Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ελευθερία

  • 21 предоставлять

    предоставлять
    несов
    1. (давать) παρέχω, δίνω, χορηγώ, παραχωρώ:
    \предоставлять комнату кому́-л. δίνω δωμάτιον σέ κάποιον \предоставлять возможность δίνω τήν δυνατότητα· \предоставлять слово докладчику δίνω τόν λόγον στον ὀμιλητήν \предоставлять отпуск παρέχω ἄδεια· \предоставлять в распоряжение θέτω εἰς τήν διάθεσιν \предоставлять кому́-л. полную свободу действий δίνω ἀπόλυτη ἐλευθερία δράσης σέ κάποιον
    2. (давать возможность, позволять) ἀφήνω, ἐπιτρέπω· ◊ \предоставлять кого́-л. самому себе ἐγκαταλείπω κάποιον στήν τύχη του.

    Русско-новогреческий словарь > предоставлять

  • 22 приволье

    приволь||е
    с
    1. (простор) ἡ ἀπλα, ἡ ἀπλοχωριά·
    2. (свобода) ἡ λευτεριά, ἡ ἐλευθερία.

    Русско-новогреческий словарь > приволье

  • 23 раздолье

    раздолье
    с
    1. (простор) ὁ εὐρύς χώρος, ἡ ἀπλοχωριά·
    2. перен ἡ ἐλευθερία

    Русско-новогреческий словарь > раздолье

  • 24 слово

    слов||о
    с
    1. в разн. знач. ἡ λέξη [-ις], ὁ λόγος:
    ласковые \словоа τά χαϊδευτικά λόγια, τά γλυκόλογα· оскорбительные \словоа οἱ ὑβριστικοί λογοι· э́то пустые \словоа, одни \словоа (εἶναι) κούφια λόγια, (εἶναι) μόνο λογια· дар \словоа τό χάρισμα τής εὐγλωττίας· свобода \словоа ἡ ἐλευθερία τοῦ λογού· игра слов τό λογοπαίγνιο· давать честное \слово δίνω λογον τιμής· сдержать \слово κρατώ (τηρῶ) τόν λόγο μου, τήν ὑπό-σχεσή μου· поверить на \слово πιστεύω στά λογια· перейти от слов к делу περνώ ἀπό τά λογια στήν πράξη· бросить \словоа на ветер ρίχνω λόγια στον ἀέρα· мие ну́жно сказать вам два \словоа ἔχω νά σᾶς πῶ δυό λογια· он ему́ не сказал и и \словоа δέν τοῦ είπε λέξη· он не проронил ни \словоа δέν ἔβγαλε κουβέντα· повторить \слово в \слово ἐπαναλαμβάνω λέξη προς λέξη, ἐπαναλαμβάνω ἐπί λέξει· переводить \слово в \слово μεταφράζω κατά λέξιν передать на \словоа́х μεταδίδω προφορικά· он за \словоом в карман не полезет разг ἐχει ἐτοιμη τήν ἀπάντηση· одни́м \словоом μέ δυό λόγια· \слово за \слово разг ἀπό λόγο σέ λόγο· другими \словоами μέ αλλα λόγια· со слов, по \словоа́м κατα ?α λεγόμενα· не нахожу слов... δε βρισκω λόγια...· слов нет разг χωρίς συζήτηση· понимать друг друга без слов συνεννοούμαστε χωρίς πολλές κουβέντες· к \словоУ (сказать) разг ἐπάνω σ' αὐτό, σχετικά μ' αὐτο· по последнему \словоу (науки, техники) μέ τήν τελευταία λέξη·
    2. (речь, выступление) ὁ λόγος, ἡ δημη-γορία, ἡ ἀγόρευση [-ις]; приветственное \слово χίΗ'^τι?ΤΓ'ίΡιος λόγος· заключительное \слово *· ЯН1 ια τοδ κλεισίματος· предоставлять (брать).. δίνω (λαμβάνω или παίρνω) τον λόγο· просить \словоа ζητώ νά μιλήσω, ζητβ τόν λόγο· лишать \словоа ἀφαιρώ τόν λόγο· выступить с кратким \словоом ἐκφωνδ σύντομο λόγο· ◊ \слово не воробей, вылетит не поймаешь погов. σοῦ ξέφυγε ἡ κοοβεντα πίσω δέν ΎΟρίζει.

    Русско-новогреческий словарь > слово

  • 25 совееть

    совеет||ь
    ж ἡ συνείδηση [-ις]:
    свобода \совеетьи ἐλευθερία τής συνείδησης· угрызения \совеетьи οἱ τύψεις συνειδήσεως· поступать по (против) \совеетьи ἐνεργώ σύμφωνα (αντίθετα) μέ τή συνείδηση μου· делать что-л. на \совееть κάνω κάτι εὐσυνείδητα· не иметь \совеетьи δέν ἔχω φιλοτιμο· для очистки \совеетьи γιά νά ἔχω καθαρή τή συνείδηση μου· без зазрения \совеетьи ξεδιάντροπα ἀσυστόλως по \совеетьи говоря γιά νά μιλήσουμε εἰλικρινά.

