-
121 прописать
-
122 расписка
расписка ж η απόδειξη (παραλαβής); выдать \распискау δίνω απόδειξη* * *жη απόδειξη (παραλαβής)вы́дать распи́ску — δίνω απόδειξη
-
123 распоряжение
распоряжение с η διαταγή* η διάθεση; отдать \распоряжение διατάζω, δίνω διαταγή ◇ иметь в своём \распоряжениеи διαθέτω* * *сη διαταγή; η διάθεσηотда́ть распоряже́ние — διατάζω, δίνω διαταγή
••име́ть в своём распоряже́нии — διαθέτω
-
124 сигнал
сигнал м το σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση (сигнализация)· \сигнал бедствия το σήμα κινδύνου; дать \сигнал δίνω σήματα, σημαίνω* * *мτο σημείο, το σήμα; η σηματοδότηση ( сигнализация)сигна́л бе́дствия — το σήμα κινδύνου
дать сигна́л — δίνω σήματα, σημαίνω
-
125 согласие
согласие с 1) η συγκατάθεση; дать \согласие συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεση μου; получить \согласие παίρνω τη συγκατάθεση 2) (взаимопонимание) η ομόνοια· жить в \согласиеи ζούμε αγαπημένα* * *с1) η συγκατάθεσηдать согла́сие — συμφωνώ, δίνω τη συγκατάθεσή μου
получи́ть согла́сие — παίρνω τη συγκατάθεση
2) ( взаимопонимание) η ομόνοιαжить в согла́сии — ζούμε αγαπημένα
-
126 старт
старт м η εκκίνηση; η αφετηρία; линия \старта η βαλβίδα; дать \старт δίνω το σινιάλο για την εκκίνηση; взять \старт κάνω εκκίνηση стартер м о αφέτης* * *мη εκκίνηση; η αφετηρίαли́ния старта — η βαλβίδα
дать старт — δίνω το σινιάλο για την εκκίνηση
-
127 указание
указание с η υπόδειξη; получить (дать) \указание παίρνω ( δίνω) υπόδειξη* * *сη υπόδειξηполучи́ть (дать) указа́ние — παίρνω (δίνω) υπόδειξη
-
128 хранение
хранение с η διαφύλαξη, η διατήρηση, η φύλαξη; сдать багаж на \хранение δίνω τις αποσκευές για διαφύλαξη* * *сη διαφύλαξη, η διατήρηση, η φύλαξηсдать бага́ж на хране́ние — δίνω τις αποσκευές για διαφύλαξη
См. также в других словарях:
δίνω — thresh out on the pres subj act 1st sg δίνω thresh out on the pres ind act 1st sg δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) δινόω turn with a lathe pres imperat act 2nd sg (doric aeolic) δινόω… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνω — δίνω, έδωσα βλ. πίν. 131 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
δίνω — (I) και δίδω και δώνω (AM δίδωμι και δίδω) Ι. 1. δίνω στο χέρι κάτι, εγχειρίζω 2. χαρίζω, παρέχω («τού δώσε δέκα λίρες», «για τούτο είδεν ο Θεός τον περισσόν του πόνον και ήδωκεν στη ρήγισσα και πάλιν άλλον γόνον») 3. κληροδοτώ («τού δώσε τ… … Dictionary of Greek
δινώ — (I) δινῶ ( έω) (Α) βλ. δινεύω. (II) δινῶ ( όω) (Μ) [δίνος] στρογγυλεύω κάτι με τόρνο … Dictionary of Greek
δίνω — έδωσα, δόθηκα, δοσμένος 1. παραχωρώ σε άλλον, εκχωρώ, χαρίζω: Μου έδωσε ένα υπέροχο βιβλίο. 2. πληρώνω: Δίνει αρκετά στους εργαζόμενους; 3. παντρεύω: Ο πατέρας της την έδωσε με το ζόρι. 4. πουλώ: Δίνω το αυτοκίνητό μου, για να αγοράσω καινούριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
δινῶ — δινάζω fut ind act 1st sg (attic epic ionic) δινέω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δινέω whirl pres ind act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres subj act 1st sg (attic epic doric) δῑνῶ , δινεύω whirl pres ind act 1st … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δινῷ — δινάζω fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνω — Δί̱νω , δῖνος whirling masc nom/voc/acc dual Δί̱νω , δῖνος whirling masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίνῳ — Δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνῳ — δί̱νῳ , δῖνος whirling masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίνει — δίνω thresh out on the pres ind mp 2nd sg δίνω thresh out on the pres ind act 3rd sg δινέω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δινέω whirl imperf ind act 3rd sg (attic epic) δί̱νει , δινεύω whirl pres imperat act 2nd sg (attic epic) δί̱νει … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)