-
21 гром
-а α., γεν. πλθ. -овβροντή, μπουμπουνητό• κεραυνός. || θόρυβος, πάταγος•аплодисментов θύελλα χειρικροτημάτων.
εκφρ.(как) гром среди ясного неба – τελείως απροσδόκητα•как -ом пораженный, ошеломленный – κ.τ.τ. εμβρόντητος•метать -ы и молнии – εκτοξεύω (εξακοντίζω) μύδρους• απειλώ θεούς και δαίμονες•пока гром не грянет – οσο ακόμα είναι νωρίς, πριν ξεσπάσει η μπόρα. -
22 дошвырнуть
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω, πετώ ως•дошвырнуть камень до воды ρίχνω την πέτρα ιος το νερό.
-
23 дошвырять
ρ.σ.μ.(απλ.) ρίχνω, εκτοξεύω όλα ως το τέλος. -
24 извергнуть
παρλθ. χρ. изверг, -ла, -ло; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. изверженный, βρ: -жен, -а, -о κ. извергнутый, βρ: -нут, -а, -о ρ.σ.μ.1. αναδίδω, βγάζω, εκπέμπω, εκτοξεύω, εξακοντίζω•вулкан изверг лаву το υφαίστειο έβγαλε λάβα.
|| μτφ. λέγω, εκφέρω, απευθύνω•извергнуть проклятия λέγω κατάρες.
2. αποβάλλω, διώχνω.βγαίνω, εκπέμπομαι κλπ. ρ. ενεργ. φ. -
25 обрушить
-шу, -шишьρ.σ.μ.1. γκρεμίζω, κατακρημνίζω, καραρρίπτω, κατεδαφίζω.2. μτφ. καταφέρω, επιφέρω, επιρρίπτω, ρίχνω, χύνω•обрушить удар на врага καταφέρω χτύπημα (πλήγμα) κατά του εχθρού•
обрушить угрозы на кого εκτοξεύω απειλές κατά κάποιου•
обрушить огонь на неприятеля ρίχνω καταιγιστικά πυρά στον εχθρό•
желчь χύνω χολή (πίκρα, κακία).
3. ξεφλουδίζω, μεταβάλλω σε άλφιτο (χόνδρους).1. γκρεμίζομαι, καταρρέω, πέφτω•кровля обрушилась η στέγη κατέρρευσε•
свод -лся ο θόλος έπεσε.
2. επιπίπτω, ρίχνομαι.3. μτφ. επιτίθεμαι, πέφτω•обрушить на врага επιτίθεμαι στον εχθρό•
обрушить с угрозами на кого επιτίθεμαι με απειλές κατά κάποιου.
-
26 перешвырнуть
-ну, -ншьρ.σ.μ.πετώ, ρίχνω, εκσφενδονίζω, εκτοξεύω. -
27 расшвырять
ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. расшвырянный, βρ: -рян, -а, -о.1. ρίχνω, πετώ (προς διάφορες κατευθύνσεις), σκορπίζω-εκτοξεύω, εκσφενδονίζω•расшвырять дрова ρίχνω τα κσ.ναοζυλα.
2. διασκορπίζω, σπαταλώ, ανεμοσκορπίζω, εξανεμίζω•расшвырять деньги ανεμοσκορπίζω τα χρήματα.
-
28 eject
1) εκτινάσσω2) εκτοξεύω -
29 launch
1) εκτοξεύω2) εξαπολύω3) καθελκύω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκτοξεύω — εκτοξεύω, εκτόξευσα βλ. πίν. 19 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκτοξεύω — (Α ἐκτοξεύω) νεοελλ. 1. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εκτινάσσω 2. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια) απευθύνω, εκστομίζω με θυμό («εκτόξευσε απειλές, κατηγορίες») αρχ. 1. ρίχνω βέλη με τόξο, τοξεύω 2. ρίχνω βέλη ώσπου να αδειάσει η φαρέτρα 3. μτφ.… … Dictionary of Greek
εκτοξεύω — εκτόξευσα, εκτοξεύτηκα, εκτοξευμένος, μτβ. 1. ρίχνω με τόξο. 2. ρίχνω με ορμή, εκσφενδονίζω, εξακοντίζω. 3. μτφ. (για δυσάρεστα λόγια), απευθύνω, ξεστομίζω: Εκτοξεύει απειλές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκτοξευσάντων — ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc/neut gen pl ἐκτοξεύω shoot out aor imperat act 3rd pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc/neut gen pl ἐκτοξεύω shoot out aor imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευόμενον — ἐκτοξεύω shoot out pres part mp masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp neut nom/voc/acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out pres part mp neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξεύουσι — ἐκτοξεύω shoot out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐκτοξεύω shoot out pres ind act… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξεύσαντα — ἐκτοξεύω shoot out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc acc sg ἐκτοξεύω shoot out aor part act neut nom/voc/acc pl ἐκτοξεύω shoot out aor part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτετοξευμένων — ἐκτοξεύω shoot out perf part mp fem gen pl ἐκτοξεύω shoot out perf part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτετοξεῦσθαι — ἐκτοξεύω shoot out perf inf mp ἐκτοξεύω shoot out perf inf mp … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευθῇ — ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg ἐκτοξεύω shoot out aor subj pass 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐκτοξευθέν — ἐκτοξεύω shoot out aor part pass neut nom/voc/acc sg ἐκτοξεύω shoot out aor part pass neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)