-
121 εὐνομία
1 concord, love of orderἀπόλεμον ἀγαγὼν ἐς πραπίδας εὐνομίαν P. 5.67
τὰν δὲ λαῶν γενεὰν δαρὸν ἐρέπτοι σώφρονος ἄνθεσιν εὐνομίας Pae. 1.10
pro pers.,Θέμις θυγάτηρ τέ οἱ σώτειρα μεγαλόδοξος Εὐνομία O. 9.16
ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ Εἰρήνα O. 13.6
-
122 ἐχθρός
1 adj.a act., hostileτις ἐχθρᾷ λόγον φράσαις ἀνάγκᾳ O. 2.59
στάσιν ἐχθρὰν κουροτρόφον fr. 109. 4. c. gen., ἐπεὶ ὕβριος ἐχθρὰν ὁδὸν εὐθυπορεῖ ( hostile to arrogance: cf.φίλον P. 3.5
) O. 7.90b pass., hated, hatefulἐπεὶ τό γε λοιδορῆσαι θεοὺς ἐχθρὰ σοφία O. 9.38
ἐχθρὰ Φάλαριν κατέχει παντᾷ φάτις P. 1.96
καί τινα σὺν πλαγίῳ ἀνδρῶν κόρῳ στείχοντα τὸν ἐχθρότατον φᾶσέ νιν δώσειν μόρῳ (Boeckh: μόρον codd.: τῷ ἐχθροτάτῳ μόρῳ Beck) N. 1.65ἐχθρὰ δ' ἄρα πάρφασις ἦν καὶ πάλαι N. 8.32
ἐχθρὰν ἔριν οὐ παλίγγλωσσον Παρθ. 2. 63.2 subs., foe, adversaryποτὶ δ' ἐχθρὸν ἅτ ἐχθρὸς ἐὼν λύκοιο δίκαν ὑποθεύσομαι P. 2.84
κατὰ λαύρας δ' ἐχθρῶν ἀπάοροι πτώσσοντι P. 8.86
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.95
χρὴ δὲ πᾶν ἔρδοντ' ἀμαυρῶσαι τὸν ἐχθρόν I. 4.48
εἰ δέ τις ἀρκέων φίλοις ἔχθροῖσι τραχὺς ὑπαντιάζει Pae. 2.32
]ς ἐχθρῶν ὁμιλήσειε[ Πα. 13b. 1.3 n. pl. acc., pro adv. [ὁ δ] ἐχθρὰ νοήσαις ἤδη φθόνος οἴχεται with hostile intent Pae. 2.54 -
123 ἥμερος
ἥμερος, -α -ον ( ἅμερ- codd., hyperdorismum agnovit Schr.: v. Forssman, 41ff.)a calm, quietλίσσομαι νεῦσον, Κρονίων, ἥμερον ὄφρα κατ' οἶκον ἀλαλατὸς ἔχῃ P. 1.71
ἐκ πόνων δ, οἳ σὺν νεότατι γένωνται σύν τε δίκᾳ τελέθει πρὸς γῆρας αἰὼν ἡμέρα N. 9.44
b gentle, kindτέκτονα νωδυνίας ἥμερον γυιαρκέος Ἀσκλαπιόν P. 3.6
ὥρα πότνια, τὸν μὲν ἡμέροις ἀνάγκας χερσὶ βαστάζεις ἕτερον δὲ ἑτέραις (v. l. ἁμάρας.) N. 8.3 c. dat.,τρισολυμπιονίκαν ἐπαινέων οἶκον ἥμερον ἀστοῖς O. 13.2
c low, soft γαρυέμεν ἡμέρᾳ ὀπί (Benedictus: θαμερᾶ, θεμερᾶ codd.) N. 7.83 -
124 θυμός
θῡμός (-ός, -ῷ, -όν, -έ.)1 heart, spirit, as the seat of various emotions and faculties, pleasure:οὐδ' ἀπάταισι θυμὸν τέρπεται P. 2.74
φίλτρον ἐν θυμῷ μελιγάρυες ὕμνοι ἁμέτεροι τίθεν P. 3.64
θυμῷ γελανεῖ P. 4.181
θυμὸν ἐκδόσθαι πρὸς ἥβαν P. 4.295
τίνι τῶν πάρος μάλιστα θυμὸν τεὸν εὔφρανας I. 7.2
θυ]μὸν ἀνακριμνάντες (supp. Lobel) Πα... ]βαρβι[τί]ξαι θυμὸν (Philodemus: μῦθον Plut.) fr. 124d. endurance, bravery:μαινομένων μεγάλαν ἀρετὰν θυμῷ λαβεῖν O. 8.6
“ θυμὸν γυναικὸς καὶ μεγάλαν δύνασιν θαύμασον” P. 9.30σύμπειρον ἀγωνίᾳ θυμὸν ἀμφέπειν N. 7.10
μαχατὰν θυμὸν N. 9.27
θυμὸν αἰχματὰν N. 9.37
τόλμᾳ γὰρ εἰκὼς θυμὸν ἐριβρεμετᾶν θηρῶν λεόντων I. 4.46
“ θυμὸς δ' ἑπέσθω” (sc. καθάπερ καὶ τὸ σῶμα Σ.) I. 6.49 anger, grief; suffering:καμόντες πολλὰ θυμῷ O. 2.8
ἐν θυμῷ πιέσαις χόλον O. 6.37
ἀστῶν δ' ἀκοὰ κρύφιον θυμὸν βαρύνει P. 1.84
θεῶν βασίλεα σπερχθεῖσα θυμῷ N. 1.40
τῶ καὶ ἐγὼ καίπερ ἀχνύμενος θυμόν I. 8.5
affection:πατρί τε θυμὸν ἰάναιεν O. 7.43
πατρὶ Σωγένης ἀταλὸν ἀμφέπων θυμὸν N. 7.92
fear:κρυόεν πυκινῷ μάντευμα θυμῷ P. 4.73
κλέπτων δὲ θυμῷ δεῖμα P. 4.96
