Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκπληρώνω

  • 21 нести

    несу, несшь, παρλθ. χρ. нёс, несла, -ло; μτχ. ενστ. несущий; μτχ. παρλθ. χρ. нёсший, παθ. μτχ. ενεστ. χρ. несомый, επιρ. μτχ. неся
    ρ.σ.
    1. φέρω, μεταφέρω, μετακομίζω, κουβαλώ•

    -мешок на спине μεταφέρω το τσουβάλι στη ράχη.

    || μτφ. επωμίζομαι•

    нести отвтственность φέρω ευθύνη.

    || εκτελώ εκπληρώνω•

    нести службу εκτελώ υπηρεσία•

    нести обязанности завдущего εκτελώ καθήκοντα τμηματάρχη.

    || μετακινώ, μεταφέρω ολοταχώς, βιαστικά.
    2. διαδίδω, διαχέω, ξαπλώνω (για ήχο, μυρουδιά). || σηκώνω, φέρω•

    ветер -ст пыль ο άνεμος σηκώνει σκόνη.

    3. απρόσ. έρχομαι απο..., μεταδίδομαι με τόν αέρα•

    -ст чесноком μυρίζει σκόρδο•

    от него -ло табаком αυτός μύριζε τσιγάρο.

    || φυσώ, πνέω•

    с моря -ло сырым воздухом από τη θάλασσα φύσηξε υγρός αέρας•

    -т с окна φυσάει από το παραθύρι.

    || μτφ. γίνομαι αισθητός διακρίνομαι, φαντάζω, εντυπωσιάζω.
    4. υποφέρω, υπομένω, δοκιμάζωυφίσταμαι, υποβάλλομαι σε•

    нести наказание υφίσταμαι τιμωρία•

    нести потери υφίσταμαι απώλειες•

    нести послдствия υφίσταμαι τις συνέπειες.

    5. (κυρλξ. κ. μτφ.) έχω, περιέχω.
    6. επιφέρω•

    нести смерть επιφέρω τον θάνατο.

    7. (ναυτ.) είμαι πλήρως εφοδιασμένος ή εξοπλισμένος.
    8. γεννώ (αυγά)•

    курица -т яйца η κότα γεννά αυγά.

    9. απρόσ. (απλ.) κόβει η διάρροια•

    ребнка третий день -ст το παιδάκι τρίτη μέρα το κόβει διάρροια.

    εκφρ.
    высоко (гордо) нести голову – ψηλά (περήφανα) κρατώ το κεφάλι•
    нести вздор – λέγω ανοησίες, σαχλαμάρες.

    Большой русско-греческий словарь > нести

  • 22 обязанность

    θ.
    υποχρέωση, χρέος, καθήκον•

    считаю своей -ью θεωρώ υποχρέωση μου•

    права и -и δικαιώματα και υποχρεώσεις•

    исполнять свой -и εκπληρώνω (εκτελώ) τις υποχρεώσεις μου ή τα καθήκοντα μου•

    служебные -и υπηρεσιακά καθήκοντα•

    вменять что-л. в -επιβάλλω κάτι σαν καθήκον•

    всеобщая войнс-кая обязанность γενική στρατιωτική υποχρέωση.

    Большой русско-греческий словарь > обязанность

  • 23 осуществить

    -влю, -вишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. осуществленный, βρ: -лен, -лени, -лено; ρ.σ.μ. πραγματοποιώ, -τώνω• εκτελώ εκπληρώνω•

    осуществить своё желание πραγματοποιώ την επιθυμία μου.

    πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι•

    -лись все наши планы πραγματοποιήθηκαν όλα осуществить σχέδια μας.

    Большой русско-греческий словарь > осуществить

  • 24 план

    α.
    σχέδιο, πλάνο πρόγραμμα•

    -города το σχέδιο της πόλης•

    пятилетный πεντάχρονο (πενταετές) πλάνο•

    производственный план παραγωγικό πλάνο•

    составить -φτιάχνω πλάνο•

    выполнить план εκπληρώνω το πλάνο•

    хорошо задуманный план καλομελετημένο σχέδιο•

    перевыполнить план υπερεκπληρώνω το πλάνο.

    || οθέση, μέρος•

    деревья занимают задний план картины τα δέντρα πιάνουν το φόντο του πίνακα.

    || μτφ. γραμμή, σειρά, σημασία, σπουδαιότητα•

    отпустить на задний план βάζω σε δεύτερη γραμμή (δευτερεύουσα σημασία).

    || τομέας, σφαίρα. || άποψη, τρόπος εξέτασης•

    обсудить вопрос в теоретическом -е συζητώ το ζήτημα από θεωρητική άποψη (θεωρητικά).

    Большой русско-греческий словарь > план

  • 25 предназначение

    ουδ.
    1. προορισμός•

    исполнить своё предназначение εκπληρώνω τον προορισμό μου.

    2. παλ. το πεπρωμένο, το μοιραίο, της μοίρας το γραφτό.

    Большой русско-греческий словарь > предназначение

  • 26 пройти

    пройду, пройдёшь, παρλθ. χρ. прошёл, -шла, -шло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пройденный, βρ: -ден, -а, -о κ. пройденный, βρ: -ден, -дена, -дено; επιρ. μτχ. пройдя
    ρ.σ.
    1. περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι•

    войска -шли через город τα στρατεύματα πέρασαν από την πόλη•

    пройти вперёд περνώ μπροστά.

    || διανύω, διασχίζω, διατρέχω•

    пройти большой путь περνώ (διανύω) μεγάλο δρόμο (απόσταση).

    || μεταβαίνω, πηγαίνω περνώ•

    оратор -шёл к трибуне ο ρήτορας πέρασε για το βήμα.

    || διαδίδομαι, ξαπλώνομαι• περνώ•

    -шла весть о победе διαδόθηκε είδηση για τη νίκη•

    -шёл слух διαδόθηκε φήμη (φημολογήθηκε).

    || μτφ. περνώ γρήγορα και χάνομαι•

    по её губам -шла улыбка στα χείλη της πέρασε ένα χαμόγελο.

    2. αφήνω περνώντας, αποφεύγω, παρακάμπτω. || προσπερνώ, αφήνω πίσω μου•

    они -шли деревню αυτοί πέρασαν το χωριό.

    3. πέφτω, ρίχνω•

    -шёл град έπεσε χαλάζι•

    -шёл дождь έβρεξε•

    -шёл снег χιόνισε.

    || διαπερνώ, διαποτίζω•

    чернила -шли бумагу η μελάνη πέρασε το χαρτί..

    διεξάγομαι, γίνομαι•

    собрание -шло хорошо η συνέλευση διεξήχτηκε καλά.

    || προχωρώ, προβαίνω•

    пройти в горную породу περνώ μέσα στο πέτρωμα.

    || δουλεύω, φτιάχνω•

    пройти грядку φτιάχνω βραγιά.

    4. διέρχομαι, γίνομαι•

    здесь -дёт железная дорога εδώ θα περάσει σιδηροδρομική γραμμή.

    5. γίνομαι δεκτός, προσλαμβάνομαι(με ψηφοφορία κ.τ.τ.)• пройти в партию περνώ στο κόμμα.
    6. αλείφω•

    пройти потолок мелом περνώ την οροφή με κιμωλία•

    пройти раму лаком περνώτο πλαίσιο με βερνίκι.

    7. υποφέρω, υπομένω, αντέχω•

    они -шли много испытаний и страданий αυτοί πέρασαν πολλές δοκιμασίες και πολλά βάσανα.

    8. (για χρόνο) διαβαίνω, περνώ•

    -шли те времена πέρασαν εκείνα τα χρόνια.

    || τελειώνω, περατώνομαι, διεξάγομαι παίζομαι•

    опера -шла с большим успехом το μελόδραμα παίχτηκε με μεγάλη επιτυχία.

