-
1 μεθύσκω
(αόρ. εμέθυσα) см. μεθώ 1 -
2 μεθώ
μεθάω (αόρ. εμέθυσα) 1. μετ.1) прям., перен. пьянить, опьянять; 2) напоить допьяна; 2. αμετ. 1) прям., перен. пьянеть;μεθώ από την χαρά — пьянеть от радости;
2) пьянствовать, напиваться
См. также в других словарях:
ἐμέθυσα — μεθύσκω make drunk aor ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μεθώ — (Μ μεθώ, άω) 1. κάνω κάποιον να μεθύσει, μεθύσκω («τόν μέθυσαν και μετά τόν έκλεψαν») 2. μτφ. α) προκαλώ σε κάποιον ηδονικό συναίσθημα β) σκοτίζω τον νου, ζαλίζω γ) προκαλώ σε κάποιον ψυχική έξαρση ή ενθουσιασμό 3. βρίσκομαι σε κατάσταση μέθης,… … Dictionary of Greek