λέγεται παντὶ μάλιστα δονεῖν θυμόν N. 6.57
wisdom: ἐν ἀρμένοισι πᾶσι θυμὸν αὔξων (Mingarelli: πάντα codd., fort. recte) N. 3.58σώφρονές τ' ἐγένοντο πινυτοί τε θυμόν I. 8.26
mercy: “εἴ ποτ' ἐμᾶν, ὦ Ζεῦ πάτερ, θυμῷ θέλων ἀρᾶν ἄκουσας” I. 6.43 generally:ἐς γαῖαν πορεύεν θυμὸς ὥρμα νιν O. 3.25
ἐμὲ δ' ὦν πᾳ θυμὸς ὀτρύνει φάμεν O. 3.38
κεῖνος αἰνεῖν καὶ τὸν ἐχθρὸν παντὶ θυμῷ σύν τε δίκᾳ καλὰ ῥέζοντ' ἔννεπεν P. 9.96
πολλὰ γάρ μιν παντὶ θυμῷ παρφαμένα λιτάνευεν N. 5.31
τὸν δ' αὖ οἰκείων παρέσφαλεν καλῶν χειρὸς ἕλκων ὀπίσσω θυμὸς ἄτολμος ἐών N. 11.32
voc., in selfexhortation:ἔπεχε νυν σκοπῷ τόξον, ἄγε θυμέ O. 2.89
θυμέ, τίνα πρὸς ἀλλοδαπὰν ἄκραν ἐμὸν πλόον παραμείβεαι; N. 3.26 χρῆν μὲν κατὰ καιρὸν ἐρώτων δρέπεσθαι, θυμέ, σὺν ἁλικίᾳ fr. 123. 1. μὴ πρεσβυτέραν ἀριθμοῦ δίωκε, θυμέ, πρᾶξιν fr. 127. 4. frag. θυμῷ[ Πα. 13b. 15. ] θυμὸν δ[ fr. 60a. 2. -
125 καρπός
καρπός (-ός, -οῦ, -ῷ, -όν.)1 fruitἐν σχερῷ δ' οὔτ ὦν μέλαιναι καρπὸν ἔδωκαν ἄρουραι N. 11.39
καρποῦ φθίσιν Pae. 9.14
met., τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπὸν Ἥβας when he reached maturity O. 6.58νέκταρ χυτόν, Μοισᾶν δόσιν, ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν πέμπων, γλυκὺν καρπὸν φρενός O. 7.8
φρενῶν ἔλαχε καρπὸν ἀμώμητον perfect maturity of thought, of the judicial temperament of Rhadamanthus, Gildersleeve P. 2.74χρυσοστεφάνου δέ οἱ Ἥβας καρπὸν ἀνθήσαντ' ἀποδρέψαι ἔθελον P. 9.110
φρενῶν καρπὸν εὐθείᾳ συνάρμοξεν δίκᾳ experience Fennel N. 10.12 γαίᾳ δὲ καυθείσᾳ πυρὶ καρπὸς ἐλαίας ἔμολεν Ἥρας τὸν εὐάνορα λαὸν ἐν ἀγγέων ἕρκεσιν παμποικίλοις (τοῖς γὰρ ἀθληταῖς τοῖς τὰ Παναθήναια νενικηκόσι δίδοται ὑδρία ἐλαίου πλήρης Σ.) N. 10.35 ἐπέων δὲ καρπὸς οὐ κατέφθινε maturing, realization I. 8.46 καρπὸν δρέποντες fr. 6b. f. ἐρατειναῖς ἐν εὐναῖς μαλθακᾶς ὥρας ἀπὸ καρπὸν δρέπεσθαι fr. 122. 8. ἐν ξυνῷ κεν εἴη συμπόταισίν τε γλυκερὸν καὶ Διωνύσοιο καρπῷ καὶ κυλίκεσσιν Ἀθαναίαισι κέντρον i. e. wine fr. 124. 3. κακόφρονά τ' ἄμφανεν πραπίδων καρπόν fr. 211. ἀτελῆ σοφίας καρπόν fr. 209. -
126 κασιγνήτα
1 sister ἐν τᾷ γὰρ Εὐνομία ναίει κασιγνήτα τε Δίκα καὶ Εἰρήνα (v. l. κασίγνηταί) O. 13.6 πέμψεν κασιγνήταν ἐς Λακέρειαν Artemis P. 3.32 Περσεὺς ὁπότε τρίτον ἄυσεν κασιγνητᾶν μέρος ἐνναλίᾳ Σερίφῳ λαοῖσί τε μοῖραν ἄγων the Gorgons P. 12.11 Ὀρτυγία, δέμνιον Ἀρτέμιδος, Δάλου κασιγνήτα since Artemis was worshipped at both places N. 1.4Ἑστία, Ζηνὸς ὑψίστου κασιγνήτα N. 11.2
ἐγὼ δ' ὑψίθρονον Κλωθὼ κασιγνήτας τε προσεννέπω Μοίρας I. 6.17
-
127 κινδυνεύω
1 venture αἰδέομαι μέγα εἰπεῖν ἐν δίκᾳ τε μὴ κεκινδυνευμένον i. e. the murder of their half brother by Peleus and Telamon N. 5.14 -
128 κοινός
