Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

εμποδίζω

  • 41 дёргать

    ρ.δ.
    1. τραβώ κουνώντας•

    он -ал его за рукав αυτός τον τράβηξε από το μανίκι.

    2. πονώ, αισθάνομαι νυγμούς. || τρεμουλιάζω, τρέμω•

    его всего -ет τρεμουλιάζει ολόκληρος.

    || κινώ απότομα μέλος του σώματος•

    дёргать бровью ανεβοκατεβάζω τα φρύδια.

    3. μτφ. ενοχλώ, εμποδίζω, γίνομαι κουνούπι, φόρτωμα.
    4. ξεριζώνω, εκριζώνω, αποσπώ, βγάζω τραβώντας•

    дёргать зуб βγάζω το δόντι•

    дёргать лн βγάζω το λινάρι.

    5. αμ. ηχω, κραυγάζω με διακοφτή φωνή.
    εκφρ.
    носом – εισπνέω ηχηρά με τη μύτη, ρουφώ.
    κινούμαι απότομα, κάνω απότομες κινήσεις. || ξεριζώνομαι, εκριζώνομαι, αποσπώμαι. || κινούμαι απότομα•

    у него -лась бровь του κουνιούνταν το φρύδι.

    Большой русско-греческий словарь > дёргать

  • 42 держать

    держу, держишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. держанный, βρ: -жан, -а, -о ρ.δ.μ.
    1. κρατώ, βαστώ•

    держать зонтик κρατώ την ομπρέλα.

    || εμποδίζω•

    кто меня -ит? ποιος με κρατάει;

    μτφ. δεν αφήνω να μου ξεφύγει•

    -йте вора! πιάστε τον κλέφτη!•

    держать а повиновении κρατώ σε υποταγή•

    держать собаку в цепи έχω δεμένο το σκυλί με αλυσίδα.

    || μτφ. διατηρώ, διαφυλάσσω.
    2. υποβαστάζω•

    балкон -ат четыре коллоны το μπαλκόνι το κρατούν τέσσερις κολλόνες.

    || συγκρατώ, παρεμποδίζω. || κατέχω.
    3. βάζω (θέτω) υπο κράτηση•

    держать в плену κρατώ σε αιχμαλωσία•

    держать под стражей κρατώ υπο φρούρηση.

    4. κρατώ σε•

    держать город в осадном положении κρατώ την πόλη σε κατάσταση πολιορκίας• — в неведении κρατώ σε άγνοια.

    || παλ. συμπέριφέρνομαι.
    5. αφήνω•

    держать окна откритими αφήνω τα παράθυρα ανοιχτά•

    держать глаза опущенными κρατώ τα μάτια χαμηλωμένα.

    6. φυλάσσω, διαφυλάσσω• έχω•

    держать деньги в сберкассе φυλάσσω τα χρήματα στο ταμιευτήριο.

    7. έχω, διατηρώ, διατρέφω•

    держать домашную птицу κρατώ οικόσιτα πουλερικά.

    || κατέχω, είμαι κάτοχος, διατηρώ•

    гостиницу κρατώ ξενοδοχείο.

    8. κατευθύνομαι•

    -и вправо! τράβα όλο δεξιά!

    εκφρ.
    –и кармам (шире)απλ. ειρν. κάνε όρεξη, περίμενε...
    держать курс ή путь – παίρνω κατεύθυνση προς•
    держать себя – φέρνομαι, αυμπεριφέρνομαι•(своё) слово κρατώ το λόγο (μου)•
    держать сторону чью ή руку – παίρνω το μέρος κάποιου•
    держать в уме ή в голове, в мыслях – κρατώ στό μυαλό, στό κεφάλι, στη σκέψη (θυμούμαι)•
    держать себя в руках – συγκρατιέμαι•
    держать кого в руках – συγκρατώ κάποιον•
    держать при себе – κρατώ μέσα μου (δεν εκδηλώνω)•
    ноги не -ат – δεν κρατιέμαι στα πόδια (από κούραση ή αδυναμία)•
    держать пост – κρατώ σαρακοστή, νηστεία•
    держать экзамены – δίνω εξετάσεις•
    никто вас не -ит – κανένας δεν σας κρατάει, ο δρόμος είναι ανοιχτός•
    держать речь – βγάζω λόγο, αγορεύω•
    держать ответ – απαντώ, δίνω απάντηση•
    держать в тайне ή в секрете – κρατώ μυστικό•
    держать обещание – κρατώ (τηρώ) την υπόσχεση.
    1. κρατιέμαι, βαστιέμαι•

    я -усь за вас, чтобы не упасть κρατιέμαι από σας, για να μήπέσω.

