-
1 εμπορικός
η, ό[ν] торговый; коммерческий;εμπορικός πράκτορας
(или αντιπρόσωπος) торговый агент;εμπορικός ακόλουθος — торгпред;
εμπορική αντιπροσωπεία — торгпредство;
εμπορική συνθήκη (συμφωνία) — торговое соглашение (договор);
εμπορικό σκάφος — торговое судно;
εμπορικόν ναυτικόν — или εμπορικός στόλος — торговый флот;
εμπορικόν επιμελητήριον — торговая палата;
εμπορικός οίκος — торговая, фирма;
εμπορικο δίκτυο — торговая сеть;
κατάστιχα — торговые книги;εμπορικός αποκλεισμός — экономическая блокада
-
2 οίκος
ο1) дом;ο κατ' οίκον περιορισμός — домашний арест;
2) знатный род; известная семья;3) предприятие; фирма; компания;εμπορικός οίκος — торговая фирма;
εκδοτικός οίκο — издательство;
4) аппарат, администрация президента или короля;ο στρατιωτικός οίκος τού βασιλέως — военный аппарат, военная администрация при короле;
5) дом, заведение;οίκος του φοιτητού — общежитие, пансион, интернат для студентов;
γ τα εν οίκω μη εν δήμω погов, не выносить сора из избы
См. также в других словарях:
εμπορικός — ή, ό (AM ἐμπορικός, ή, όν) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον έμπορο ή στο εμπόριο («εμπορικός οίκος, σύλλογος, σύμβαση, σχολή, λιμάνι κ.λπ.») νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το εμπορικό κατάστημα πωλήσεως υφασμάτων, ψιλικών ή ειδών νεωτερισμού κ.λπ.,… … Dictionary of Greek
ταχυδρομείο — Δημόσια υπηρεσία, η οποία μεταφέρει και παραδίδει επιστολές, δέματα, χρήματα, εκεί που προορίζονται μετά την καταβολή ορισμένου τέλους. Τα πρώτα ελληνικά τ. ιδρύθηκαν το 1828 με εντολή του I. Καποδίστρια. Η επινόηση και συστηματοποίηση της… … Dictionary of Greek
Μαλαισία — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας. Αποτελείται από δύο ενότητες, μεταξύ των οποίων μεσολαβεί η Νότια Κινεζική θάλασσα για περίπου 650 χλμ. Το ανατολικό τμήμα συνορεύει B με το Μπρουνέι και N με την Ινδονησία, ενώ βρέχεται B και Δ από την Νότια… … Dictionary of Greek
Τασσήκας, Κυριακός — Έλληνας μεγαλέμπορας. Ζούσε στην Αλεξάνδρεια της Αιγύπτου, όπου, ως Φιλικός, υπηρέτησε, με κάθε μέσο, το έργο της Φιλικής Εταιρείας και την Επανάσταση. Μαζί με τον επίσης Φιλικό Α. Πελοπίδα, κατέστρωσε σχέδιο, σύμφωνα με το οποίο θα ιδρυόταν ένας … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Κοινωνία και Οικονομία (Αρχαιότητα) — ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ ΑΡΧΑΪΚΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Η οικονομία στην Aρχαϊκή περίοδο Στον τομέα της οικονομίας, στην Aρχαϊκή περίοδο, σημειώθηκε μια σημαντική πρόοδος σε σχέση με τη Γεωμετρική περίοδο. Κατά τη διάρκεια της Γεωμετρικής… … Dictionary of Greek
φίρμα — η, Ν 1. εμπορικός ή βιομηχανικός οίκος 2. μτφ. α) γνώρισμα ορισμένης προελεύσεως·β) (για πρόσ.) διασημότητα («είναι φίρμα τού κινηματογράφου»). [ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. firma < ρ. firmare < λατ. firmo «στερεώνω» < firmus «στέρεος, σταθερός»,… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek