Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εκπληρώνω

  • 1 выполнить

    выполнить, выполнять εκ πληρώνω, εκτελώ υλοποιώ. πραγματοποιώ (осуществить) \выполнить план εκπληρώνω το πλάνο \выполнить обязанность εκπληρώνω την υποχρέωση μου \выполнить обещание τηρώ την υπόσχεση μου
    * * *
    = выполнять
    εκπληρώνω, εκτελώ; υλοποιώ, πραγματοποιώ ( осуществить)

    вы́полнить план — εκπληρώνω το πλάνο

    вы́полнить обя́занность — εκπληρώνω την υποχρέωσή μου

    вы́полнить обеща́ние — τηρώ την υπόσχεοή μου

    Русско-греческий словарь > выполнить

  • 2 исполнить

    ρ.σ.μ.
    1. εκτελώ, εκπληρώνω, εφαρμόζω• πραγματοποιώ• ικανοποιώ•

    исполнить приказ εκτελώ διαταγή•

    исполнить желание εκπληρώνω επιθυμία•

    исполнить поручение εκτελώ παραγγελία•

    исполнить своё намерение πραγματοποιώ το σχέδιο μου•исполнить свой долг εκπληρώνω το καθήκο μου•

    исполнить свои обязанности εκτελώ τα υπηρεσιακά μου καθήκοντα•

    исполнить свой обязательства εκπληρώνω τις υποχρεώσεις μου•

    исполнить просьбу ικανοποιώ μια παράκληση.

    2. αποδίδω, ανακρούω, παιανίζω, παίζω•

    исполнить роль παίζω το ρόλο•

    исполнить гимн παίζω τον ύμνο•

    исполнить танец χορεύω (είδος χορού)•

    исполнить стихотворние απαγγέλλω ποίημα.

    1. εκτελούμαι, πραγματοποιούμαι, εκπληρώνομαι.
    2. συμπληρώνω, κλείνω•

    мальчику -лось пять лет το παιδάκι συμπλήρωσε πέντε χρόνια.

    ρ.σ.μ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. исполненный, βρ: -нен, -а, -о (γραπ. λόγος) γεμίζω, πληρώ•

    исполнить сердце надеждой (ή наджды) γεμίζω την καρδιά με ελπίδες.

    γεμίζω, πληρούμαι•

    душа -лась радости η ψυχή πλημμύρισε από χαρά.

    Большой русско-греческий словарь > исполнить

  • 3 исполнить

    исполнить, исполнять 1) πραγματοποιώ εκτελώ, εκπληρώνω (долг и т. п.) 2) муз., театр, παίζω, εκτελώ \исполниться συμπληρώνω мне исполнилось двадцать лет συμπλήρωσα τα είκοσι
    * * *
    = исполнять
    1) πραγματοποιώ; εκτελώ, εκπληρώνω (долг и т. п.)
    2) муз., театр. παίζω, εκτελώ

    Русско-греческий словарь > исполнить

  • 4 нести

    нести 1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω 2) (выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω 3) (терпеть) υφίσταμαι· \нести ответственность είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη· \нести убытки ζημιώνω* \нести потери υφίσταμαι απώλειες
    * * *
    1) κουβαλώ, φέρ(ν)ω
    2) ( выполнять) εκτελώ, εκπληρώνω
    3) ( терпеть) υφίσταμαι

    нести́ отве́тственность — είμαι υπεύθυνος, φέρω ευθύνη

    нести́ убы́тки — ζημιώνω

    нести́ поте́ри — υφίσταμαι απώλειες

    Русско-греческий словарь > нести

  • 5 совершить

    совершить εκτελώ, κάνω; εκπληρώνω (выполнить)
    * * *
    εκτελώ, κάνω; εκπληρώνω ( выполнить)

    Русско-греческий словарь > совершить

  • 6 исполнить

    исполнить
    сов., исполнять несов
    1. πραγματοποιώ / ἐκτελῶ, ἐκπληρώνω (долг и т. п.):
    \исполнить приказ ἐκτελώ διαταγή· \исполнить поручение ἐκπληρώνω τήν παραγγελία· \исполнить желание πραγματοποιώ τήν ἐπιθυμία· \исполнить чью-л. просьбу ἰκανοποιῶ τήν παράκληση κάποιου· \исполнить приговор ἐκτελώ ποινή, ἐκτελώ δικαστική ἀπόφαση· \исполнить чьи́-либо обязанности ἐκτελώ τά καθήκοντα κάποιου·
    2. (сыграть) ἐκτελώ, παίζω:
    \исполнить роль παίζω τόν ρόλο.

    Русско-новогреческий словарь > исполнить

  • 7 выполнить

    ρ.σ.μ. εκπληρώνω, εκτελώ, πραγματοπο ιώ•

    выполнить поручение εκπληρώνω την παραγγελία•

    выполнить работу εκτελώ, (φέρω σε πέρας) τη δουλειά.

    || δημιουργώ, φτιάχνω.

