-
1 выносить
вы́носить Iсов см. вынашивать.выноси́ть IIнесов1. βγάζω ἐξω, κουβα-λῶ, μεταφέρω/ ἀποκομίζω (уносить)/ ἐκ-βράζω, ρίχνω (выбрасывать течением)-2. (на обсуждение) ὑποβάλλω, θέτω γιά συζήτηση·3. (решение) ἐκδίδω, βγάζω:\выносить приговор ἐκδίδω (или βγάζω) ἀπόφαση· \выносить резолюцию ἐκδίδω ἀπόφαση, παίρνω ἀπόφαση·4. перен (терпеть, выдерживать) ἀνέχομαι, ὑποφέρω, ὑπομένω, ἀντέχω:\выносить жару́ ὑποφέρω τή ζέστη· он не выносит шу́ток δέν σηκώνει ἀστεΐα· ◊ не \выносить кого́-л. δέν ὑποφέρω κάποιον· \выносить убеждение σχηματίζω τήν πεποίθηση· \выносить впечатление ἀποκομίζω ἐντύπωση. -
2 выпускать
выпускатьнесов1. ἀφήνω, ἀφήνω νά βγῆ, ἀπολύω, ἀμολλάω/ χύνω (жидкость)! βγάζω (воздух):\выпускать на свободу ἀφήνω ἐλεύθερο·2. (учеников, специалистов) προετοιμάζω, ἐκπαιδεύω, ἐτοιμάζω·3. (из текста) ἀφαιρώ, παραλείπω·4. эк. ἐκδίδω (заем и т. ἡ.)/ παράγω, κατασκευάζω (тозары, продукцию):\выпускать деньги ἐκδίδω χαρτονομίσματά \выпускать товары на рынок βγάζω ἐμπορεύματα στήν ἀγορά·5. (из печати) δημοσιεύω, ἐκδίδω·6. (удлинять) μακραίνω, ἐπιμηκύνω· ◊ \выпускать из виду ἀφήνω νά μοῦ διαφύγει κάτι, λησμονώ, ξεχνώ. -
3 издать
-дам, -дашь, -даст, πλθ. -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. издал, -ла, -ло, προστκ. издай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. йз-данный, βρ: -дан, -а, -о ρ.σ.μ.1. εκδίδω, βγάζωиздать газету εκδίδω εφημερίδα•вновь издать επανεκδίδω.
|| δημοσιεύω•издать закон βγάζω νόμο•
издать указ εκδίδω διάταγμα.
2. αναδίδω, εκπέμπω βγάζω δτοτ•цветок -дат приятный запах αυτό το λ. ουλούδι βγάζει ευχάριστη μυρουδιά.
1. εκδίδομαι• δημοσιεύομαι.2. αναδίδομαι. -
4 выпускать
1. (давать выход воздуху, газу и т.п.) βγάζω, εκλύω, απελευθερώνω 2. (опорожнять, выбрасывать) αδειάζω, εκφορτώνω, ξεφορτώνω 3. (товары, продукцию) παράγω, κατασκευάζω 4. эк. εκδίδω 5. (издавать, опубликовывать) εκδίδω, δημοσιεύω б.(освобождать) αφήνω, βγάζω, ελευθερώνω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > выпускать
-
5 выдавать
выдавать, выдать 1) δίνω (дать )' διανέμω (распределить)' \выдавать деньги χωρηγώ χρή ματα 2) (предать ) προδίνω 3) (преступника ) εκδίδω* * *= выдать1) δίνω ( дать); διανέμω ( распределить)выдава́ть де́ньги — χωρηγώ χρήματα
2) ( предать) προδίνω3) ( преступника) εκδίδω -
6 выпустить
выпустить 1) (дать выйти) αφήνω, απολύω 2) (продукцию) παράγω \выпустить в продажу βγάζω στην αγορά 3) (издать ) εκδίδω δημοσιεύω* * *1) ( дать выйти) αφήνω, απολύω2) ( продукцию) παράγωвы́пустить в прода́жу — βγάζω στην αγορά
3) ( издать) εκδίδω; δημοσιεύω -
7 издать
издать εκδίδω (книгу и т.п.); δημοσιεύω* (опубликовать)' \издать закон δημοσιεύω νόμο* * *εκδίδω (книгу и т. п.); δημοσιεύω ( опубликовать)изда́ть зако́н — δημοσιεύω νόμο
-
8 печатать
печатать τυπώνω· δημοσιεύω, εκδίδω (публиковать)· δακτυλογραφώ (на машинке)* * *τυπώνω; δημοσιεύω, εκδίδω ( публиковать); δακτυλογραφώ ( на машинке) -
9 публиковать
публиковать δημοσιεύω* εκδίδω (издавать)' ανακοινώνω (обнародовать)* * *δημοσιεύω; εκδίδω ( издавать); ανακοινώνω ( обнародовать) -
10 издавать
издаватьнесов1. ἐκδίδω, βγάζω:\издавать газету ἐκδίδω (или βγάζω) ἐφημερίδα·2. (закон, постановление и т. п.) δημοσιεύω:\издавать указ δημοσιεύω διάταγμα·3. (звук и т. п.) ἐκπέμπω, βγάζω·4. (западе) βγάζω, ἀναδίδω μυρωδιά, ἀποπνέω. -
11 выпустить
-ущу, -устишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. выпущенный, βρ: -щен, -а, -о ρ.σ.μ.1. αφήνω να βγει, να φύγει•я вас не -ущу отсюда δε θα σας αφήσω να βγείτε απ’ εδώ.
