-
1 акклиматизироваться
-
2 акклиматизация
ο εγκλιματισμός, η εγκλιμάτισηη προσαρμογή στο κλίμα-ироваться εγκλιματίζομαι, προσαρμόζομαι στο κλίμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > акклиматизация
-
3 акклиматизироваться
акклиматизировать||сяἐγκλιματίζομαι. -
4 акклиматизировать
-
5 привить
ρ.σ.μ.1. εμβολιάζω, ενοφθαλμιζω, κεντρώνω•привить яблоню εμβολιάζω τη μηλιά.
2. (ιατρ.) εμβολιάζω, βατσινάρω•привить оспу δαμαλίζω•
привить скарлатину εμβολιάζω κατά της οστρακιάς (σκαρλατίνας).
3. μτφ. εμφυτεύω, εμφυσώ εμπνέω•привить любовь к труду εμφυσώ την αγάπη για τη δουλειά.
1. εμβολιάζομαι, ενοφθαλμίζομαι, κεντρώνομάι.2. (ιατρ.) εμβολιάζομαι•оспа -лась ο δαμαλισμός έγινε.
3. εγκλιματίζομαι, συνηθίζω (για φυτά).4. ριζώνω, στεργιώνομαι • συνηθιζομαι. -
6 прижиться
ρ.σ. συνηθίζω, εξοικειώνομαι με το περιβάλλον, προσαρμόζομαι• εγκλιματίζομαι. || πιάνω, ριζώνω, φυτρώνω.
См. также в других словарях:
εγκλιματίζομαι — εγκλιματίζομαι, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
επιχωριάζω — (AM ἐπιχωριάζω) [επιχώριος] 1. (για καταστάσεις, έθιμα κ.λπ.) είμαι συνηθισμένος, επικρατώ σε έναν τόπο («καὶ περὶ Ἀθήνας οὕτως ἐπεχωρίασεν ἡ αὐλητική») 2. (για ασθένεια) εκδηλώνομαι συνήθως ή συχνά («στις βαλτώδεις περιοχές επιχωριάζει η… … Dictionary of Greek
κρυάδα — (Μ κρυάδα) 1. το αίσθημα τού κρύου, το κρύο, η ψυχρότητα 2. κρυολόγημα στον πληθ. οι κρυάδες ρίγος, τρεμούλα, σύγκρυο νεοελλ. 1. ανατριχίλα, φρικίαση 2. μτφ. απροθυμία, αδιαφορία 3. μτφ. σαχλό αστείο («είπε πάλι τις κρυάδες του κι έφυγε») 4. φρ.… … Dictionary of Greek
εγκλιματίζω — εγκλιμάτισα, εγκλιματίστηκα, εγκλιματισμένος, μτβ. 1. συνηθίζω ζωντανό οργανισμό να ζει και να αναπτύσσεται σε κλίμα ξένου τόπου: Δεν εγκλιμάτισαν ακόμα την τίγρη στο ζωολογικό κήπο του Λονδίνου. 2. το μέσ. εγκλιματίζομαι εξοικειώνομαι στο ξένο… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)