Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

εδώ+είναι

  • 21 ησυχία

    η
    1) спокойствие, тишина, мир; покой;

    διατάραξη της κοινής ησυχίας και τάξεως — нарушение общественной тишины и порядка;

    εδώ έχω την ησυχία μου — здесь меня никто и ничто не беспокоит;

    είναι ησυχία — тихо;

    2) спокойствие, безмятежность;

    κάνετε λίγο ησυχία! — замолчите, пожалуйста!, помолчите немного!;

    πάμε να κουβεντιάσουμε πέρα εκεί στην ησυχία — пойдём туда, там мы сможем поговорить спокойно;

    3) покой, отдых;

    πουθενά δεν βρίσκω ησυχία — я нигде не нахожу покоя;

    ησυχία δεν έχει αυτό το παιδί — это очень неспокойный ребёнок;

    § με την ησυχία μου (σου...) — спокойно, не спеша;

    τί νέα;
    — Ησυχία! какие новости? — Ничего особенного;

    ησυχία! тихо!;

    άφησέ με στην ησυχία μου — оставь меня в покое

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ησυχία

  • 22 πέρα

    επίρρ.
    1) дальше, далее; далеко, вдалеке, вдали; вдаль; по ту сторону;

    είναι τόσο πέρα πού ούτε τον βλέπεις — он так далеко, что его не видно;

    από πέρα — издалека; — оттуда;

    απ' το σταθμό και πέρα — от вокзала и дальше; — за вокзалом;

    (ε)κεί πέρα — там; — туда;

    πέρα από — за пределами чего-л.;

    πέρα απ' το ποτάμι — за рекой;

    πέρα από δώ — дальше;

    εδώ πέρα — здесь, тут; — сюда;

    πάρα πέρα — или πιο πέρα ( — по)дальше, в сторону; — далее;

    ο πα ρα πέρα — дальнейший;

    κάνε πιο πέρα (πάρα πέρα) — отойди подальше, отойди в сторону;

    2) сверх;

    πέρα του δέοντος — сверх всякой нормы;

    από τα πενήντα και πέρα — от пятидесяти лет и выше;

    § πέρα πέρα или πέρα καί πέρα — сверху донизу; — насквозь; — от начала до конца; — от края до края;

    πέρα γιά πέρα — совершенно, совсем;

    (δεν) τα βγάζω πέρα — а) (не) справляться; — б) (не) сводить концы с концами;

    κάνε πέρα! — пошёл вон!, уходи!;

    εγώ τού μιλώ και αυτός πέρα βρέχει — я ему говорю, а ему хоть бы что;

    τράβηξε ίσα πέρα — иди прямо туда;

    πέρα δώθε — туда-сюда;

    από δώ και πέρα — с этого момента; — на будущее;

    από κεί και πέρα — а) в дальнейшем, дальше, далее; — б) остальное;

    αύτού πέραтам (частица);

    τί μού λες αύτού πέρα! — да что ты там говоришь!

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πέρα

  • 23 σηκώνω

    μκτ.
    1) поднимать; держать (груз и т. п.);

    σηκώνω (ο)λίγο — приподнимать;

    σηκώνω τα χέρια ψηλά — поднимать руки вверх;

    σηκώνω τον γιακά — поднимать воротник;

    σηκών άγκυρα (πανιά) — поднимать якорь (паруса);

    σηκώνω τό ποτήρι — поднимать бокал;

    σήκωνα μιαν ώρα το παιδί целый час держал ребёнка на руках;

    σηκώνω σκόνη — поднимать пыль;

    2) строить, воздвигать, возводить;
    σήκωσε ένα τοίχο τρία μέτρα он построил стену высотой в три метра; 3) надстраивать; 4) подбирать (платье); засучивать (рукава); 5) перен. поднимать, вызывать, производить (шум и т. п.); 6) перен. поднимать, будить; 7) поднимать, повышать;

    σηκών τη φωνή — повышать голос;

    8) перен. поднимать против (кого-л.);
    9) перен. выносить, выдерживать, терпеть;

    σηκώνω αστεία — сносить шутки, насмешки;

