-
1 εικόνα
εικόνα η1) икона, образ – символическое изображение святого или события из священной истории. В православии воспринимается как святой образ – изображение, в котором за красками, расположенными в соответствии с определенной системой приемов и средств живописи, присутствует некое таинство. Икона есть умозрение в красках». Она является предметом культа как предмет литургического назначения и как моленный образ;ΦΡ.αναστήλωση των εικόνων — восстановление иконопочитания;2) картина, рисунок, иллюстрация;3) образ:Этим.< дргр. εικών < εοίκα «походить, быть похожим», возможно от инд. корня weik. Однокоренные слова εικ-άζω, εικ-ασία, επι-εικ-ής «похожий» -
2 εικονα
-
3 εικόνα
η1) картина, рисунок; иллюстрация; 2) перен. картина, образ; изображение;καλλιτεχνική εικόνα — художественный образ;
αυτό δίνει μιά εικόνα της κατάστασης — это даёт представление о положении дел;
3) икона, образ -
4 εἰκόνα
образобразу изображениеΕλληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > εἰκόνα
-
5 εικόνα
[икона] ουσ θ картина, рисунок, иллюстрация. -
6 αμφιπρόσωπη εικόνα
αμφιπρόσωπη εικόνα ηикона, изображенная с двух сторон доски (спереди и сзади), двусторонняя иконаЭтим.< αμφί + πρόσωπο «с обоих сторон + лицо)Η εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > αμφιπρόσωπη εικόνα
-
7 εγκαυστική εικόνα
εγκαυστική εικόνα ηикона, писанная красками, разведенными на воскеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > εγκαυστική εικόνα
-
8 κηροποίητη εικόνα
κηροποίητη εικόνα ηикона, написаннная красками, разведенными на воскеΗ εκκλησία λεξικό (Церковный словарь Назаренко) > κηροποίητη εικόνα
-
9 ομοίωση
ομοίωση η1) подобие:κατ’ εικόνα και καθ’ ομοίωσιν — по образу и подобию
Και είπεν ο Θεός Ποιήσωμεν άνθρωπον κατ’ εικόνα ημετέραν και καθ’ ομοίωσιν (Γέν. 1, 26). И сказал Бог: сотворим человека по образу Нашему и по подобию Нашему (Быт. 1, 26)
Этим.< дргр. όμοιος «подобный, похожий» -
10 αναστηλοω
-
11 ανυω
ἀνύω, ἁνύωатт. тж. ἀνύτω и ἁνύτω, эп. тж. ἄνυμι (impf. ἤνυον и ἤνυτον, fut. ἀνύσω - эп. тж. ἀνύω, aor. ἠνῠσα, pf. ἤνῠκα; pass.: aor. ἠνύσθην, pf. ἤνυσμαι) реже med.1) завершать, заканчивать, исполнять(ἔργον Hom.; εἰκονα Anth.)
ἀνύσαι θάνατον Soph. — совершить убийство;ἀνύσαι ἀρωγὰν ἔς τινα Soph. — оказать помощь кому-л.;ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Her. — своими попытками разубедить он ничего не добился;ἤνυσε περᾶν Aesch. — ему удалось пройти;ἀνύσασθαί τι παρά τινος Aesch. — добиться чего-л. от кого-л.;ἀνύσαι ἐκτόπιόν τι Soph. — удалить что-л. прочь;ἀνύσει εὐδαίμων ἐκ κείνων Soph. — он выйдет счастливым из этих обстоятельств;Ἀπόλλων οὐκ ἐκεῖνον ἤνυσεν φονέα γενέσθαι Soph. — не оправдалось предсказание Аполлона, что он (Эдип) станет убийцей;εἴ τι ἠνυσάμην Plat. — если я в чем-л. преуспел2) проделывать, совершать, проходить(πολλέν κέλευθον Aesch.; χιλίους σταδίους Plut.)
3) прибывать, приходить, достигать(πρὸς πόλιν Soph.; ἐπὴ ἀκτάν Eur.)
ποτανοὴ ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν Eur. — они улетели в Аид;ζυγὰ δούλια ἀνύσαι Eur. — попасть в рабство;πῶς ἴσον εἰπὼν ἀνύσωμαι ; Aesch. — как найти мне (нужные) слова?;ἀμφὴ σὰς ἀϊόνας ἠνυτόμαν τροφαῖς Aesch. — я вырос(ла) на твоих берегах;γῆρας ἀνύσαι Anth. — дожить до старости4) торопиться, спешить(οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἀνύτειν Arph.)
ἄνυε πράττων Arph. — поспеши, поскорее;δὸς ἀνύσας Luc. — давай поскорее5) претерпевать, переносить(ἐς τέλος μοίρας Theocr.)