    Русско-новогреческий словарь > совееть

  • 26 стеснять

    стеснять
    несов в разн. знач. στενοχωρώ, δυσκολεύω, ἐμποδίζω, περιορίζω:
    \стеснять чью-л. свободу περιορίζω τήν ἐλευθερία κάποιου· \стеснять движения δυσκολεύω τίς κινήσεις· \стеснять материально στενοχωρώ οίκονομικά· вы нас не бу́дете \стеснять δέν θά μας δώσετε βάρος.

    Русско-новогреческий словарь > стеснять

  • 27 воля

    [βόλγια] ουσ. θ. βούληση, ελευθερία

    Русско-греческий новый словарь > воля

  • 28 свидетельствовать

    [σβιντιέτιλ'στβαβατ"] ρ. μαρτυρώ ελευθερία

    Русско-греческий новый словарь > свидетельствовать

  • 29 воля

    [βόλγια] ουσ θ βούληση, ελευθερία

    Русско-эллинский словарь > воля

  • 30 свидетельствовать

    [σβιντιέτιλ'στβαβατ"] ρ μαρτυρώ ελευθερία

    Русско-эллинский словарь > свидетельствовать

  • 31 беглость

    θ.
    ελευθερία, γρηγοράδα, ευχέρεια.

    Большой русско-греческий словарь > беглость

  • 32 бесхозяйственность

    θ.
    το αδέσποτο(ν), ελευθερία. || τσαπατσουλΐά, κακή διαχείριση.

    Большой русско-греческий словарь > бесхозяйственность

  • 33 вольнодумство

    ουδ.
    ελευθεροφροσύνη, ελευθερία σκέψης.

    Большой русско-греческий словарь > вольнодумство

  • 34 воля

    θ.
    1. θέληση, βούληση, βουλή•

    сила -и η δύναμη της θέλησης.

    2. επιθυμία, απαιτητικότητα•

    считаться с -ей избирателей παίρνω υπ’ όψη τη θέληση των εκλογέων.

    3. δικαίωμα, διάθεση•

    это в вашей -е αυτό είναι στη διάθεση σας.

    4. ελευθερία•

    выпустить на волю αφήνω ελεύθερο, αποφυλακίζω.

    5. απελευθερία (δούλων).
    εκφρ.
    на -е – έξω, στον καθαρό
    αέρα•
    с -и – απ’ έξω•
    брать (взять) -ю – παίρνω θάρρος, θαρεύω•
    дать -ю слезам – αφήνω ελεύθερα τα δάκρυα να τρέξουν•
    дать -ю рукам – α) απλώνω ελεύθερα τα χέρια, β) χτυπώ (δέρνω) όσο μπορώ, κατά βούληση•
    воля ваша – όπως θέλετε•
    - ю судеб – οτην τύχη, στη διάθεση της τύχης.

    Большой русско-греческий словарь > воля

  • 35 известный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно.
    1. γνώριμος, γνωστός•

    -ое дело γνωστή υπόθεση.

    2. διάσημος, ξακουστός, ονομαστός, φημισμένος. || πασίγνωστος διαβόητος•

    -ая женщина πασίγνωστη γυναίκα•

    известный бандит διαβόητος ληστής.

    3. ορισμένος, δοσμένος, κάποιος•

    есть -ая доля свободы υπάρχει κάποια ελευθερία•

    в известный момент στη δοσμένη στιγμή.

    || καθορισμένος συνηθισμένος•

    в известный час открылось окно την καθορισμένη ώρα άνοιξε το παράθυρο•

    при -ых условиях κατά τα συνηθισμένα.

    4. πληροφορημένος, κατατοπισμένος•

    я про то извстен стал για κείνο εγώ πληροφορήθηκα.

    Большой русско-греческий словарь > известный

  • 36 либерализм

    α.
    φιλελευθερισμός. || ελευθερία ιδεών. || υπερβολικήεπιείκεια ή ανεκτικότητα.

    Большой русско-греческий словарь > либерализм

  • 37 несовместимый

    επ., βρ: -тим, -а, -о
    ασυμβίβαστος, ασύμβατος• ασύμφωνος• αντίθετος• απαράδεκτος•

    свобода и эксплуатация -ые понятия ελευθερία και εκμετάλλ,ευση είναι ασυμβίβαστες έννοιες.

    Большой русско-греческий словарь > несовместимый

  • 38 нецеремонность

    θ.
    απλότητα, ελευθερία, έλλειψη τύπων. || αν επισημότητα. || αναίδεια, αδιαντροπιά.

    Большой русско-греческий словарь > нецеремонность

  • 39 полный

    επ., βρ: полон κ. παλ. полон, полна, полно.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.) πλήρης, γεμάτος, μεστός•

    полный стакан воды γεμάτο ποτήρι, νερό•

    стакан полный водой ποτήρι, γεμάτο με νερό•

    все уличы -ы народом όλοι, οι δρόμοι είναι γεμάτοι λαό•

    полный карман деньги ή деньгами γεμάτη τσέπη χρήματα•

    глаза -ые слёз μάτια γεμάτα δάκρυα•

    взгляд полный ненависти ματιά γεμάτη μίσος•

    он полный мечтаний αυτός είναι όλος όνειρα•

    человек полный надежд άνθρωπος όλο ελπίδες•

    -ая победа ολοκληρωτική νίκη•

    -ое разоружение πλήρης αφοπλισμός•

    развить -ую скорость αναπτύσσω όλη την ταχύτητα.