    2. υποβαστάζομαι, στηρίζομαι•

    мост –ится на пяти быках η γέφυρα στηρίζεται σε πέντε στύλους.

    || μτφ. υποστηρίζομαι, βασίζομαι.
    3. στέκομαι•

    он с трудом -лся на ногах με δυσκολία κρατιόνταν στα πόδια.

    || φέρομαι, συμπεριφέρομαι•

    он -ится очень скромно αυτός φέρεται πολύ ταπεινά.

    4. держать διατηρούμαι, σώζομαι•

    эта краска долго -ится αυτή η μπογιά κρατάει πολύ καιρό•

    ветхий дом ещё -ится^то παλιόαπιτο ακόμα κρατιέται.

    5. (στρατ.) αντιστέκομαι•

    крепость долго -лась το φρούριο κρατούσε πολύ καιρό.

    6. έχω κατεύθυνση•

    правой стороны κατευθύνομαι δεξιά.

    7. ακολουθώ, παραδέχομαι, είμαι υπέρ•

    держать строгих правил είμαι υπέρ των αυστηρών κανόνων (ηθών)•, либеральных взглядов ακολουθώ φιλερεύθερες ιδέες.

    || εμμένω, δε.ν παρεκκλίνω•

    держать прежнего мнения κρατώ τη γνώμη που είχα•

    держать намеченной цели δεν παρεκκλίνω από τον καθορισμένο σκοπό.

    8. φυλάσσομαι, διαφυλάσσομαι.
    9. διατηρούμαι.
    10. συγκρατιέμαι•

    она долго -лась, но наконец расплакалась αυτή πολύ κρατήθηκε, όμως τελικά ξέσπασε σε κλάματα.

    εκφρ.
    только -йсь! – μόνο κρατήσου! (για δύσκολη κατάσταση)•
    держать вместе – ενεργώ από κοινού•
    держать особняком – απέχω, αποτραβιέμαι, ζω κατά μόνας, μόνος.

    Большой русско-греческий словарь > держать

  • 43 дорога

    θ.
    1. δρόμος, οδός•

    просёлочная αγροτικός δρόμος•

    автомобильная дорога αυτοκινητόδρομος, δημοσιά•

    шоссеиная дорога αμαξόδρομος, αμαξιτή οδός•

    водная υδάτινη οδός•

    воздушная дорога εναέρια οδός•

    широкая дорога φαρδύς δρόμος•

    торная дорога (κυρλξ. κ. μτφ.) πεπατημένη (τετριμμένη) οδός•

    большая κύρια οδός•

    сбиться с -и ξεφεύγω από το δρόμο, παραπλανιέμαι, χάνω το δρόμο, παρεκτρέπομαι•

    не знай ко мне -и να μην πατήσει το πόδι σου στο σπίτι μου•

    на половине –и στη μέση του δρόμου, μισοδρομίς, μισόστρατα•

    я встретил его на -е τον συνάντησα καθ'οδόν•

    пуститься в -у ξεκινώ, παίρνω δρόμο•

    воротиться (вернуться) с -и (ή назад) γυρίζω πίσω, επαναστρέφω, παλινδρομώ, αναποδίζω, επανακάμπτω.

    2. πέρασμα, διάβα, δίοδος, διάβαση, διέλευση•

    встать на -е στέκομαι στο δρόμο (εμποδίζω το πέρασμα)•

    дайте мне -у κάνετε μου μέρος να περάσω•

    уступить -у кому-н. κάνω μέρος να περάσει κάποιος.

