-
1 fuar
(εμπορική) έκθεση -
2 кредит
фин. η πίστωσηвексельный - χορηγούμενη βάσει τίτλου αντιπροσωπεύοντος περιουσιακό στοιχείοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > кредит
-
3 коммерческий
επ.εμπορικός, του εμπορίου•-ое предприятие εμπορική επιχείρηση.
εκφρ.коммерческий банк – εμπορική τράπεζα•- ое училище – μέση εμπορική σχολή. -
4 торговый
επ., εμπορικός•торговый капитал εμπορικό κεφάλαιο•
-ая сделка εμπορική σύμβαση•
-дом εμπορικός οίκος•
-ая база εμπορική βάση•
торговый флот εμπορικός στόλος•
торговый агент εμπορικός αντιπρόσωπος•
торговый город εμπορική πόλη•
-ые книги εμπορικά βιβλία (κατάστιχα).
εκφρ.- ая баня – παλ. τα δημόσια λουτρά. -
5 предприятие
η επιχείρησ/η, το εργοστάσιοубыточное - ασύμφορη -, μη επικερδής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > предприятие
-
6 сделка
η αγοραπωλησί/αη συμφωνίαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сделка
-
7 статус
η κατάσταση, η υπόσταση, η θέση, το κύρος, το στάτους (ξεν.)юридический - см. правовой -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > статус
-
8 представительство
представительство с η αν-. τιπροσωπεία* торговое \представительство η εμπορική αντιπροσωπεία* * *сη αντιπροσωπείαторго́вое представи́тельство — η εμπορική αντιπροσωπεία
-
9 сделка
сделка ж η πράξη, η συναλλαγή; η συμφωνία (соглашение)· торговая \сделка η εμπορική πράξη, οι εμπορικές συναλλαγές* * *жη πράξη, η συναλλαγή; η συμφωνία ( соглашение)торго́вая сде́лка — η εμπορική πράξη, οι εμπορικές συναλλαγές
-
10 соглашение
соглашение с 1) (согласие) η συμφωνία; приходить к \соглашениею καταλήγω σε συμφωνία 2) (договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση· το σύμφωνο (договор)' торговое \соглашение η εμπορική σύμβαση; двустороннее \соглашение η διμερής συμφωνία· заключить \соглашение κλείνω (или συνάπτω) συμβόλαιο* * *с1) ( согласие) η συμφωνίαприходи́ть к соглаше́нию — καταλήγω σε συμφωνία
2) ( договорённость) το συμβόλαιο, η σύμβαση; το σύμφωνο ( договор)торго́вое соглаше́ние — η εμπορική σύμβαση
двусторо́ннее соглаше́ние — η διμερής συμφωνία
заключи́ть соглаше́ние — κλείνω ( или συνάπτω) συμβόλαιο
-
11 торгпредство
торгпредство с (торговое представительство) η εμπορική αντιπροσωπεία* * *с(торго́вое представи́тельство) η εμπορική αντιπροσωπεία -
12 банк
1. эк. η τράπεζ/α 2. мед. η τράπεζαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > банк
-
13 бум
эк. το μπουμ, η ξαφνική άνοδος (π.χ. βιομηχανική, οικονομική, εμπορική).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бум
-
14 вазелин
η βαζελίνη (εμπορική ονομασία του πετρολάτουμ).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > вазелин
-
15 вексель
το (χρεωστικό) γραμμάτι/ο, η χρεωστική συναλλαγματικήплатить - ями πληρώνωμε επιταγές/γραμμάτια-, срок платежа по которому наступает через...месяцев -, πληρωμή του οποίουαρχίζει μετά από...μήνεςавансовый - (банк.) το τραπεζικό δάνιο για εκτέλεσηέργου-акцептованный торговый - η τρα-βηκτική, συνοδεύουσα τα φορτωτικά έγγραφαкоммерческий - η εμπορική συναλλαγματική (σχετική με τη φόρτωση εμπορευμάτων)-переводный - см. траттапередаваемый - см. оборотный --погашаемый золотом -, η πληρωμή/εξαργύρωσητου οποίου γίνεται σε χρυσό-подлежащийоплате - για/προς πληρωμή/εξαργύρωσηпредъявительский -, πληρωτέο με την εμφάνιση τουсрочный - (с оплатой черезопределённый срок после предъявления) - που εξαργυρώνεται μετά από ορισμένο χρονικό διάστημα από την έκδοση τουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > вексель
-
16 движение
1. (мех., физ., эк.) η κίνησηбеспорядочное - ακανόνιστη -, τυχαία -вихревое - στροβι-λώδης/στροβιλωειδής -замедленное - επιβραδυνομένη -, η επιβράδυνση-капитала фин. - του κεφαλαίουколебательное - της ταλάντωσης, η ταλάντωσηнисходящее - καθοδική -, η κάθοδοςобратное мех. - ανάστροφη -, αντίστροφη -попятное - астр. η οπισθοβατική φορά- против часовой стрелки - εναντίον της φοράς των δεικτών του ωρολογίου, αριστερόστροφη -прямое астр. ορθή -суточное - астр. η ημερήσια μεταβολή2. (перемещение элементов машин, механизмов) η διαδρομή, η κίνηση, η πορεία- вверх ανοδική -, η άνοδοςвидимое - φαινόμενη -, φαινομενική -- вниз καθοδική -, η κάθοδοςкругообразное - см. круговращательное -3. (приведение в движение) η πρόωση, η προώθησηракетное - η πυραυλική προώθηση ^(общественное) το κίνημα5. (транспорта) η κίνηση, η κυκλοφορίαрасписание - я ο πίνακας των δρομολογίων (τρένων, πλοίων)однопутное - см. одностороннее -одностороннее - μιας κατεύθυνσης, ο μονόδρομος- τράνζιτ6. мор. το συγκρότημα εμβόλου, βάκτρου, σταυρού και διωστήρα 7. (жидкости, газов) η ροή, η κυκλοφορίαбезвихревое - ήρεμη -, παράλληλη -ламинарное - γραμμική -, νηματική -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > движение