    10) брать (деньги, ссуду из банка);
    одалживать (деньги); занимать;

    § σηκώνω χέρι σε κάποιον — поднимать на кого-л. руку; — замахиваться на кого-л.;

    σηκώνω κεφάλι — поднимать голову; — осмелеть; — выступать против;

    σηκώνω τό ανάστημα μου — подниматься во весь рост, распрямляться;

    σηκώνω στο πόδι — поднимать на ноги;

    σηκώνω τα όπλα εναντίον κάποιου — поднимать оружие против кого-л.;

    σηκώνω τα μυαλά κάποιου — сводить кого-л. с ума;

    σηκώνω τό στρώμα — убирать постель;

    σηκώνω τό τραπέζι — убирать со стола;

    σηκώνω τούς ώμους μου — пожимать плечами;

    δε σηκώνει κεφάλι από το βιβλίο — он головы от книги не поднимает, он усердно занимается;

    δεν με σηκώνει το κλίμα εδώ — здешний климат мне не подходит;

    όσα σηκώνει ο νούς — сколько можно вообразить себе;

    ο σιναπισμός σήκωσε горчичник вызвал ожог;
    στις πέντε ακριβώς θα σηκώσουν το νεκρό вынос тела ровно в пять;

    τό κρασί σηκώνει νερό — вино можно разбавить водой;

    σηκώνει ακόμα αλεύρι — можно добавить ещё муки;

    δεν θα σηκώσω ούτε το μικρό μου δαχτυλάκι я даже пальцем не пошевелю;

    σηκώνομαι

    1) — подниматься, вставать;

    2) подниматься (после болезни), поправляться, выздоравливать;
    3) подниматься, возникать (о ветре, буре, шуме); § αυτός είναι σήκω-σήκω, κάτσε-κάτσε он готов выполнить любой приказ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > σηκώνω

См. также в других словарях:

  • έδω — ἔδω (Α) 1. τρώω 2. καταναλώνω, σπαταλώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Η ρίζα *ed «τρώω», στην οποία ανάγεται το ρήμα, εμφανίζεται κυρίως στο επικό απαρμφ. έδμεναι ενός αρχαίου αθέματου ενεστ., καθώς και στην υποτακτ. σε θέση μέλλοντος έδομαι (πρβλ. χεττ. ed mi «τρώω» …   Dictionary of Greek

  • εδώ — (Μ ἐδῶ) επίρρ. 1. τοπ. σε αυτόν τον τόπο, σε αυτό το σημείο 2. χρον. τότε, αυτή τη στιγμή νεοελλ. 1. με τα μόρια μέχρι(ς), έως, ώς είτε επιτατ. για δήλωση ακριβούς καθορισμού είτε αοριστολ. για ηπιότερη έκφραση («ώς εδώ και μη παρέκει», «έλα ώς… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • Γαλλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Γαλλίας Έκταση: 547.030 τ.χλμ Πληθυσμός: 58.518.148 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα: Παρίσι (2.125.246 κάτ. το 2000)Κράτος της δυτικής Ευρώπης. Συνορεύει στα ΝΑ με την Ισπανία και την Ανδόρα, στα Β με το Βέλγιο και το… …   Dictionary of Greek

  • Βέλγιο — Κράτος της βόρειας Ευρώπης, μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης.Συνορεύει Β και ΒΑ με την Ολλανδία, Α με τη Γερμανία, ΝΑ με το Λουξεμβούργο, Ν με τη Γαλλία, ενώ ΒΔ βρέχεται από τη Βόρεια θάλασσα.Το κράτος του Β. (που τα σημερινά σύνορά του σε γενικές… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

  • Μιστράς — I Βυζαντινή πολιτεία της Πελοποννήσου, έξι χιλιόμετρα ΒΔ της Σπάρτης, ερειπωμένη σήμερα, η οποία στάθηκε στο προσκήνιο της ιστορίας για δύο αιώνες και τα ερείπιά της αποτελούν πολύτιμη πηγή για τη γνώση της ιστορίας, της τέχνης και του πολιτισμού …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»