Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

εγγράφω

  • 61 провести

    ρ.δ., παθ. μτχ. παρλθ. χρ. проведенный, βρ: -ден, -дена, -дено.
    1. μ. περνώ, οδηγώ•

    провести ребнка через улицу περνώ το παιδάκι από το δρόμο.

    2. φέρω (πάνω στην επιφάνεια)•

    провести ладонь по лбу περνώ την παλάμηστο μέτωπο.

    3. μ• χαράσσω, τραβώ•

    провести линию τραβώ (περνώ) γραμμή.

    4. εγκατασταίνω•

    провести телефон περνώ τηλέφωνο.

    || κατασκευάζω, φτιάχνω•

    провести канал φτιάχνω διώρυγα.

    5. μ. προβάλλω, προτείνω•

    провести интересную мысль в статье προβάλλω ενδιαφέρουσα ιδέα στο άρθρο.

    || κατορθώνω, πετυχαίνω παραδοχή, αναγνώριση•

    провести предложение περνώ την πρόταση.

    6. καταχωρώ, εγγράφω.
    7. μ. διεξάγω• πραγματοποιώ κάνω•

    провести уборку урожая κάνω συγκομιδή•

    провести репетицию κάνω πρόβα.

    8. μ. περνώ, διαμένω, ζω•

    провести лето в деревне περνώ το καλοκαίρι στο χωριό.

    || περνώ•

    весело провести праздники εύθυμαπερνώ τις γιορτές.

    9. μ. απατώ, ξεγελώ. || διοχετεύω.
    εκφρ.
    провести в жизнь – πραγματοποιώ στη ζωή•
    провести за нос – απατώ μπροστά στα μάτια.

    Большой русско-греческий словарь > провести

  • 62 прописать

    ρ.σ.μ.
    1. επιτρέπω τη διαμονή, δίνω άδεια διαμονής εγγράφω στο δημοτολόγιο.
    2. ορίζω, καθορίζω, δίνω (φάρμακο για θεραπεία)•

    прописать хину δίνω κινίνο.

    3. γράφω (για ένα χρον. διάστημα)•

    я -ал до света έγραψα ώσπου έφεξε (ως το πρωί).

    4. σκιτσάρω, σκιαγραφώ.
    5. (απλ.) γράφω στην επιστολή.
    6. (απλ.) τυπώνω.
    7. τιμωρώ, δέρνω, τις βρέχω•

    смотри тебе за это -ут πρόσεξε, γι αυτό θα τις φας απ αυτούς.

    εγγράφομαι στο δημοτολόγιο, παίρνω άδεια διαμονής (σε ενα μέρος).

    Большой русско-греческий словарь > прописать

  • 63 протоколировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.μ.
    1. γράφω (κρατώ) πρακτικό, -ά, πράξη• γράφω, εγγράφω στα πρακτικά•

    протоколировать заседание κρατώ πρακτικά της συνεδρίασης.

    2. περιγράφω ακριβώς και ξηρά (σαν σε πρακτικό).
    περιγράφομαι πιστά και ξηρά (σαν σε πρακτικό, στερεότυπα).

    Большой русско-греческий словарь > протоколировать

  • 64 расход

    α.
    1. δαπάνη, ξόδεμα• κατανάλωση•

    расход денег ξόδεμα χρημάτων•

    расход материалов ξόδεμα υλικών•

    расход боеприпасов κατανάλωση πυρομαχικών•

    расход воды κατανάλωση νερού•

    расход топлива κατανάλωση καύσιμης ύλης•

    расход электрической энергии κατανάλωση ηλεκτρικού ρεύματος.

    2. έξοδο, δαπάνη•

    военные -ы στρατιωτικές δαπάνες•

    -ы производства έξοδα παραγωγής•

    непредвиденные -ы απρόβλεπτα έξοδα•

    накладные -ы γενικά έξοδα•

    мелкие -ы τα μικροέξοδα•

    канцелярские -ы γραφικά έξοδα•

    текущие -ы τα καθημερινά έξοδα•

    деньги на карманные -ы το χαρτζιλίκι•

    лишние -ы περιττά έξοδα•

    внести в расход καταχωρώ (συμπεριλαβαίνω) στα έξοδα•

    сократить -ы περιορίζω τα έξοδα•

    покрыть -ы καλύπτω τα έξοδα•

    записать в -ы εγγράφω στα έξοδα.

    εκφρ.
    внести в расход – επιφέρω έλλειμμα•
    вывести (пустить) в расход кого – (απλ.) εκτελώ, τουφεκίζω.

    Большой русско-греческий словарь > расход

  • 65 регистрировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.μ.
    1. εγγράφω, καταγράφω καταχωρώ πρωτοκολλώ•

    -делегатов съезда καταγράφω τους αντιπροσώπους του συνεδρίου.