    3. ταξίδι•

    утомительная дорога κουραστικό ταξίδι•

    веслая дорога ευχάριστο ταξίδι•

    запасти провизии на -у εφοδιάζομαι τρόφιμα γιά το δρόμο•

    отправиться в -у ξεκινώ για δρόμο•

    собраться в -у ετοιμάζομαι για δρόμο (ταξίδι)•

    счастливой -и καλό ταξίδι.

    4. μέσο•

    упорный труд дорога верная дорога к знанию η επίμονη εργασία είναι το σίγουρο μέσο για τη γνώση.

    εκφρ.
    канатная дорога – εναέριος σιδηρόδρομος•
    конно-железная дорогаβλ. конка• туда и дорога εκεί οδηγεί ο δρόμος, έτσι του χρειάζονταν ή του άξιζε, τά 'θελε και τά 'πάθε•
    без -и – χωρίς καθορισμένη κατεύθυνση, απρογραμμάτιστα•
    по -е – α) πηγαίνοντας. β) ίδια κατεύθυνση, γ) ίδια επιδίωξη, ίδια σκέψη•
    дать ή уступить -уκ.τ.τ. α) αναμερώ, παραχωρώ τη θέση (κυρλξ. κ. μτφ.) знать -у ξέρω το δρόμο (γνωρίζω πως να ενεργήσω)•
    перебить (перейти, перебежать – κ.τ, τ.)' προλαβαίνω (προκάνω) πρώτος•
    пойти по плохой ή дурной -е – παίρνω κακό (άσχημο)δρόμο•
    стать ή стоять на -е чьей; стать ή стоять поперк -и кому – στέκομαι, μπαίνω εμπόδιο σέ κάποιον•
    стоять на хорошей ή правильной -е – κρατώ καλή θέση, ακολουθώ σωστό δρόμο•
    он не попал на свою -у – δεν έπεσε εκεί που είχε κλίση.

    Большой русско-греческий словарь > дорога

  • 44 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

  • 45 заглохнуть

    -ну, -нешь, παρλθ. χρ. заглох, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заглохший, κ. заглохнувший, επιρ. μτχ. заглохнув
    ρ.σ.
    1. (για ήχο) σβήνω, κοπάζω• ησυχάζω. || (για μηχανές) σταματώ•

    мотор -ох η μηχανή έσβησε.

    2. λησμονώ, ξεχνώ, δε θυμάμαι.
    3. ξεπέφτω, εκπίπτω• ερημώνω. || είμαι, παραμελημένος• πνίγομαι, σκεπάζομαι από χόρτα. || μτφ. σταματώ» εμποδίζω την ανάπτυξη.

    Большой русско-греческий словарь > заглохнуть

  • 46 заглушить

    -шишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. -шена, -шено
    ρ.σ.μ.
    1. πνίγω, σκεπάζω•

    оркестр -ил голос певца η ορχήστρα σκέπασε τη φωνή του τραγουδιστή•

    ковер -ил звук шагов το χαλί έσβησε τον ήχο των βημάτων.

    2. μετριάζω, καταπραΰνω, μαλακώνω, απαλύνω, καθησυχάζω•

    заглушить боль μαλακώνω τον πόνο.

    || μειώνω, ελαττώνω, ολιγοστεύω.
    3. εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорные травы -ли хлеб τα ζιζάνια έπνιξαν το σιτάρι.

    4. μτφ. καταστέλλω, καταπνίγω.
    5. σταματώ•

    заглушить мотор σβήνω το μοτέρ•

    заглушить уголь σβήνω τα κάρβουνα.

    σκεπάζομαι, σβήνω κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заглушить

  • 47 загромоздить

    -зжу, -здишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. загроможденный, βρ: -ден, -дена, -дено; ρ.σ.μ. φράζω, εμποδίζω το πέρασμα, κλείνω (με πολλά και χοντρά πράγματα)• επισωρεύω•

    -дорогу φράζω το δρόμο•

    загромоздить комнату мебелью κλείνω το δωμάτιο με έπιπλα.

    || μτφ. επιφορτίζω, παραφορτώνω.