|| βγάζω στη βοσκή, σκαρίζω. || αδειάζω, χύνω, αφήνω να τρέξει•выпустить воду из ванны αδειάζω το νερό από το λουτήρα.
|| αφήνω, δεν κρατώ.2. ελευθερώνω, απολύω, αμολάω.3. βγάζω, χορηγώ (απολυτήρια, διπλώματα).4. παράγω•выпустить продукцию сверх плана βγάζω παραγωγή πάνω από το πλάνο.
|| εκδίδω, τυπώνω• δημοσιεύω. || βγάζω σε κυκλοφορία.5. αφαιρώ, βγάζω, αποκλείω (από βιβλίο, έργο).6. βγάζω έξω•выпустить когти βγάζω έξω τα νύχια.
|| μεγαλώνω, μακραίνω•выпустить рукава μακραίνω τα μανίκια.
εκφρ.выпустить снаряд, пулю – πυροβολώ, ρίχνω βλήμα, σφαίρα•выпустить в свет – βγάζω, εκδίδω έργο•выпустить из памяти – ξεχνώ, λησμονώ•выпустить из рук – μου ξεφεύγει η ευκαιρία. -
12 аккредитив
фин. η πιστωτική επιστολήРусско-греческий словарь научных и технических терминов > аккредитив
-
13 издавать
1. (газету, журнал и т.п.) εκδίδω 2. (закон, постановление) δημοσιεύω 3. (звук и т.п.) εκπέμπω, βγάζω.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > издавать
-
14 лицензия
η άδει/ατο προνόμιοРусско-греческий словарь научных и технических терминов > лицензия
-
15 патент
το προνόμι/ο ευρεσιτεχνίαςτο δίπλωμα ευρεσιτεχνίας, η πατέντα (ξεν.)лицензия на - άδεια/έγκριση για το -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > патент
-
16 сертификат
το πιστοποιητικόвыдавать - εκδίδω το -, δίνω το -депозитный (банк.) - ύπαρξης λογαριασμού καταθέσεων στην τράπεζα- о мореходности мор. - αξιοπλοΐαςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > сертификат
-
17 чек
1. (банковский) η επιταγ/ή---2. (квитанция) η απόδειξη.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > чек
-
18 эмитировать
I.физ. εκβάλλω, εκπέμπωII.фин. εκδίδω (ομόλογα, γραμμάτια κ.λπ.).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > эмитировать
-
19 вексель
вексельм τό χρεωστικό[ν] γραμμάτιο[ν], ἡ συναλλαγματική:долгосрочный \вексель μακροπρόθεσμη συναλλαγματική· выдать \вексель ἐκδίδω γραμμάτιο. -
20 выдавать
выдаватьнесов, выдать сов Ϊ. (что-либо) δίνω, παραδίνω, ἐγχειρίζω/ διανέμω, μοιράζω (распределять)·2. (властям) παραδίνω, ἐκδίδω·3. (предавать, доносить) καταγγέλλω, προδίνω·4. (обнаруживать) ἀποκαλύπτω, φανερώνω:\выдавать себя ἀποκαλύπτομαι, προδίνομαι·5. (за что-л. или за кого-л.):\выдавать чужую работу за свой παρουσιάζω ξένη δουλειά γιά δική μου· \выдавать себя за профессора κάνω τόν καθηγητή, παρουσιάζομαι γιά καθηγητής· ◊ \выдавать замуж παντρεύω.