-
17 договор
η συμφωνί/α, το συμβόλαιο, το συμφωνητικό, (между государствами) η συνθήκη- на основе взаимности αμοι-βαία/αμφοτεροβαρής -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > договор
-
18 законодательство
η νομοθεσίαгражданское - αστική «международное - διεθνής -, το διεθνές δίκαιοморское - ναυτική -, το ναυτικό δίκαιοтрудовое - εργατική -, το εργατικό δίκαιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > законодательство
-
19 компания
η εταιρείαанонимная - ανώνυμη - (Α.Ε.)иностранная - αλλοδαπή -, ξένη -смешанная - см. совместная -- с неограниченной ответственностью - απεριόριστης ευθύνης, ομόρρυθμη -факторная - см. факторинговая -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > компания
-
20 магнавольт
ο περιστροφικός ενισχυτής ο Μαγκναβόλτ (Magnavolt) (εμπορική ονομασία).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > магнавольт
См. также в других словарях:
ἐμπορικῇ — ἐμπορικός of fem dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐμπορική — ἐμπορικός of fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πλεξιγκλάς — Εμπορική ονομασία του προϊόντος πολυμερισμού του μεθυλακρυλικού μεθυλενίου (μεθυλικός εστέρας του β μεθυλακρυλικού οξέος). Οι πρώτες ύλες για την παραγωγή του π. είναι η ακετόνη και το κυανυδρικό οξύ, που αντιδρούν μεταξύ τους και παράγουν την… … Dictionary of Greek
ερυθροσίνη — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού ιδιοσκευάσματος που περιέχει ερυθρομυκίνη. Είναι ένωση ανάλογη προς την ηωσίνη και παράγεται με επίδραση ιωδίου σε φλουορεσκεΐνη σε αλκαλικό περιβάλλον. Το άλας της με νάτριο χρησιμοποιείται για τη βαφή του… … Dictionary of Greek
συντεχνία — Εμπορική και βιοτεχνική ένωση του Μεσαίωνα, στην οποία ανήκαν όλοι όσοι ασκούσαν την ίδια οικονομική δραστηριότητα, με σκοπό την προάσπιση κοινών συμφερόντων. Οι σ. υπήρξαν ιδιαίτερα πολυάριθμες και ανθηρές μεταξύ 12ου και 14ου αι. Οι ρίζες των σ … Dictionary of Greek
χαβιάρι — Εμπορική ονομασία που δίνεται στα αβγά διαφόρων ψαριών και διαίτερα των οξυρρύγχων. Οι τελευταίοι αυτοί ζουν στην Κασπία Θάλασσα και στον Εύξεινο Πόντο και αλιεύονται όταν ανεβαίνουν στους μεγάλους ποταμούς, όπως ο Βόλγας και ο Δούναβης. Χάρη… … Dictionary of Greek
ακρυλάν ή ακριλάν — Εμπορική ονομασία της ακρυλικής ίνας που παρασκευάστηκε αρχικά στη χημική βιομηχανία Μονσάντο (ΗΠΑ). Το α. ανήκει στην τάξη των ακρυλικών. Σχηματίζεται με πολυμερισμό του ακρυλονιτριλίου και αντικαθιστά το φυσικό μαλλί … Dictionary of Greek
ανθρακορούνδιο — Εμπορική ονομασία του καρβιδίου του πυριτίου (SiC), ενός από τα πιο σπουδαία τεχνητά λειαντικά μέσα. Το ανακάλυψε τυχαία το 1891 o Αμερικανός Έντουαρντ Άτσισον ενώ προσπαθούσε να παρασκευάσει διαμάντι. Λαμβάνεται με θέρμανση σε ηλεκτρικό φούρνο… … Dictionary of Greek
βερονάλ — Εμπορική ονομασία φαρμακευτικού παρασκευάσματος, παραγώγου του βαρβιτουρικού οξέος. Συνίσταται από βαρβιτάλη (διαιθυλοβαρβιτουρικό οξύ) και έχει τη μορφή σκόνης ή λευκών κρυστάλλων που είναι διαλυτοί στο ζεστό νερό, το οινόπνευμα, τον αιθέρα και… … Dictionary of Greek
βιτάλιο — Εμπορική ονομασία κράματος από κοβάλτιο (65%), χρώμιο (25%), μολυβδαίνιο (6%) και από διάφορα άλλα στοιχεία σε μικρές αναλογίες (σίδηρο, νικέλιο κ.ά.). Χρησιμοποιείται στη χειρουργική και την οδοντοτεχνία και ιδιαίτερα στην κατασκευή πτερυγίων… … Dictionary of Greek
Εταιρεία Ανατολικών Ινδιών — Εμπορική εταιρεία της Μεγάλης Βρετανίας στη διάρκεια της αποικιοκρατίας (17ος 19ος αι.). Ονομάστηκε έτσι σε αντιδιαστολή προς τις Δυτικές Ινδίες, όπως ονομάζονταν τότε οι βρετανικές κτήσεις στην Καραϊβική (Αμερική). H Ε.Α.Ι. ιδρύθηκε το 1600 από… … Dictionary of Greek