-
1 произнести
произнести, произносить 1) (выговаривать) προφέρω·правильно \произнести προφέρω σωστά 2) (говорить) λέγω* \произнести речь εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία* * *= произносить1) ( выговаривать) προφέρωпра́вильно произнести́ — προφέρω σωστά
2) ( говорить) λέγωпроизнести́ речь — εκφωνώ λόγο, κάνω ομιλία
-
2 речь
речь ж (выступление, разговор) о λόγος, η ομιλία* приветственная \речь η προσφώνηση; выступить с \речью, произнести \речь εκφωνώ (или βγάζω) λόγο; \речь идёт о... πρόκειται για..., γίνεται λόγος για..* * *ж(выступление, разговор) ο λόγος, η ομιλίαприве́тственная речь — η προσφώνηση
вы́ступить с речью, произнести́ речь — εκφωνώ ( или βγάζω) λόγο
речь идёт о... — πρόκειται για..., γίνεται λόγος για...
-
3 выступать
выступатьнесов1. (выходить вперед) βγαίνω, προχωρώ ἐμπρός, ἐξέρχομαι:·\выступать из берегов πλημμυρίζω, ςεχειλω·2. (отправляться) ἀναχωρώ, ξεκινώ/ ἐκστρατεύω (в поход)·3. (публично) ἀγορεύω, δημηγορώ/ ἐκτελώ (исполнять):\выступать с речью βγάζω λόγο, ἐκφωνώ λόγο· \выступать на сцене βγαίνω (или ἀνεβαίνω) στή σκηνή, παρουσιάζομαι ἀπό σκηνής· \выступать в роли кого-л. παίζω τό ρόλο κάποιου, ὑποδύομαι· \выступать с предложением κάνω πρόταση·4. (проступать) Ερχομαι, φαίνομαι (о слезах)/ ἀναφαίνομαι, βγαίνω (о сыпи)/ καλύπτω, σκεπάζω (о плесени)·5. (выдаваться) (προ)εξέχω, προεκβάλλω, προέχω·6. (идти с важным видом) κορδώ-νομαι. -
4 говорить
говор||и́тьнесов1. (ό)μιλώ, λέγω, διαλέγομαι, συζητώ, κουβεντιάζω:\говорить πο-ру́сски (по-гречески и т. п.) ὀμιλῶ ρωσικά (ελληνικά κ.λ.π.)· ребенок еще не \говоритьнт τό μωρό ἀκόμη δέν μιλάει· \говорить впусту́ю μιλάω στό βρόντο, χάνω τά λόγια μου· манера \говорить ὁ τρόπος ὁμιλίας· \говорить в нос μιλάω μέ τή μύτη· не давать \говорить δέν ἀφήνω νά μιλήσει·2. (что-л. кому-л. или ὁ ком-л., ὁ чем-л.) λέγω:\говорить правду λέγω τήν ἀλήθεια· \говорить речь βγάζω λόγο, ἐκφωνῶ λόγον, ἀγορεύω· \говорить вздор λέγω ἀνοησίες·3. (с кем-л.) συζητώ, κουβεντιάζω·4. (свидетельствовать) δείχνω, μαρτυρώ, σημαίνω:это \говоритьит само за себя εἶναι αὐτονόητο· это \говоритьит в его пользу αὐτό εἶναι ὑπέρ αὐτοῦ· ◊ нечего \говорить, что и \говорить ὁϋτε συζήτηση, βέβαια, ἀσφαλῶς, σωστἄ легко тебе \говорить ἐξω ἀπ' τό χορό πολλά τραγούδια λένε· не \говоритья ни слова χωρίς νά πή κουβέντα· откровенно \говоритья νά πούμε τήν ἀλήθεια· собственно \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε· иначе \говоритья μ' ἄλλα λόγια· короче \говоритья κοντολο-γής· между нами \говоритья ἐδῶ πού τά λέμε μεταξύ μας· не \говоритья уже ὁ... γιά νά μήν ἀναφέρω καί...· \говоритьят, что... λένε πώς...· \говоритьит Москва! радио μιλάει ἡ Μόσχα!. -
5 произнести
произнестисов, произносить несов1. (говорить) λεγω / ἐκφωνώ (речь):не произнести ни слова δέν βγάζω λεξη·2. (выговаривать) προφέρω:правильно \произнести προφέρω σωστά· ◊ \произнести приговор ἐκδίδω (δικαστικήΜ) ἀπόφαση [-ιν]. -
6 произносить
[πραιζνασίτпроизносить] ρ. λέγω, εκφωνώ -
7 произносить
[πραιζνασίτпроизносить] ρ λέγω, εκφωνώ -
8 выступить
-плю, -пишь, ρ.σ.1. βγαίνω, εξέρχομαι.2. ξεκινώ, εκκινώ, παίρνω κατεύθυνση, αναχωρώ.3. εμφανίζομαι, παρουσιάζομαι•слезы -ли на глазах δάκρυα εμφανίστηκαν στα μάτια•
выступить на сцене εμφανίζομαι στη σκηνή.