κοινός (-ῷ, -όν; -άν, -αί; -όν nom., acc.)1 common, mutual, shared of that which people have in common. κοιναὶ Χάριτες ἄνθεα τεθρίππων δυωδεκαδρόμων ἄγαγον i. e. that are shared by Theron and Xenokrates O. 2.50 μὴ κρύπτε κοινὸν σπέρμ' ἀπὸ Καλλιάνακτος i. e. which his descendants, the Eratidai, have in common O. 7.92 ὁπᾷ τε κοινὸν λόγον φίλαν τείσομεν ἐς χάριν i. e. the hymn in which we join O. 10.11 εἰ χρεὼν τοῦθ' ἁμετέρας ἀπὸ γλώσσας κοινὸν εὔξασθαι ἔπος this prayer in which we all share P. 3.2 καταίνησάν τε κοινὸν γάμον μεῖξαι i. e. to which both sides are agreed P. 4.222σφὸν ὄλβον υἱῷ τε κοινὰν χάριν ἔνδικόν τ' Ἀρκεσίλᾳ P. 5.102
πατρὶ τεῷ, Θρασύβουλε, κοινάν τε γενεᾷ εὔδοξον ἅρματι νίκαν P. 6.15
κοιναὶ γὰρ ἔρχοντ' ἐλπίδες πολυπόνων ἀνδρῶν pr. N. 1.32Αἰακιδᾶν ἠύπυργον ἕδος, δίκᾳ ξεναρκέι κοινὸν φέγγος N. 4.12
ἀλλὰ κοινὸν γὰρ ἔρχεται κῦμ' Ἀίδα pr. N. 7.30 μάτρωί θ' ὁμωνύμῳ δέδωκε κοινὸν θάλος i. e. to be shared between them I. 7.24 n. s. pro subs., the public interest, ἐγὼ δὲ ἴδιος ἐν κοινῷ σταλεὶς as a private citizen on a mission of public interest Das private Fest beruft ihn dazu, die Ruhmestaten des ganzen Volkes zu besingen, Wil. O. 13.49 τὸ κοινόν τις ἀστῶν ἐν εὐδίᾳ τιθεὶς fr. 109. 1. [dub., ὄλβιος ὅστις ἰδὼν ἐκεῖνα κοινὰ εἶσ' ὑπὸ χθόν (codd.: κεῖν' εἶσ Teuffel, edd.) fr. 137. 1.]
См. также в других словарях:
Δίκα — Δίκᾱ , Δίκη custom fem nom/voc/acc dual Δίκᾱ , Δίκη custom fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκα — δίκᾱ , δίκη custom fem nom/voc/acc dual δίκᾱ , δίκη custom fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Δίκᾳ — Δίκαι , Δίκη custom fem nom/voc pl Δίκᾱͅ , Δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δίκᾳ — δίκαι , δίκη custom fem nom/voc pl δίκᾱͅ , δίκη custom fem dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικά — δικᾱνικά , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc pl δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc dual δικᾱνικά̱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικώτερον — δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading adverbial comp δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading masc acc comp sg δικᾱνικώτερον , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικωτέρα — δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc/acc comp dual δικᾱνικωτέρᾱ , δικανικός skilled in pleading fem nom/voc comp sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικῶν — δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading fem gen pl δικᾱνικῶν , δικανικός skilled in pleading masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικόν — δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading masc acc sg δικᾱνικόν , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικανικώτατα — δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading adverbial superl δικᾱνικώτατα , δικανικός skilled in pleading neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δικάσας — δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem acc pl (doric) δικά̱σᾱς , δικάζω Bis Acc. fut part act fem gen sg (doric) δικάσᾱς , δικάζω Bis Acc. aor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)