    Большой русско-греческий словарь > выполнить

  • 8 задание

    ουδ.
    καθήκο, έργο υποχρεωτικό•

    производственное задание παραγωγικό καθήκο•

    выполнять задание εκπληρώνω το ανατεθέν έργο•

    плановое задание έργο προβλεπόμενο από το πλάνο.

    || εργασία, δουλειά•

    домашнее задание учеников σπιτική εργασία των μαθητών.

    || παραγγελία, εντολή-υποχρέωση. || αποστολή•

    боевое задание αποστολή μάχης•

    особое задание ειδική αποστολή•

    сменное задание δουλειά για μια βάρδια•

    не справиться с -ем δεν εκπληρώνω την αποστολή..

    Большой русско-греческий словарь > задание

  • 9 недовыполнить

    ρ.σ.μ. δεν εκπληρώνω πλήρως•

    недовыполнить программу δεν εκπληρώνω ολοκληρωτικά το πρόγραμμα.

    Большой русско-греческий словарь > недовыполнить

  • 10 пятить

    пячу, пятишь
    ρ.δ.μ. σπρώχνω προς τα πίσω.
    οπισθοχωρώ, υποχωρώ. || μτφ. αρνούμαι, δεν εκπληρώνω, δεν τηρώ•

    пятить от обещаний δεν εκπληρώνω τις υποσχέσεις.

    Большой русско-греческий словарь > пятить

  • 11 выполнять

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выполнять

  • 12 отрабатывать

    1. (норму, время, срок и т.п.) συμπληρώνω, εκπληρώνω 2. (конструк-цию, технологию) βελτιώνω, αναπτύσσω 3. (в различных значениях в сервосистемах, ЭВМ и т.п.) δοκιμάζω/ελέγχω την ανταπόκριση
    схема - ет на закрытие заслонки το κύκλωμα ανταποκρίνεται στο κλείσιμο του διαφράγματος.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > отрабатывать

  • 13 пройти

    1. (ходьбой преодолеть какое-л. расстояние) περνώ, διανύω, διαβαίνω 2. (распространиться, пролегать) περνώ 3. (оказаться принятым, зачисленным) περνώ 4. (о времени, событиях и т.п.) περνώ, διαβαίνω 5. (завершить какой-л. курс обучения, лечения и т.п.) ολοκληρώνω, τελειώνω, περνώ, (о военной службе) εκπληρώνω 6 (изучить что-л.) μαθαίνω, διδάσκομαι 7. (прекратиться, кончиться) σταματώ, παύω.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > пройти

  • 14 досрочно

    досрочн||о
    нареч πρίν τήν προθεσμία, πρίν λήξει ἡ προθεσμία:
    выполнить план \досрочно ἐκπληρώνω τό πλάνο πρίν τήν προθεσμία.

    Русско-новогреческий словарь > досрочно

  • 15 обязанностъ

    обязанн||остъ
    ж ἡ ὑποχρέωση [-ις], τό χρέος, τό καθήκον:
    считать своей \обязанностъостыо θεωρῶ καθήκον μου, θεωρώ ὑποχρέωση μου· исполнять свои́ \обязанностъости ἐκπληρώνω τίς ὑποχρεώσεις μου, ἐκτελώ τό καθήκον μου· по \обязанностъости ἀπό ὑποχρέωση· вменять что-л. в \обязанностъ ὑποχρεώνω κάποιον, ἐπιβάλλω ὡς καθήκον всеобщая воинская \обязанностъ ἡ γενική στρατιωτική ὑποχρεωτική θητεία· исполняющий \обязанностъости ὁ ἐκτελῶν χρέη, ὁ ἀντικαταστάτης.

    Русско-новогреческий словарь > обязанностъ

  • 16 осуществлять

    осуществ||ля́ть
    несов πραγματοποιώ / ἐκπληρώνω (выполнять).

    Русско-новогреческий словарь > осуществлять

  • 17 задача

    θ.
    1. καθήκο, έργο, δουλειά•

    выполнять -ну εκπληρώνω το καθήκο•

    наши -и τα καθήκοντα μας•

    основная задача το βασικό καθήκο.

    || σκοπός αντικειμενικός•

    поставить себе -у βάζω για σκοπό μου.

    || ζήτημα, υπόθεση, πρόβλημα•

    очередные -и τα τρέχοντα (καθημερινά) ζητήματα.

    2. μαθ. πρόβλημα•

    алгебраическая -αλγεβρικό πρόβλημα.

    3. (απλ.)
    επιτυχία• ευτυχία.

    Большой русско-греческий словарь > задача

  • 18 исправлять

    ρ.δ.
    1. βλ. исправить.
    2. εκτελώ, εκπληρώνω.
    βλ. исправиться.

    Большой русско-греческий словарь > исправлять

  • 19 комиссия

    θ.
    1. επιτροπή•

    избирательная комиссия εκλογική επιτροπή•

    ревизионная комиссия εξεταστική επιτροπή, επιτροπή ελέγχου ή εξελεγκτική επιτροπή•

    назначить -ю διορίζω επιτροπή•

    комиссия по разоружению επιτροπή αφοπλισμού.