    Большой русско-греческий словарь > загромоздить

  • 48 задвинуть

    ρ.σ.
    1. σπρώχνω, ωθώ• χώνω•

    задвинуть сапоги под кровать σπρώχνω τις μπότες κάτω από το κρεβάτι.

    || κλείνω•

    задвинуть дверь засовом κλείνω την πόρτα με το μάνταλο.

    || φράζω, εμποδίζω τη θέα•
    2. τραβώ, σύρω•

    задвинуть занавес κλείνω την κουρτίνα•

    задвинуть задвишку περνώ το σύρτη.

    σπρώχνομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -лся засов περάστηκε ο σύρτης.

    Большой русско-греческий словарь > задвинуть

  • 49 заказать

    -кажу, -кажешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заказанный, βρ: -зан, -а, -о
    ρ.σ.
    1. παραγγέλλω (ένδυμα, υποδήματα κ.τ.τ.).
    δίνω εντολή, εντέλλομαι.
    2. (παλ. κ. απλ.) απαγορεύω.
    εκφρ.
    заказать путь ή дорогу – κλείνω (εμποδίζω) το δρόμο.

    Большой русско-греческий словарь > заказать

  • 50 заклинить

    ρ.σ.μ. (εν)σφηνώνω, βάζω σφήνα. || φράζω, εμποδίζω την κίνηση.
    (εν)σφηνώνομαι• σφίγγω.

    Большой русско-греческий словарь > заклинить

  • 51 закрыть

    -крою, -кроешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. закрытый, βρ: -крыт, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. κλείνω•

    закрыть дверь κλείνω την πόρτα•

    закрыть зонтик κλείνω το ομπρελάκι•

    закрыть детей в комнате κλείνω τα παιδιά στο δωμάτιο.

    || φράζω, εμποδίζω τη διάβαση•

    закрыть путь κλείνω το δρόμο.

    2. σκεπάζω, καλύπτω•

    закрыть голову платком καλύπτω το κεφάλι με το μαντήλι•

    закрыть лицо руками κρύβω το πρόσωπο με τα χέρια•

    туча -ла луну το σύννεφο έκρυψε το φεγγάρι.

    3. σταματώ•

    закрыть воду κλείνω το νερό•

    закрыть свет σβήνω το φως•

    газ κλείνω το γκάζι•

    закрыть фабрику κλείνω τη φάμπρικα.

    || τελειώνω•

    закрыть собрание, заседание κλείνω τη συνέλευση, τη συνεδρίαση.

    εκφρ.
    закрыть глаза, – κλείνω τα μάτια (κάνω πως δε λέπω)•
    закрыть двери дома (перед кем ή для кого) – κλείνω την πόρτα σε κάποιον (δεν τον δέχομαι στο σπίτι μου)•
    закрыть кавычки, скобки – κλείνω τα εισαγωγικά, την παρένθεση•
    закрыть счет – α) κλείνω το λογαριασμό, β) σταματώ την έκδοση χρημάτων.
    1. κλείνομαι.
    2. καλύπτομαι, σκεπάζομαι.
    3. επουλώνομαι•

    рана -лась η πληγή έκλεισε.

    Большой русско-греческий словарь > закрыть

  • 52 заложить

    -ожу, -ожишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заложенный, βρ: -жен, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τοποθετώ, εγκαθιστώ, βάζω•

    заложить мину τοποθετώ νάρκη•

    заложить ногу на ногу βάζω το πόδι απανωτό.

    || βάζω•

    куда-то я -ил письмо и никак не могу найти κάπου έβαλα το γράμμα και με κανένα τρόπο δεν μπορώ να το ορώ.

    || εμβάλλω, εμφυτεύω, μπάζω.
    2. εμβάλλω κάτι στο βιβλίο ως ευρετήριο.
    3. βουλώνω, κλείνω•

    заложить дыру βουλώνω την τρύπα•

    заложить уши ватой βουλώνω τ’ αυτιά με βαμπάκι.

    || εμποδίζω, φράζω. || γεμίζω καλύπτω•

    весь стол он -ил книгами όλο το τραπέζι αυτός το γέμισε με βιβλία, ή• μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    5. απρόσ. πονώ, αισθάνομαι πόνο (στ’ αυτιά, μύτη, στήθος).
    6. θεμελιώνω, βάζω, ρίχνω τα θεμέλια•

    заложить первый камень βάζω τον θεμέλιο λίθο•

    заложить дом ρίχνω τα θεμέλια του σπιτιού.

