас την ευθύνη θα την φέρετε εσείς•

    могут лечь на меня подозрения μπορεί να με υποψιαστούν.

    6. μτφ. σε συνδυασμό με τις λέξεις•

    на душу, на сердце, на совесть σημαίνει: βαρύνω, τύπτω, τρώγω, κατατρύχω, καταπονώ, ενοχλώ.

    Большой русско-греческий словарь > лечь

  • 58 мешать

    ρ.δ. εμποδίζω, κωλύω, παρακωλύω• ενοχλώ•

    не -айте мне пройти μη με εμποδίζετε να περάσω•

    он занят, не -айте ему αυτός είναι απασχολημένος, μην τον ενοχλήτε.

    εκφρ.
    не -ает – δεν πειράζει•
    не -ло бы – δε θα πείραζε ή δε θα ήταν άσχημα.
    1. εμποδίζω, στέκομαι εμπόδιο.
    2. επεμβαίνω,
    ρ.δ.μ.
    1. αναμιγνύω, ανακατώνω•

    кашу ανακατώνω το κουρκούτι•

    мешать ложечкой кофе ανακατώνω τον καφέ με το κουταλάκι.

    2. συμμιγνύω•

    мешать краски συμμιγνύω χρώματα.

    || συμφύρω•

    мешать карты ανακατώνω την τράπουλα.

    3. μπερδεύω, συγχέω•

    я их -ю, они похожи τους μπερδεύω, γιατί μοιάζουν μεταξύ τους.

    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) αναμιγνυομαι, ανακατεύομαι.
    2. μπερδεύομαι.
    3. συγχύζομαι.
    εκφρ.
    ум ή рассудок -ется – συγχύζεται (θολώνει) το μυαλό•
    мешать в уме (в рассудке)κ. мешать умом (рассудком) χάνω τα λογικά μου, μου φεύγει το μυαλό.

    Большой русско-греческий словарь > мешать

  • 59 навязаться

    -яжусь, -яжешься
    ρ.σ.
    ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, φόρτωμα, κολλώ. || πετυχαίνω με επίμονες ενοχλητικές παρακλήσεις.
    εκφρ.
    навязаться на (мою) голову (ή на шю) – γίνομαι φόρτωμα (ενοχλητικός), κάθομαι στο σβέρκο.

    Большой русско-греческий словарь > навязаться

  • 60 надоесть

    -ем, -ешь, -ст, -едим, -едите, -едят, παρλθ. χρ. надоел, -ла, -ло: προστκ. δεν έχει1 ρ.σ. ενοχλώ, γίνομαι ενοχλητικός, βαρετός, φορτικός•

    -ло бездельничать! βαρέθηκα να κάθομαι χωρίς δουλειά•

    он -л мне τον βαρέθηκα•

    боюсь надоесть вам φοβάμαι μήπως σας ενοχλήσω•

    -ла мне жизнь βαρέθηκα τη ζωή.

    Большой русско-греческий словарь > надоесть

См. также в других словарях:

  • ενοχλώ — ενοχλώ, ενόχλησα βλ. πίν. 73 (και ως απρόσ. ενοχλεί) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ενοχλώ — (AM ἐνοχλῶ, έω) [οχλώ] προκαλώ ενόχληση, ταράζω την ησυχία κάποιου μσν. νεοελλ. πειράζω, θίγω μσν. βασανίζω αρχ. γίνομαι ενοχλητικός, φορτικός …   Dictionary of Greek

  • ενοχλώ — ενόχλησα, ενοχλήθηκα, ενοχλημένος, μτβ., προξενώ ενόχληση σε κάποιον, ταράζω την ησυχία του, στενοχωρώ, δυσαρεστώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐνοχλῶ — ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἐνοχλέω trouble pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ξεκουφαίνω — ενοχλώ προκαλώντας εκκωφαντικό θόρυβο («μάς ξεκούφανες με τις φωνές σου») …   Dictionary of Greek

  • παρενοχλώ — παρενοχλῶ, έω ΝΑ ενοχλώ κάποιον, διαταράσσω την ησυχία του, τόν αποσπώ από αυτό με το οποίο ασχολείται νεοελλ. στρ. «παρενοχλώ τον εχθρό» ενοχλώ τον εχθρό με συνεχείς μικρές επιθέσεις ή αιφνιδιασμούς αρχ. 1. βλάπτω με έμμεσο τρόπο τα συμφέροντα… …   Dictionary of Greek

  • διενοχλώ — διενοχλῶ ( έω) (AM) [ενοχλώ] ενοχλώ αδιάκοπα, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • κάθομαι — και κάθουμαι και κάθημαι (AM κάθημαι, Α ιων. τ. κάτημαι, Μ και κάθομαι) 1. εδράζομαι στους γλουτούς, τοποθετούμαι σε εδραία θέση (α. «κάθομαι τρεις ώρες συνέχεια» β. «θρόνῳ κάθηται», Ευρ.) 2. κατοικώ, διαμένω, ζω, είμαι εγκατεστημένος (α.… …   Dictionary of Greek

  • παροχλώ — έω, Α παρενοχλώ, ενοχλώ επί πλέον, προκαλώ πρόσθετη ενόχληση. [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + ὀχλῶ «εμποδίζω ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσοχλώ — έω, Α ενοχλώ, δυσαρεστώ ή ταράζω κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ὀχλῶ «ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

  • προσπαρενοχλώ — έω, Μ ενοχλώ κάποιον επιπροσθέτως. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + παρενοχλῶ «ενοχλώ»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»