    2. συνεπαρμένος, κυριευμένος, κατειλημμένος.
    3. απεριόριστος, απόλυτος•

    -ая власть πλήρης εξουσία•

    -ая свобода πλήρης ελευθερία.

    4. ολόκληρος•

    полный рабочий день ολόκληρη εργατική μέρα•

    полный метр ολόκληρο μέτρο•, ему -ые сорок лет αυτός έχει γεμάτα τα σαράντα (χρόνια)•

    -ое собрание Пушкина τα άπαντα του Πούσκιν.

    || αρκετά μεγάλος, πολύς•

    были уже -ые сумерки είχε σουρουπώσει πια για τα καλά.

    || όλος, ολικός•

    петь -ым голосом τραγουδώ με όλη τη δύναμη της φωνής•

    -ое затмение луны ολική έκλειψη της σελήνης.

    5. χοντρός, γεμάτος, μεστός• παχύς•

    -ая женщина γεμάτη γυναίκα.

    εκφρ.
    - ая вода – το υψηλότερο σημείο της στάθμης της θάλασσας•
    полный генерал – αντιστράτηγος•
    полный адмирал – ναύαρχος•
    - ые прилагательные – πλήρη επίθετα (σε αντίθεση με τα βραχέα)•
    - ая чаша – σπίτι πλούσιο, με όλα τα καλά (αγαθά)•
    -ым голосом (сказать, заявитьκ.τ.τ.) ανοιχτά, βροντόφωνα (λέγω, δηλώνω)•
    полным-голом – υπερπλήρης, κατάκορος, καταγεμάτος.

    Большой русско-греческий словарь > полный

  • 40 пользоваться

    -зуюсь, -зуешься
    ρ.δ.
    1. χρησιμοποιώ, μεταχειρίζομαι, κάνω χρήση•

    пользоваться научным методом χρησιμοποιώ επιστημονική μέθοδο•

    пользоваться инструментом χρησιμοποιώ το εργαλείο•

    пользоваться атомной энергией в мирных целях χρησιμοποιώ την ατομική ενέργεια για ειρηνικούς σκοπούς.

    2. επωφελούμαι•

    пользоваться всяким удобным случаем επωφελούμαι κάθε κατάλληλης ευκαιρίας.

    3. απολαύω, απολαμβάνω, χαίρω, έχω-- авторитетом έχω κύρος•

    пользоваться свободой έχω ελευθερία•

    пользоваться хорощей репутацией χαίρω καλής φήμης•

    пользоваться правами χαίρω δικαιωμάτων•

    пользоваться популярностью είμαι δημοφιλής.

    4. παλ. θεραπεύομαι, γιατρεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > пользоваться

См. также в других словарях:

  • ἐλευθερία — ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc/acc dual ἐλευθερίᾱ , ἐλευθερία freedom fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθερία — ελευθερία, η και λευτεριά, η 1. η ανεξαρτησία, η έλλειψη κάθε καταναγκασμού. 2. η κατάσταση λαού ή ανθρώπου που δεν καταπιέζεται από τυραννικό καθεστώς ή από ξένη κατοχή: Απ τα κόκαλα βγαλμένη των Ελλήνων τα ιερά και σαν πρώτ αντρειωμένη, χαίρε,… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ἐλευθερία — Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc/acc dual Ἐλευθερίᾱ , Ἐλευθέριος fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευθερίᾳ — Ἐλευθερίᾱͅ , Ἐλευθέριος fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐλευθέρια — festival of Liberty neut nom/voc/acc pl ἐλευθέριος speaking neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ελευθερία — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ελευθέρια — Όρος που, υπό ευρεία έννοια, υποδηλώνει οποιαδήποτε συμπεριφορά εκδηλώνεται χωρίς την παρουσία εμποδίων, εξαναγκασμών ή εξωτερικών υπαγορεύσεων· δηλαδή, ελεύθερο είναι καθετί που ακολουθεί τη φύση του και συμμορφώνεται στους δικούς του νόμους.… …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθερίᾳ — ἐλευθερίαι , ἐλευθερία freedom fem nom/voc pl ἐλευθερίᾱͅ , ἐλευθερία freedom fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ἐλευθέρια — Ἐλευθέριος neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ακαδημαϊκή ελευθερία — Η ελευθερία των πανεπιστημιακών δασκάλων και σπουδαστών στην επιστημονική έρευνα. Βλ. λ. διοίκηση (δημόσια διοίκηση) …   Dictionary of Greek

  • ἐλευθερίας — ἐλευθερίᾱς , ἐλευθερία freedom fem acc pl ἐλευθερίᾱς , ἐλευθερία freedom fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»