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εκδίδω — εκδίδω, εξέδωσα βλ. πίν. 186 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εκδίδω — (AM ἐκδίδωμι, Μ και ἐκδίδω) 1. συλλαμβάνω εγκληματία και τόν παραδίδω στις αρχές τού κράτους του για να δικαστεί εκεί 2. επιστρέφω κάτι που άρπαξα 3. (για συγγραφικά έργα, αντίγραφα, έντυπα, εικόνες κ.λπ.) θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω σε πολλά… … Dictionary of Greek
εκδίδω — έκδωσα, εκδόθηκα, εκδομένος, μτβ. 1. βγάζοντας δίνω. 2. τυπώνω κάτι και το θέτω σε κυκλοφορία, δημοσιεύω, βγάζω: Εκδίδει εφημερίδα. – Η τράπεζα έκδωσε νέα χαρτονομίσματα. 3. (μεταξύ κρατών), παραδίνω αλλοδαπό εγκληματία στις αρχές τις πατρίδας,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἐκδιδῷ — ἐκδίδωμι give up pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αντεκδίδω — εκδίδω, δημοσιεύω κείμενο ή βιβλίο σε απάντηση άλλου εκδοθέντος … Dictionary of Greek
βγάζω — και βγάλλω και βγάνω (Μ βγάζω, ἐβγάζω, βγάλλω, ἐβγάλλω, βγάνω, ἐβγάνω) 1. βγάζω έξω, εξάγω 2. ανασύρω («βγάζω μαχαίρι») 3. αναδίνω, τινάζω προς τα έξω («ο βράχος βγάζει νερό») 4. ξεριζώνω, μαδώ («βγάζω τα χορτάρια, τα φρύδια, τις τρίχες κ.λπ.») 5 … Dictionary of Greek
εκφέρω — (AM ἐκφέρω) 1. φέρνω έξω, εξάγω, βγάζω έξω, απομακρύνω 2. (για φωνή, γνώμη, κρίση κ.λπ.) ξεστομίζω, διατυπώνω 3. κηδεύω («εκφέρω νεκρό») νεοελλ. γραμμ. παθ. εκφέρομαι συντάσσομαι («η πρόθεση ἐν εκφέρεται με δοτική») μσν. 1. απαγγέλλω, εκδίδω… … Dictionary of Greek
SABBATICUS Amnis — de quo sic Iosephus Bell. Iud. l. 7. c. 23. Τῖτος δὲ Καῖςαρ, κρόνον μέν τινα διέτριψεν εν Βηρυτῷ, καθὰ προειρήκαμεν. Θεᾶται δὲ κατὰ την` πορείαν ποταμοῦ φύ???ιν ἄξιον ἱςτορηθην̑αι. Ρ῾εῖ μὲν γὰρ μέσος Α᾿ρκαίας τῆς Α᾿γρίππα βα???ιλείας καὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ανέκδοτος — η, ο (AM ἀνέκδοτος, ον) αυτός που δεν έχει εκδοθεί, ο αδημοσίευτος νεοελλ. 1. (για εγκληματίες) εκείνος που δεν έχει εκδοθεί, δεν έχει παραδοθεί από ένα κράτος σε άλλο για να δικαστεί ή να εκτίσει ποινή η οποία του επιβλήθηκε ερήμην 2. το ουδ. ως … Dictionary of Greek
αντιθεσπίζω — ἀντιθεσπίζω (Μ) εκδίδω θέσπισμα που αναιρεί άλλο προηγούμενο … Dictionary of Greek
αποφαίνομαι — (AM ἀποφαίνω κ. ομαι) ( ομαι) 1. εκφέρω γνώμη, λέω την άποψή μου 2. (για δημόσια αρχή) εκδίδω απόφαση, αποφασίζω αρχ. Ι. ενεργ. 1. καθιστώ φανερό, αποκαλύπτω 2. γνωστοποιώ, παρέχω ενδείξεις 3. παριστάνω, παρουσιάζω 4. καταγγέλλω 5. παρουσιάζω… … Dictionary of Greek