-
81 коноплевод
-а α.ειδικός κανναβοπαραγωγός. -
82 корреспондент
-а α.-ка, -и θ.1. ανταποκριτής•газетный корреспондент ανταποκριτής εφημερίδας•
специальный корреспондент ειδικός ανταποκριτής•
собственный корреспондент ιδιαίτερος ανταποκριτής•
военный корреспондент ανταποκριτής του πολεμικού μετώπου.
2. αντεπιστολέας. -
83 литературовед
-а α.ειδικός σε ζητήματα φιλολογίας, φιλόλογος• κριτικός ή ιστορικός της λογοτεχνίας. -
84 логик
-а α.ειδικός της λογικής (επιστήμης). -
85 логопед
-а α.ειδικός για την παιδική βραδυγλωσσία. -
86 льновод
-а α.ειδικός στη λινοκαλλιέργεια. -
87 массажист
-а α.-ка, -и θ.ειδικός, -ή στο μασσάζ. -
88 мастак
-а α. (απλ.) ειδικός, πεπειραμένος• τεχνίτης, μάστορας. -
89 международник
-а α.ειδικός σε διεθνή ζητήματα. -
90 мелиоратор
-а α.ειδικός σε εγγειοβελτιωτικά έργα. -
91 метростроевец
-вца α. -ка, -и θ.ειδικός χτίστης του μετρό. -
92 нарочный
(προφ. -ошный) -ого α.ειδικός απεσταλμένος• αγγελιοφόρος• ταχυδρόμος. -
93 особенный
επ.1. ιδιαίτερος, ιδιάζων, εξαιρετικός, εξιδιασμένος, ίδιος, ασυνήθης, -θιστος•особенный способ ιδιαίτερος τρόπος•
это особенный человек αυτός είναι άλλος άνθρωπος•
-ые причины ιδιαίτεροι λόγοι•
-ое свойство ιδιαίτερη ιδιότητα•
ничего -ого нет τίποτε το ιδιαίτερο.
2. παλ. ξεχωριστός•он жил в -ой комнате αυτός ζούσε σε ξεχωριστό δωμάτιο.
|| ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος. -
94 особый
επ.1. ιδιαίτερος, ίδιος ασυνήθης, -θιστός.2. μεγάλος, σημαντικός.3. ξεχωριστός, ξέχωρος•это имеет -ое значение αυτό έχει ιδιαίτερη σημασία.
|| ειδικός, για ορισμένη χρήση προοριζόμενος. -
95 отопленец
-нца α. θερμαστής, ειδικός εργάτης θέρμανσης κλειστού χώρου. -
96 плодовод
-а α.ειδικός για την καρποφορία φυτών. -
97 подводник
-а α.1. ναύτης υποβρύχιου.2. ειδικός σε υποβρυχιακές εργασίες. -
98 политэконом
-а α.ειδικός στην πολιτική οικονομία. -
99 прожекторист
-а α.ειδικός στους προβολείς. -
100 рисовод
-а α.ρυζοκαλλιεργητής• ειδικός στη ρυζοκαλλιέργεια.
См. также в других словарях:
εἰδικός — specific masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ειδικός — ή, ό (AM εἰδικός, ή, όν) [είδος] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή περίπτωσης («ειδικός όρος») 2. ιδιαίτερος, προορισμένος για περιορισμένη χρήση («ειδικό φάρμακο») νεοελλ. (αρσ. ως ουσ.) ο ειδικός αυτός που έχει αποκτήσει… … Dictionary of Greek
ειδικός — ή, ό 1. που ανήκει ή αναφέρεται σε ορισμένο είδος ή σε ορισμένες περιπτώσεις, που έχει ορισμένο σκοπό ή προορισμό: Ψηφίστηκε ειδικός νόμος για τους παραπηγματούχους. 2. που ασχολείται σε ορισμένο κλάδο επιστήμης ή τέχνης, που έχει ειδικότητα σ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰδικά — εἰδικός specific neut nom/voc/acc pl εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc/acc dual εἰδικά̱ , εἰδικός specific fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτερον — εἰδικός specific adverbial comp εἰδικός specific masc acc comp sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτάτων — εἰδικός specific fem gen superl pl εἰδικός specific masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέραις — εἰδικός specific fem dat comp pl εἰδικωτέρᾱͅς , εἰδικός specific fem dat comp pl (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικωτέρων — εἰδικός specific fem gen comp pl εἰδικός specific masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικῶν — εἰδικός specific fem gen pl εἰδικός specific masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικόν — εἰδικός specific masc acc sg εἰδικός specific neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εἰδικώτατα — εἰδικός specific adverbial superl εἰδικός specific neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)