6) приводить, доставлять(γαστρὴ φορβάν Soph.; med. τὰν ἀμνόν Theocr.)
ἁ. κράναν Theocr. — заставить забить источник;εἰς πομπέν καὴ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει Plat. — это ведет к пышному пустословию7) уничтожать, истреблять(φλὸξ ἤνυσέν τινα Hom.; τρίτον μέρος τινός Pind.)
ὅ χρόνος ἄνυτο φεύγων Theocr. — время быстро уходило -
12 ανυω...
ἁνύω...ἀνύω, ἁνύωатт. тж. ἀνύτω и ἁνύτω, эп. тж. ἄνυμι (impf. ἤνυον и ἤνυτον, fut. ἀνύσω - эп. тж. ἀνύω, aor. ἠνῠσα, pf. ἤνῠκα; pass.: aor. ἠνύσθην, pf. ἤνυσμαι) реже med.1) завершать, заканчивать, исполнять(ἔργον Hom.; εἰκονα Anth.)
ἀνύσαι θάνατον Soph. — совершить убийство;ἀνύσαι ἀρωγὰν ἔς τινα Soph. — оказать помощь кому-л.;ἀπαγορεύων οὐδὲν ἤνυε Her. — своими попытками разубедить он ничего не добился;ἤνυσε περᾶν Aesch. — ему удалось пройти;ἀνύσασθαί τι παρά τινος Aesch. — добиться чего-л. от кого-л.;ἀνύσαι ἐκτόπιόν τι Soph. — удалить что-л. прочь;ἀνύσει εὐδαίμων ἐκ κείνων Soph. — он выйдет счастливым из этих обстоятельств;Ἀπόλλων οὐκ ἐκεῖνον ἤνυσεν φονέα γενέσθαι Soph. — не оправдалось предсказание Аполлона, что он (Эдип) станет убийцей;εἴ τι ἠνυσάμην Plat. — если я в чем-л. преуспел2) проделывать, совершать, проходить(πολλέν κέλευθον Aesch.; χιλίους σταδίους Plut.)
3) прибывать, приходить, достигать(πρὸς πόλιν Soph.; ἐπὴ ἀκτάν Eur.)
ποτανοὴ ἤνυσαν τὸν Ἅιδαν Eur. — они улетели в Аид;ζυγὰ δούλια ἀνύσαι Eur. — попасть в рабство;πῶς ἴσον εἰπὼν ἀνύσωμαι ; Aesch. — как найти мне (нужные) слова?;ἀμφὴ σὰς ἀϊόνας ἠνυτόμαν τροφαῖς Aesch. — я вырос(ла) на твоих берегах;γῆρας ἀνύσαι Anth. — дожить до старости4) торопиться, спешить(οὐ μέλλειν, ἀλλ΄ ἀνύτειν Arph.)
ἄνυε πράττων Arph. — поспеши, поскорее;δὸς ἀνύσας Luc. — давай поскорее5) претерпевать, переносить(ἐς τέλος μοίρας Theocr.)
6) приводить, доставлять(γαστρὴ φορβάν Soph.; med. τὰν ἀμνόν Theocr.)
ἁ. κράναν Theocr. — заставить забить источник;εἰς πομπέν καὴ ῥημάτων ἀγλαϊσμὸν ἀνύτει Plat. — это ведет к пышному пустословию7) уничтожать, истреблять(φλὸξ ἤνυσέν τινα Hom.; τρίτον μέρος τινός Pind.)
ὅ χρόνος ἄνυτο φεύγων Theocr. — время быстро уходило -
13 αποπλασσομαι
атт. ἀποπλάττομαι ваять, лепить, изображать(τὸν Δία Plut.; εἰκόνα Anth.)
-
14 γλυφω
1) выдалбливать, делать полым(ναῦς Arph.)
2) вырезывать, гравировать(σφρηγῖδας Her.; δακτυλίους Plat.; ἐν ἀμεθύστῳ γεγλυμμένος Anth.)
ἀδύνατος γλύφεσθαι Arst. — не поддающийся гравировке;γλύψασθαι εἰκόνα ἐν σφραγῖδι Plut. — заказать выгравировать изображение на печати3) ( на вощеных дощечках) тщательно записывать(τόκους Anth.)
-
15 ενσφραγιζω
ион. ἐνσφρηγίζω запечатлевать(εἰκόνα τι κραδίης τινός Anth.; τὰ τῶν λόγων ἴχνη ταῖς ἀκοαῖς ἐνεσφράγισται Luc.)
-
16 λευκογραφεω
-
17 περιπλασσω
атт. περιπλάττω1) лепить вокруг(εἰκόνα τινὴ ἔξωθεν Plat.)