    7. ζεύγω, ζεύω•

    заложить лошадей ζεύω τα άλογα.

    8. ενεχυριάζω, βάζω ενέχυρο•

    заложить дом βάζω ενέχυρο το σπίτι.

    εκφρ.
    заложить основу ή фундамент – βάζω τή βάση ή τα θεμέλια (για την παραπέρα ανάπτυξη)•
    заложить складку – κάνω πτυχή στο ύφασμα.

    Большой русско-греческий словарь > заложить

  • 53 запереть

    -пру, -прешь, παρλθ. χρ. запер
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. заперший), παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запертый, βρ: -перт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. заперев ρ.σ.μ.
    1. κλειδώνω, κλείνω με•

    запереть на ключ, на замок κλείνω με το κλαδί, την νιλειδωνιά•

    запереть засовом μανταλώνω, περνώ το μάνταλο.

    2. περιορίζω•

    запереть в монастырь κλείνω στο μοναστήρι.

    || μτφ. εμποδίζω τη διάβαση, φράζω.
    εκφρ.
    -ло дух ή дыхание – μου κλείστηκε ο λαιμός, μου πιάστηκε η αναπνοή.
    1. κλειδώνομαι μέσα. || μτφ. περιορίζομαι, απομονώνομαι.
    2. κλείνω•

    дверь крепко -лась η πόρτα γερά έκλεισε.

    3. βλ. запираться (2 σημ.).

    Большой русско-греческий словарь > запереть

  • 54 заслонить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. заслоненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. καλύπτω, σκεπάζω•

    туча -ла солнце το σύννεφο σκέπασε τον ήλιο.

    || εμποδίζω, φράζω, κλείνω•

    заслонить дорогу κλείνω το δρόμο.

    || προφυλάσσω•

    заслонить от ветра προφυλάσσω από τον άνεμο.

    2. μτφ. επισκιάζω, επισκοτίζω, βάζω σε δεύτερη μοίρα• ξεχνώ για λίγο.
    καλύπτομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > заслонить

  • 55 заставить

    -влю, -вишь
    ρ.σ.μ.
    1. καταλαμβάνω, πιάνω χώρο.
    2. φράζω, κλείνω, εμποδίζω.
    3. βάζω, τοποθετώ τα πράγματα όπου λάχει.
    (δια)χωρίζομαι•

    заставить ширмой χωρίζομαι με παραβάν.

    || (για χώρο) καταλαμβάνομαι, πιάνομαι.
    -влю, -вишь
    ρ.σ.
    (εξ)αναγκάζω, υποχρεώνω•

    заставить работать υποχρεώνω να δουλεύει•

    он не -ит адать себя αυτός δεν αργεί, κάνει γρήγορα•

    он не -ит просить себя αυτός δεν ρωτά τον εαυτό του, εκτελεί πρόθυμα•

    он -ил вдать себя, просить себя αυτός τον υποχρέωσε να περιμένει, να παρακαλέσει.

    Большой русско-греческий словарь > заставить

  • 56 застить

    защу, застишь, προστκ. засти
    κ. засть
    ρ.δ.μ. (απλ.) εμποδίζω, πιάνω το φως.
    (για φως) εμποδίζομαι, πιάνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > застить

  • 57 заступить

    -ушло, -упишь
    ρ.σ.
    1. μ. (παλ. κ. απλ.) αντικαθιστώ, αντικατασταίνω, αναπληρώνω.
    2. αρχίζω, πιάνω (εργασία,υπηρεσία).
    3. πατώ με το πόδι. заступить μπαίνω, εισέρχομαι, εισδύω.
    5. υπερασπίζω, υποστηρίζω.
    εκφρ.
    заступить дорогу кому – κλείνω το δρόμο σε κάποιον, εμποδίζω.
    υπερασπίζομαι κάποιον, υποστηρίζω, παίρνω το μέρος κάποιου.