    2. σημειώνω.
    1. εγγράφομαι.
    2. γράφομαι στο μητρώο. || καταχωρούμαι πρωτοκολλούμαι. || σημαδεύομαι.

    Большой русско-греческий словарь > регистрировать

  • 66 учёт

    α.
    1. υπολογισμός, απογραφή καταμέτρηση καταγραφή, καταχώρηση•

    учёт товаров υπολογισμός εμπορευμάτων•

    учёт возможностей υπολογισμός δυνατοτήτων•

    производить учёт κάνω υπολογισμό•

    не поддатся -у είναι ανυπολόγιστος•

    действовать с -ом обстановки ενεργώ ανάλογα με την κατάσταση.

    2. εγγραφή•

    брать (взять) на учёт εγγράφω στο βιβλίο•

    снять с -а διαγράφω από το βιβλίο•

    стоять на -е в милиции είμαι γραμμένος στα υπόψη της αστυνομίας•

    состоять на -е είμαι γραμμένος στο βιβλίο•

    стать на -е εγγράφομαι στο βιβλίο.

    3. (οικον.) η προεξόφληση.

    Большой русско-греческий словарь > учёт

  • 67 фиксировать

    -рую, -руешь
    ρ.δ.κ.σ.
    1. (γραπ. λόγος)• ορίζω, καθορίζω, προσδιορίζω•

    конституция -рует права граждан το σύνταγμα καθορίζει τα δικαιώματα του πολίτη.

    || σημειώνω, εγγράφω, καταγράφω, καταχωρώ•

    фиксировать все сведения καταγράφω όλες τις πληροφορίες.

    2. προσηλώνω, καρφώνω, συγκεντρώνω•

    фиксировать внимание προσηλώνω την προσοχή.

    3. στερεώνω.
    4. αφομοιώνω.
    1. ορίζομαι, καθορίζομαι, προσδιορίζομαι. || σημειώνομαι, εγγράφομαι, καταγράφομαι.
    2. προσηλώνομαι, καρφώνομαι,συγκεντρώνομαι•

    внимание -лось на дальней точке η προσοχή προσηλώθηκε σε μακρινό σημείο.

    || στερεώνομαι.

    Большой русско-греческий словарь > фиксировать

См. также в других словарях:

  • εγγράφω — εγγράφω, ενέγραψα βλ. πίν. 13 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • ἐγγραφῶ — ἐγγράφω make incisions into aor subj pass 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφω — ἔγγραφος written masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἔγγραφος written masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) ἐγγράφω make incisions into pres subj act 1st sg ἐγγράφω make incisions into pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εγγράφω — (AM ἐγγράφω) καταγράφω, καταχωρίζω σε μητρώο, κατάλογο κ.λπ. («ὁ μὲν τὸν υἱov ἔπεμψε Φιλίππῳ πρὶν εἰς ἄνδρας ἐγγράψαι», Δημ.) μσν. 1. χαρακτηρίζω 2. παραχωρώ, μεταβιβάζω αρχ. 1. χαράζω, κάνω εντομές 2. σχεδιάζω, ζωγραφίζω μέσα ή πάνω σε κάτι 3.… …   Dictionary of Greek

  • εγγράφω — εγγεγραμμένος, μτβ. 1. γράφω κάποιον μεταξύ άλλων σε βιβλίο, κατάλογο, πίνακα κτλ., καταγράφω, καταχωρίζω. 2. (μαθ.), γράφω με ορισμένο τρόπο γεωμετρικό σχήμα μέσα σε άλλο: Εγγράφω τρίγωνο σε κύκλο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἐγγράφῳ — ἔγγραφος written masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγεγραμμένα — ἐγγράφω make incisions into perf part mp neut nom/voc/acc pl ἐγγεγραμμένᾱ , ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem nom/voc/acc dual ἐγγεγραμμένᾱ , ἐγγράφω make incisions into perf part mp fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφετε — ἐγγράφω make incisions into pres imperat act 2nd pl ἐγγράφω make incisions into pres ind act 2nd pl ἐγγράφω make incisions into imperf ind act 2nd pl (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράφῃ — ἐγγράφω make incisions into pres subj mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres ind mp 2nd sg ἐγγράφω make incisions into pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράψει — ἐγγράφω make incisions into aor subj act 3rd sg (epic) ἐγγράφω make incisions into fut ind mid 2nd sg ἐγγράφω make incisions into fut ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐγγράψουσι — ἐγγράφω make incisions into aor subj act 3rd pl (epic) ἐγγράφω make incisions into fut part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) ἐγγράφω make incisions into fut ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»