2) кругом обмазывать, намазывать(τὴ περὴ τὸν δάκτυλον Plut.)
3) перен. обволакивать, прикрывать(τι χρηστοῖς λόγοις Men.)
-
18 προσουδιζω
-
19 ανάγλυφος
-
20 ασπάζομαι
- 1
- 2
См. также в других словарях:
εικόνα — η 1. αναπαράσταση πραγματικής ή φανταστικής μορφής με τις πλαστικές ή διακοσμητικές τέχνες (άγαλμα, ανάγλυφο, ζωγραφιά, κέντημα κτλ.), ομοίωμα μορφών και πραγμάτων: Ο προϊστάμενος έχει στο γραφείο του την εικόνα του πρωθυπουργού. 2. αγιογραφία,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εικόνα — (Μαθημ.). Αν A,B δύο σύνολα, F μία απεικόνιση από το Α στο Β, δηλαδή ένα μη κενό υποσύνολο του καρτεσιανού γινομένου A x Β (Fc = A x Β) και (χ,ψ) F, τότε το ψ ονομάζεται μια ε. του χ κατά την απεικόνιση ψ. γεωμετρική ε. συνάρτησης. Αν f είναι… … Dictionary of Greek
εικόνα, φορητή — Ζωγραφικός πίνακας πάνω σε σανίδα, με παραστάσεις σκηνών και μορφών της χριστιανικής θρησκείας. Οι φ.ε. διακρίνονται βασικά σε δύο είδη: στις λατρευτικές και στις διδακτικές. Οι πρώτες απεικονίζουν ιερά πρόσωπα, οι δεύτερες περιέχουν σκηνές από… … Dictionary of Greek
εἰκόνα — εἰκών likeness fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάσμα — Εικόνα που επιτυγχάνεται όταν από τις σύνθετες ηλεκτρομαγνητικές ακτινοβολίες (φωτεινές ακτίνες, υπέρυθρες, υπεριώδεις και ακτίνες X) διαχωρίζονται οι ακτινοβολίες διαφορετικού μήκους κύματος. Τούτο είναι δυνατόν αν εκμεταλλευτεί είτε το… … Dictionary of Greek
εἰκόν' — εἰκόνα , εἰκών likeness fem acc sg εἰκόνι , εἰκών likeness fem dat sg εἰκόνε , εἰκών likeness fem nom/voc/acc dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Βυζαντινή αυτοκρατορία — I Β.α., ή αλλιώς Μεταγενέστερο Ρωμαϊκό ή Ανατολικό Ρωμαϊκό Κράτος, αποκαλείται συμβατικά το ανατολικό τμήμα της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Πρωτεύουσα του τμήματος αυτού, που μετά την κατάλυση του Δυτικού Ρωμαϊκού κράτους συνέχισε περίπου για έντεκα… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Τέχνη (Βυζάντιο) — Η ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΤΕΧΝΗ Για τους περισσότερους ανθρώπους το Βυζάντιο αντιπροσωπεύει ένα κράτος που επέζησε για σχεδόν 1.200 χρόνια και συνέβαλε σημαντικά στη διάδοση του χριστιανισμού και στη διαφύλαξη του αρχαίου ελληνικού και ρωμαϊκού πνεύματος. Για… … Dictionary of Greek
Μουσείο Μπενάκη — Το Μ.Μ. μετά από εργασίες που διήρκεσαν επτά περίπου χρόνια, άνοιξε τις πόρτες του στο κοινό στις 7 Iουνίου 2000. Tο στεγασμένο σε ένα από τα επιβλητικότερα νεοκλασικά κτίρια της Aθήνας (Κουμπάρη 1) μουσείο ιδρύθηκε από τον ευπατρίδη Aντώνη… … Dictionary of Greek
τηλεόραση — Μεταβίβαση σε απόσταση, μέσω καλώδιου ή ηλεκτρομαγνητικών κυμάτων, και λήψη εικόνων. Η λειτουργία της τ. στηρίζεται σε ένα φυσικό φαινόμενο, που επιτρέπει τη μετατροπή των εικόνων σε ιδιαίτερη ηλεκτρική τάση. Ο σχηματισμός μιας ασπρόμαυρης… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ζακύνθου — Το Μουσείο Ζακύνθου (πλατεία Σολωμού) θεωρείται από πολλούς ιστορικούς της τέχνης ένα από τα σημαντικότερα της Ελλάδας, για ένα βασικό κυρίως λόγο: Μέσα από τα περίπου 600 εκθέματά του μπορεί κανείς να παρακολουθήσει πιο καθαρά απ’ ό,τι σε… … Dictionary of Greek