    9. εκπληρώνω•

    военную службу περνώ τη στρατιωτική θητεία•

    пройти практику περνώ την πρακτική•

    пройти курс лечения κάνω θεραπεία.

    || τελειώνω•

    пройти школу περνώ το σχολείο.

    10. μαθαίνω, διδάσκομαι•

    пройти букварь περνώ το αλφαβητάριο•

    пройти ис-торую древней Греции περνώ την ιστορία της αρχαίας Ελλάδας.

    11. σταματώ, παύω•

    дождь быстро пройтишёл η βροχή γρήγορα πέρασε.

    || δεν υποφέρω•

    зубная боль -шла ο πονόδοντος πέρασε.

    εκφρ.
    пройти в жизнь – πραγματοποιούμαι στη ζωή, εφαρμόζομαι στην πράξη•
    пройти молчанием – αποσιωπώ, παρασιωπώ•
    это не -дт – αυτό δε θα περάσει.
    1. βαδίζω λίγο περνώ, διαβαίνω, διέρχομαι.
    2. χορεύω•

    пройти русскую χορεύω ρωσικό χορό•

    пройти в кадрили χορεύω καντρίλια.

    3. περνώ πάνω σε κάτι.
    εκφρ.
    пройти по чей счт; пройти по чьему адресу – θίγω, προσβάλλω κάποιον άθελα (λέγω κάτι απρεπές).

    Большой русско-греческий словарь > пройти

  • 27 условие

    ουδ.
    1. όρος• συμφωνία•

    выполнить условие εκπληρώνω τον όρο•

    нарушить условие παραβιάζω τον όρο•

    по -ю κατά τον όρο, κατά τα συμφωνημένα•

    льготные -я ευνοϊκοί όροι.

    2. παλ.
    επίσημη συμφωνία•

    заключить условие κλείνω συμφωνία•

    подписать условие υπογράφω τη συμφωνία.

    3. άρθρο• παράγραφος•

    в договор включено условие о сроках платежа στη συμφωνία μπήκε άρθρογια τις προθεσμίες πληρωμής.

    4. πλθ. -я κανόνες• θεσμοί.
    5. πλθ. -я συνθήκες•

    -я труда συνθήκες εργασίας•

    -я жизни συνθήκες ζωής•

    при настоящих -ях στις σημερινές συνθήκες•

    ни при каких -ях σε καμιά περίπτωση.

    6. προύπόθεση• παράγοντας•

    необходимое условие απαραίτητη προύπόθεση (όρος).

    7. (μαθ.) όρος. || (μετην πρόθ. при και με προθτ. πτώση)•

    при условиеи με τον όρο, αν, εάν•

    при томусловиеи μ αυτόν τον όρο.

    || (με την πρόθ. под και οργν. πτ.) под -ем με (υπο) τον όρο.

    Большой русско-греческий словарь > условие

См. также в других словарях:

  • εκπληρώνω — εκπληρώνω, εκπλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… …   Dictionary of Greek

  • εκπληρώνω — εκπλήρωσα, εκπληρώθηκα, εκπληρωμένος, μτβ. 1. εκτελώ κάτι τελείως, πραγματοποιώ: Εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία. 2. φρ., «εκπληρώνω χρέη εισαγγελέα, νομάρχη, λυκειάρχη κτλ.» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • αναπίμπλημι — ἀναπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] 1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω 2. εκπληρώνω το πεπρωμένο 3. υποφέρω 4. γεμίζω κάποιον με κάτι 5. παθ. μολύνομαι …   Dictionary of Greek

  • αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποτάζω — (I) βλ. αποτάσσω. (II) [απο + τάζω] 1. ανακαλώ, δεν εκπληρώνω κάποια υπόσχεση 2. τάζω, δίνω ιερή υπόσχεση στον Θεό ή στους αγίους να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • δημόκραντος — δημόκραντος, ον (Α) αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ ἀρᾱς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • διατελευτώ — διατελευτῶ ( άω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»