    Большой русско-греческий словарь > заступить

  • 58 затемнить

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. τταρλθ. χρ. затемненный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. πιάνω, εμποδίζω το φως, σκιάζω, επισκοτίζω. || καμουφλάρω, καλύπτω, συσκοτίζω•
    2. μτφ. αμαυρώνω, συγχύζω, συσκοτίζω, μπερδεύω, θολώνω.
    1. σκοτεινιάζω•

    небо -лось ο ουρανός σκοτείνιασε.

    2. συσκοτίζομαι, συγχύζομαι, σκοτουριάζομαι, θολώνω•

    мысль -лась η σκέψη θόλωσε.

    Большой русско-греческий словарь > затемнить

  • 59 затенять

    -ню, -нишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затененный, βρ: -нен, -нена, -нено
    ρ.σ.μ.
    1. σκιάζω, επισκιάζω, ισκιώνω, ρίχνω σκιά.
    2. καλύπτω, εμποδίζω το φως.
    ρ.δ.
    βλ. затенить.
    σκιάζομαι, επισκιάζομαι.

    Большой русско-греческий словарь > затенять

  • 60 затереть

    -ру, -решь, παρλθ. χρ. затер, -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. затертый, βρ: -терт, -а, -о,
    επιρ. μτχ. затерши κ. затерев ρ.σ,μ.
    1. τρίβω, σβήνω με τριβή•

    -надпись на стене τρίβοντας σβήνω την επιγραφή στον τοίχο.

    || σφουγγίζω.
    2. φθείρω με τη συχνή χρήση.
    3. ζουλίζω, ζουπώ•

    в толпе меня -ли στον όχλο με ζούλισαν.

    || μτφ. διώκω, εμποδίζω την ανάδειξη κάποιου, καθηλώνω.
    1. αρχίζω να τρίβομαι.
    2. εισδύω, μπαίνω, χώνομαι•

    затереть в толпу χώνομαι στο πλήθος•

    как сюда -рея? πως εισχώρησες εδώ;

    Большой русско-греческий словарь > затереть

См. также в других словарях:

  • ἐμποδίζω — put the feet in bonds pres subj act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres subj act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εμποδίζω — εμποδίζω, εμπόδισα βλ. πίν. 33 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εμποδίζω — και μποδίζω και μποδάω (AM ἐμποδίζω, Μ και ἀμποδίζω και μποδίζω) παρεμβάλλω εμπόδιο, γίνομαι ο ίδιος εμπόδιο, εναντιώνομαι σε κάτι, απαγορεύω, δυσχεραίνω, παρακωλύω («και σοφαὶ γνῶμαι... ἐμποδίζονται θαμά», Σοφ.) νεοελλ. (μτχ. παθ. παρακμ.)… …   Dictionary of Greek

  • ἐμποδίζεσθε — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres imperat mp 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres imperat mp 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds imperf… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίζετε — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres imperat act 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind act 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres imperat act 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind act 2nd pl ἐμποδίζω put the feet in bonds… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίζῃ — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres subj mp 2nd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp 2nd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres subj act 3rd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres subj mp 2nd sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδίσω — ἐμποδίζω put the feet in bonds aor subj act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds aor subj act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind act 1st sg ἐμποδίζω put the feet in bonds aor ind mid… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιεῖ — ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind act 3rd sg (attic epic doric ionic) ἐμποδίζω put the feet in bonds fut ind mid 2nd sg (attic epic doric ionic) ἐμποδίζω put the feet …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιζομένων — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp fem gen pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp masc/neut gen pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp fem gen pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιζόμεθα — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp 1st pl ἐμποδίζω put the feet in bonds pres ind mp 1st pl ἐμποδίζω put the feet in bonds imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) ἐμποδίζω put the feet in bonds imperf ind mp 1st pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐμποδιζόμενον — ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp masc acc sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp masc acc sg ἐμποδίζω put the feet in bonds pres part mp neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»