    2. παλ. παραγγελία•

    выполнить -ю εκπληρώνω παραγγελία•

    брать на -ю что-н παίρνω παραγγελία για κάτι•

    сдать на -ю δίνω παραγγελία.

    3. μεσιτεία•

    получитъ -ю παίρνω μεσιτεία (αμοιβή για εκτέλεση παραγγελίας).

    4. μτφ. παλ. σκοτούρες, φροντίδες, τρεχάματα (όπως έχουν οι παραγγελίες).

    Большой русско-греческий словарь > комиссия

  • 20 недотянуть

    -яну, -янешь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. недотянутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. τεντώνω όχι ως το τέλος, όχι γερά•

    недотянуть канат δεν τεντώνω γερά το παλαμάρι.

    2. μτφ. δε φε-ρω σε πέρας, δεν εκπληρώνω.

    Большой русско-греческий словарь > недотянуть

См. также в других словарях:

  • εκπληρώνω — εκπληρώνω, εκπλήρωσα βλ. πίν. 3 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • εκπληρώνω — και εκπληρώ ( όω) (AM ἐκπληρῶ, όω Μ και ἐκπληρώνω) 1. εκτελώ κάτι μέχρι τέλους, φέρω εις πέρας («εκπληρώνω την αποστολή μου, τις στρατιωτικές μου υποχρεώσεις, την εντολή που μού δόθηκε) 2. τηρώ («εκπληρώνω την υπόσχεσή μου», «ὑπόσχεσιν ή χάριν… …   Dictionary of Greek

  • εκπληρώνω — εκπλήρωσα, εκπληρώθηκα, εκπληρωμένος, μτβ. 1. εκτελώ κάτι τελείως, πραγματοποιώ: Εκπληρώθηκε η τελευταία του επιθυμία. 2. φρ., «εκπληρώνω χρέη εισαγγελέα, νομάρχη, λυκειάρχη κτλ.» …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πληρώ — όω, ΝΜΑ, και πληρώνω Ν [πλήρης] νεοελλ. μτφ. φέρνω σε πέρας, εκπληρώνω, ανταποκρίνομαι («το νέο κτήριο πληροί όλους τους όρους υγιεινής») νεοελλ. αρχ. καθιστώ κάτι πλήρες, γεμίζω κάτι εντελώς με κάτι άλλο μσν. μεγαλώνω αρχ. 1. γεμίζω εντελώς με… …   Dictionary of Greek

  • ανακομίζω — (Α ἀνακομίζω) επαναφέρω, μεταφέρω, παίρνω μαζί μου (στα αρχ. και μέσ.) μσν. νεοελλ. κάνω ανακομιδή, μεταφέρω τα οστά νεκρού από τον τάφο σε οστεοφυλάκιο, χωνευτήρι ή αλλού αρχ. Ι. ενεργ. 1. ξεχρεώνω, εκπληρώνω, πραγματοποιώ 2. θεραπεύω, γιατρεύω… …   Dictionary of Greek

  • αναπίμπλημι — ἀναπίμπλημι (Α) [πίμπλημι] 1. (για δοχεία) γεμίζω εντελώς, ξεχειλίζω 2. εκπληρώνω το πεπρωμένο 3. υποφέρω 4. γεμίζω κάποιον με κάτι 5. παθ. μολύνομαι …   Dictionary of Greek

  • αποπίμπλημι — ἀποπί(μ)πλημι κ. άω (Α) 1. συμπληρώνω, ολοκληρώνω 2. επαληθεύω, εκπληρώνω 3. καταπραΰνω, κατευνάζω 4. ικανοποιώ κάποιον που ζητά κάτι …   Dictionary of Greek

  • αποτάζω — (I) βλ. αποτάσσω. (II) [απο + τάζω] 1. ανακαλώ, δεν εκπληρώνω κάποια υπόσχεση 2. τάζω, δίνω ιερή υπόσχεση στον Θεό ή στους αγίους να κάνω κάτι …   Dictionary of Greek

  • αφοσιώνω — (AM ἀφοσιῶ, όω, Α και ἀποσιῶ, ιων. τ.) αφιερώνω, διαθέτω εξ ολοκλήρου νεοελλ. ( ώνομαι) 1. προσφέρω τον εαυτό μου εξολοκλήρου σε κάποιον 2. απασχολούμαι ή επιδίδομαι σε κάτι με πολύ ζήλο 3. (η μτχ.) αφοσιωμένος, η, ο ένθερμος φίλος, πιστός οπαδός …   Dictionary of Greek

  • δημόκραντος — δημόκραντος, ον (Α) αυτός που επικυρώθηκε από τον λαό («δημοκράντου δ ἀρᾱς»). [ΕΤΥΜΟΛ. < δήμος + κραντος < κραίνω «φέρω κάτι σε πέρας, εκπληρώνω»] …   Dictionary of Greek

  • διατελευτώ — διατελευτῶ ( άω) (Α) εκπληρώνω, τελειώνω …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»