4. αγορεύω, βγάζω, εκφωνώ λόγο, ομιλώ, δημηγορώ•выступить на собрании "ομιλώ στη συνέλευση.
εκφρ.выступить в роли кого-н. – υποδύομαι το ρόλο κάποιου.
См. также в других словарях:
εκφωνώ — εκφωνώ, εκφώνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκφωνώ — ( έω) (AM ἐκφωνῶ) νεοελλ. απαγγέλλω δυνατά, διαβάζω μεγαλόφωνα «εκφωνώ λόγο», «εκφωνώ τα ονόματα τών μαρτύρων» αρχ. μσν. 1. κραυγάζω2. λέγω, αποφαίνομαι 3. προφέρω, απαγγέλλω 4. κοινοποιώ, γνωστοποιώ με κήρυκα 5. μνημονεύω ρητά, κάνω μνεία 6.… … Dictionary of Greek
εκφωνώ — εκφώνησα, εκφωνήθηκα, εκφωνημένος, μτβ., απαγγέλλω ή λέγω ή διαβάζω μεγαλόφωνα: Εκφωνήθηκαν τα ονόματα των μαρτύρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
απαγγέλλω — (Α ἀπαγγέλλω κ. ιων. ἀπαγγελέω) νεοελλ. 1. διαβάζω ή εκφωνώ με έντεχνο ύφος ποίημα 2. (κυρίως σε δικαστήριο) διαβάζω, εκφωνώ («απάγγειλε την κατηγορία») αρχ. (για αγγελιαφόρο) 1. μεταφέρω ειδήσεις ή μηνύματα, αναγγέλλω, γνωστοποιώ 2. φρ. «πάλιν… … Dictionary of Greek
συνεκφωνώ — συνεκφωνῶ, έω, ΝΜΑ [ἐκφωνῶ] προφέρω μαζί, εκφωνώ ταυτοχρόνως αρχ. αναφωνώ συγχρόνως («ἅμα δὲ αὐτοῡ λήγοντος συνεξεφώνησεν ὁ οἰκέτης», Αχιλλ.Τάτ.) … Dictionary of Greek
έκφημι — ἔκφημι (Α) λέγω, προφέρω, εκφωνώ, εκφράζω, ξεστομίζω … Dictionary of Greek
αγορεύω — (Α ἀγορεύω) εκφωνώ λόγο σε δημόσια συγκέντρωση, δημηγορώ νεοελλ. (ειρωνικά) μιλώ σαν ρήτορας, ρητορεύω αρχ. 1. λέω, μιλώ, αναφέρω 2. αναγγέλλω, διακηρύσσω 3. συμβουλεύω, παρακινώ 4. ορίζω 5. αποδεικνύω, φανερώνω, υποδηλώνω 6. φρ. «κακῶς ἀγορεύω… … Dictionary of Greek
αγόρευση — Η λέξη προέρχεταιαπό το ρήμα αγορεύω· εκφωνώ λόγο σε δημόσια συνάθροιση, κυρίως δικαστήριο ή βουλή. Η α. αποτελούσε ουσιωδέστατο στοιχείο για τη λειτουργία των αρχαίων ελληνικών δημοκρατικών πολιτευμάτων (δημηγορία). Κάθε ελεύθερος πολίτης… … Dictionary of Greek
ανακρούω — (Α ἀνακρούω) νεοελλ. 1. εκτελώ, παίζω «η φιλαρμονική ανέκρουσε τον Εθνικό Ύμνο» 2. φρ. «ανακρούω πρύμναν», υποχωρώ, αλλάζω γνώμη ή τακτική 3. (για ιστιοφόρο ή βάρκα) κινούμαι προς τα πίσω αρχ. 1. σπρώχνω προς τα πίσω 2. συγκρατώ, αναχαιτίζω… … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
διέξειμι — (Α) [έξειμι] 1. περνώ απ άκρη σ άκρη, διαβαίνω 2. διασχίζω μια χώρα 3. διαβαίνω, ακολουθώ μια γραμμή σ όλο της το μήκος 4. (για υπολογισμό ή διήγηση) εκθέτω με λεπτομέρειες 5. εξετάζω, ερευνώ 6. εξηγώ, ερμηνεύω 7. απαγγέλλω, εκφωνώ … Dictionary of Greek